26/12/09
Ατενίζοντας τον μακρινό ορίζοντα...
Η αλήθεια του λευκού...
Όταν απομακρύνεται ο δρόμος, στενεύει στο βάθος και οι φιγούρες γίνονται μακρινές. Το λευκό χαλί αποκαλύπτει τα ίχνη που έκρυβε το τσιμέντο.
Η αλήθεια του χιονιού είναι οι πατημασιές των περαστικών, γλυπτά σμιλεμένα με βιασύνη και καθημερινά μονολογήματα.
Βήματα παραμιλητά, του αληθινού. Το λευκό αποκρυπτογραφεί το τίποτα, απογυμνώνει τη σκόνη.
Η θεία διαφορετική μορφή του υγρού! Τα δέντρα στο πλάι ενταγμένα στη στιγμιαία απεικόνιση του τοπίου, στοι χισμένα με αρμονία, προστατεύουν την υπεροχή του πολυφανούς.
Και δυο πλάτες γυρισμένες στο τέλος του ορίζοντα αφήνουν την αρχή και χάνονται χωρίς έκφραση, εκεί που τελειώνει το έκδηλο.
Στο λευκό χαλί, στον έρημο δρόμο του βραχύλεκτου, όταν πέφτει το χιόνι, όταν το τσιμέντο ντύνεται, δραπετεύει η επίκρυφη ματιά της γραμμής. Στην ανείπωτη απουσία του χρώματος, το χαμογελαστό και το πένθιμο αποκαλύπτουν τη σιωπή!
Μυογράφημα...
Πρόλογος ίδιος, επίλογος να ακολουθεί το καθιερωμένο.
Με το «μια φορά», και ένα «ζήσαν αυτοί καλά», να φεύγει ο δράκος, να χαμογελά η πριγκιποπούλα, να φανερώνεται το άσπρο άλογο, να μεταμορφώνεται ο βάτραχος σε ένα όμορφο παλληκάρι, να μιλούν οι ζωγραφιές, να τραγουδούν τα σύννεφα.
Τα παραμύθια τα έφτιαχναν άν θρωποι που μπορούσαν να ονειρεύονται, να αγαπούν, να γελούν και να κλαίνε. Αναστεναγμός του απόκρυφου η ουσία του παραμυθιού.
Σκυφτή η γιαγιά με το σφιχτο δεμένο μαντίλι, με τις βελόνες στο χέρι, το κουβάρι με την κλωστή να κυλιέται, μια γάτα να μπερδεύεται στην ανάμνηση. Ένας μπόμπιρας σε μια γωνιά να ανακατεύει κάποια ξερόκλαδα παιχνίδια, μια μάνα να πλένει στη σκάφη, ένας πατέρας σκέψη μοναχά, σε ένα χωράφι γεμάτο από φτώχεια και ένα θολωμένο τζάμι με ένα ξεροβόρι άγριο, να κάνει το απόβραδο μια σκοτεινιά απερίγραπτη.
Και τότε, όταν τα ξερόκλαδα δεν κατάφερναν να ξεπεράσουν τη φαντασία κι όταν το μονότονο άρχιζε να θεριεύει, οι ποιητές των τζακιών, οι μεγάλες γιαγιάδες, έπλεκαν το όνειρο μαζί με την κόκκινη κλωστή. Κι ανοίγαν τα στόματα και νάσου οι λέξεις αυτοκρατόρισσες, να κάνουν το μυαλό να γυρνοβολά σε κάστρα και ποτάμια, σε λιβάδια, λίμνες και παλάτια.
Και να, περνά ο χρόνος, αποσβολωμένος, κομμάτια από μπροστά σου, και θυμάσαι τις ίδιες λέξεις και νοσταλγείς εκείνα τα Χριστούγεννα πίσω απ’ το θολωμένο τζάμι με τις μεγάλες λέξεις και τις αξέχαστες εικόνες.
Με τα μάτια όμως στο μέλλον...
Έγραψε ο Λοξός
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου