23/5/08

Τριανταένα Χαϊκού

Κρυφό μου σώμα
τα μυστικά σου μόνος
εγώ τα ξέρω.


Όταν χορεύει
σηκώνει τη φούστα της
να ιδώ την ελιά.


Πάλι το δρόμο
γυμνή στο παράθυρο
κρυφοκοιτάζει.

Κάπου στ΄ όνειρο
σ΄ άκουγα πουλάρι μου
να χλιμιντρίζεις.

Στις τρεις τη νύχτα
το γκαρσόνι μάς πήρε
τα δυο ποτήρια.

Πάνω στ' αμόνι
μενεξ
ές το σίδερο
του μπαλκονιού της.

Δυο μάτια σπαθιά
σκίζαν τα βλέφαρά του
κι έμενε γυμνή.

Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.

Κούμαρο μέλι
κι ο κότσυφας
άπληστος
ο κερομύτης.

Όταν κοιτάζει
στου πηγαδιού το βάθος
βλέπει τον τράγο.

Δες! Δυο κουνούπια
στο καψούλι της βόμπας
κάνουν έρωτα.

Πέθαινα λέει
και πάνω στο σώμα μου
έφεγγε η αυλή.

Να θέλ
ω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.

Μέρα και νύχτα
με σκοινί αόρατο
κάποιος μας δένει.

Σπουργίτης φονιάς
σκοτώνει τον τζίτζιρα
κι αυτός τραγουδάει.

Σταυροί στην πλαγιά
κι η θάλασσα πιο κάτω
λάμπει στον ήλιο.

Άκουγα κουπιά
χωρίς να βλ
έπω βάρκα
μέσα στο πούσι.


Θάλασσα χλωμή.
Με την ψόφια ουρά της
παίζουν τα παιδιά.

Βαθιά στη λάσπη
αυλακιές από ρόδες
και φύλλα ξερά.

Πίσω απ΄ τα βουνά
κάποιοι βγαίνουν τα βράδια
και μας κοιτάζουν.

Μικρό καράβι
στο μπουκ
άλι κλεισμένο
πού αρμενίζεις;

Νεκρός κι ο Έκτωρ.
Τρομάζει τον Όμηρο
η αναίρεσή του.

Ώχου κι απόψε
δε γλιτώνεις το ξύλο
Καραγκιόζη μου.

Είναι οι λέξεις
στο
ψ της Ιλιάδας
ή τα τσεκούρια;

Είπε ο Ζήνων:
«Ουκ άρα έστιν ο τόπος».
Λες να ΄ναι αλήθεια;

Γελάει ο λύκος.
Κάτι τού ψιθύρισε
στ΄ αυτί το αρνάκι.

Άνθη μυγδαλιάς
πέφτουνε στον ύπν
ο μου.
Ποια με φίλησε;

Φτωχό κόκαλο
στην άμμο της ερήμου
με τόσο ύφος.

Το ένα σου μάτι
στο ποίημα Ω και τ΄ άλλο
να σε δικάζει.

Ακίνητοι. Σαν
να φωτογραφήθηκε
η Γη για πάντα.

Όλοι χωράμε
οι ζ
ωντανοί κι οι νεκροί
σ΄ ένα ποίημα.

Ένα ποίημα του
Γιώργη Παυλόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: