3/8/09

Οριστική διαγραφή...



«Τι θέλετε να κάνει ο υπολογιστής σας;»

Συνήθως ούτε που δίνω σημασία στην τυπική αυτή ερώτηση. Πατάω το κουμπί «επανεκκίνηση», για να φορτώσω κάποιο πρόγραμμα. Στην καλύτερη περίπτωση, στο τέλος της ημέρας, επιλέγω το «σβήσιμο». Σήμερα όμως είναι μια αλλιώτικη μέρα. Είναι ημέρα συμμαζέματος, ημέρα φασίνας...

«Τι θέλετε να κάνει ο υπολογιστής σας;»

Και τι δεν θέλω, μηχανάκι μου... Να μου διαγράφεις όσα σχόλια είναι κακοπροέραιτα και να τα ρίχνεις στον κάδο απορριμμάτων. Δίχως δεύτερη σκέψη. Να μπεις στο σύστημα και να στείλεις τα σωστά ντοκουμέντα στα σωστά άτομα, για να μη μου ζαλίσουν τον έρωτα τα σπαστικά τηλέφωνα ότι ξέχασα κι εκείνο το επισυναπτόμενο και ξενερώσω καλοκαιριάτικα.

Τι άλλο θέλω να κάνει ο υπολογιστής μου; Να αλλάξει φόντο και αντί για το ξενέρωτο λογότυπο της επιφάνειας εργασίας, να μου δείχνει ένα παιδάκι, αγοράκι κατά προτίμηση, με τη μούρη του χωμένη μέσα σ' ένα τεράστιο παγωτό-πύραυλο. Να δείχνει στο screen saver χρωματιστά ψαράκια και αστερίες. Να κάνει «αρχική σελίδα», όχι τα ειδησεογραφικά, αλλά τον καιρό, για να ξέρω πότε έρχονται μποφόρια και μπουνάτσες. Να αποθηκεύει, όχι κείμενα, σχόλια και κουτσομπολιά της ημέρας, αλλά τραγούδια, γελαστές πόζες της παλιοπαρέας που παλιμπαιδίζει στην παραλία, τραγουδώντας όξω φωνή-φαλτσαδούρα. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ κι αυτό το καλοκαίρι...

Τι άλλο θέλω να κάνει ο υπολογιστής μου; Ν' αντέξει την ζέστη που είναι ανυπόφορη, τις απότομες μετακινήσεις του πληκτρολογίου από δω κι από κει, τη συνύπαρξη με μπουκάλια από παγωμένο νερό που στάζουν. Να μεταμορφωθεί, από δυνάστης και δικτάτορας της κάθε κίνησής μου, σε ήμερο καλοκαιρινό κατοικίδιο, σε τζίνι που πραγματοποιεί, έστω και σε εικονική πραγματικότητα, την κάθε μου φαντασίωση και επιθυμία.

Για όποιον δεν κατάλαβε, είναι Αύγουστος.

«Τι θέλετε να κάνει ο υπολογιστής σας;».

Μα τι άλλο;

Τον ψόφιο κοριό!

Ως τη μοιραία αναπόφευκτη στιγμή της επανεκκίνησης...

2/8/09

Κρυστάλλινα δάκρυα...



Είναι φορές που νιώθω πολύ περίεργα. Δεν ξέρω αν είναι περίεργα όμορφα ή περίεργα άσχημα. Ίσως να μην έχω και τη διάθεση να το ψάξω. Είναι σα να αδειάζει το κεφάλι μου από κάθε σκέψη και μένει έρμο σπιτικό. Ανοίγουν τότε όλα τα παραθυρόφυλλα του και οι πόρτες του κι οι σκέψεις μου ξεχύνονται, γίνονται πουλιά που βγαίνουν να πετάξουν για λίγο στον αέρα. Φτερουγίζουν μακρυά και δοκιμάζουν τις αντοχές τους, μέχρι να ξανάρθει η ώρα να γυρίσουν στο κλουβί τους.



Τις ώρες αυτές της απομόνωσης όλα είναι γαλήνια. Κανένας θόρυβος δεν ταράζει την ηρεμία μου. Είναι οι δικές μου ώρες, οι ώρες που καθαρίζει η ψυχή και συμμαζεύει τα κομμάτια της

.


Απόψε είναι μια τέτοια νύχτα. Μια βραδυά γαλήνης που μπορώ να αδειάσω το μυαλό και απλά να παρατηρώ. Να χαζεύω το υπέροχο φεγγάρι που έχει καρφωθεί έξω από το παραθυρό μου. Να μυρίζω τον αγέρα και να νιώθω το άρωμα του. Δε χρειάζεται να προσπαθήσω για να καταλάβω από που έρχεται το άρωμα και τι είναι. Βγαίνει από ένα πυθάρι και μοσχοβολάει μαστίχα...




Σκέφτομαι πόσο παράξενη είναι η ζωή. Πως καταφέρνει και σε χωρίζει ή σε ενώνει με κάποιους ανθρώπους. Λες και όλα είναι μοίρα. Ριζικό. Λέξεις γραμμένες σε χαρτί που περιμένουν να έρθει η ώρα τους.
Αγγίζω το μικρό πυθάρι. Αγγίζω τα δάκρυα που κύλησαν από τη μαστίχα πάνω του. Κρυστάλλινες εκκρίσεις γεμάτες μυρωδιές και σκέψεις. Τι κρύβεται μέσα στις ανθρώπινες ψυχές... Πόσα δάκρυα μαστίχας κυλούν μέσα τους...



Περασμένη η νύχτα... Το φεγγάρι αποκαμωμένο ψάχνει σύννεφο να πλαγιάσει. Ψάχνει να ακουμπήσει, να αναπαυθεί. Ώρα να μαζέψω τις σκέψεις μου. Να ξαναμπούνε μέσα στο κλουβί τους και να κλείσουν οι πόρτες και τα παραθυρόφυλλα.
Ώρα να ψάξω κι εγώ κάπου μαλακά να γείρω να ξεκουραστώ. Να αφήσω το σώμα και το μυαλό να ζαλιστούν από το άρωμα της μαστίχας.

Από τα κρυστάλλινα δάκρυα που γέμισαν απόψε την ψυχή μου...



Το μικρό μονάχο συννεφάκι...



Κάπου πολύ ψηλά, στο βασίλειο του Ουρανού...
Μια δυο μέρες λιάζονταν και απολάμβαναν τον ανοιξιάτικο ήλιο. Στο διάβα τους πάνω από χώρες και ανθρώπους, λίγο πριν συναντηθούν με τις φίλες τους τις νυχτιές...
Εκεί, σε μια στροφή του ουρανού, να΄σου ένα συννεφάκι... μικρούλι και μόνο.
- Μπα! Μόνο του είναι αυτό; Για ιδές πόσο μικρούλι, Θα΄ ναι το παιδί καμίας μπόρας που ξεστράτισε.
- Για ... έλα εδώ μικρό μου, πού σεργιανάς μονάχο σου ανάμεσα σε μέρες και σε νύχτες;
- Ξαφνιασμένο, τρεμουλιάζοντας και ρουφώντας τη μύτη, το συννεφάκι τις πλησίασε. Ώρα καλή κυράδες, μήπως μπορώ να μπω στο διάβα σας;
Οι μέρες κοιτάχτηκαν, - Μια σκέψη... «Κι αν μας κρύψει τον ήλιο και το δρόμο μας χάσουμε;»
- Σας παρακαλώ κυράδες, βούρκωσε το συννεφάκι, μην με αφήνετε εδώ μονάχο... Δεν βαστώ. Κι αν στον ήλιο σας μπροστά βρεθώ δέστε, τόσο μικρό που είμαι θα διαλυθώ και λαμπρές δροσοσταλίδες και ουράνια τόξα θα στρώσω στα μονοπάτια σας.
- Όχι, Όχι, μ΄ ένα στόμα το χαστούκισαν οι μέρες. Βιαστικές είμαστε δες... μας περιμένουν οι νυχτιές... Όχι, όχι... πάμε γεια σου...
Κι έμεινε το συννεφάκι μόνο, βουρκωμένο, μικρούλι, εκεί στη γωνίτσα, πάνω στη στροφή του ουρανού.
Λίγο μετά, δεν ξέρω πόσο... δυο φτερούγες ξεπρόβαλαν στον ορίζοντα. Ένας γίγαντας αετός περιδιάβαινε ψάχνοντας να βρει το ταίρι του, απ΄ άκρη σ΄ άκρη.
Εκεί στη στροφή του ουρανού, είδε ζαρωμένο στη γωνιά, το μικρό συννεφάκι. Σκέφτηκε: «Τι να 'ναι τούτο;... θα 'ναι παιδί κάποιου ξεθυμασμένου κεραυνού που ξαπόμεινε χαμένο.
- Γεια και χαρά σου μικρό... Για που τραβούσες και ξαποσταίνεις στη γωνιά;
- Γεια και χαρά σε σένα, τρέμισε το συννεφάκι. Διάβα δεν έχω, πούθε ήρθα δεν ηξεύρω, να συντροφέψω τις φτερούγες σου κυρ΄ γίγαντα, μονάχο να μην είμαι;
Σκέφτηκε μια στιγμή ο Βασιλαετός... Και αν η σκιά του το χρώμα και το μεγαλείο από τις φτερούγες μου σκιάσει; Το ταίρι μου δεν θα εντυπωσιαστεί και θα φύγει...
- Άσε μικρό τα ταξίδια μαζί μου, δες γρήγορα πολύ πετώ κι εσύ δεν θα προκάμεις ν΄ακολουθείς. Άντε γεια σου τώρα και καλό βιός...
Ένα βρόχινο δάκρυ γυάλισε στα μάτια του μικρού σύννεφου. Ένας γκρίζος λυπημένος τόνος έβαψε το κορμάκι του και μια παγερή μοναξιά το φούσκωσε λιγάκι, έτσι όπως απόμεινε μόνο στη γωνίτσα πάνω στη στροφή του Ουρανού...
Καθώς το βρόχινο δάκρυ του κυλούσε και πετάριζε λεύτερο και χαρούμενο να συναντήσει ένα ροδοπέταλο, άκουσε ένα θόρυβο παράξενο, δυνατό...
Σαματάς μεγάλος που του πόνεσε τ΄ αφτιά, κι εκεί μπροστά του ένας σιδερένιος άγγελος από την κόλαση βγαλμένος.
Βλέποντάς το μέσα στη φούρια του κοντοστάθηκε για λίγο να δει καλύτερα...
- Γεια σου μικρό... Σύννεφο είσαι θαρρώ έ; Φύγε από τη μέση γρήγορα.. κυνηγώ στόχους και δεν θέλω εμπόδια και παρεμβολές στο δρόμο μου. Τούς στόχους δεν πρέπει να χάσω. Φύγε σου είπα!
Έτσι είπε και χάθηκε με τρομακτικό σαματά φτύνοντας φωτιά και ανάσα καυτή πάνω στο συννεφάκι. Τόσο καυτή που σχεδόν διέλυσε το μικρό.
- Γιατί κύριε σιδερένιε άγγελε έκαψες το κορμί μου; Μήπως θα σου έκλεινα τα μάτια και το δρόμο τους στόχους σου να χάσεις; Έτσι σκεφτόταν το συννεφάκι βουρκωμένο, προσπαθώντας τους ατμούς να μαζέψει, το κορμί του να βάλει σε τάξη, να συνεχίσει να ζει... εκεί στη γωνιά του πάνω στη στροφή του Ουρανού.
Και πάνω που προσπαθούσε τα κομμάτια να ταιριάξει, ένα θρόισμα ανάλαφρο, και μια σκοτεινή σκιά αθόρυβα στάθηκε μπροστά του κρύβοντας τον ουρανό...
Μαύρος άρχοντας, παγωμένος και τεράστιος, μαυροντυμένος, αρματωμένος με δρεπάνια και σπαθιά, με μάτια άδεια, με ανάσα βρωμερή... Με φωνή γεμάτη καταχνιά και απόηχους κραυγών του μίλησε:
- Δε μου λες εσύ... Που πήγε ο σιδερένιος άγγελος; Πέρασε τώρα δα από δω θαρρώ. Λοιπόν πες μου, βιάζομαι να τον προφτάσω! Τις ψυχές που θα κάψει πάω να μαζέψω μην τις προλάβει το φως... και τις λυτρώσει...
- Κ..κ..καλή σου μέρα άρχοντα, ψέλλισε το συννεφάκι, γεμάτο φόβο από τα θαύματα που αντίκριζε τούτη τη μέρα.
- Πίσω από τους στόχους του έφυγε σαν αστραπή... Μα συγχώρα με άρχοντα... μια ... μια ερώτηση να κάνω... Τ...τί είναι στόχοι;
- Χα.. Χα..Χα χασκογέλασε ο σκοτεινός άρχοντας κι η ανάσα του πάγωσε το τσουρουφλισμένο σώμα του μικρού σύννεφου...
- Στόχοι μικρό μου, είναι ψυχές. Εκείνες που είναι ταγμένες στην ελευθερία και στο φως... Στόχοι είναι παιδιά που αξιώνουν τη ζωή... Στόχοι είναι σκέψεις επαναστάτριες που αντιστέκονται... Στόχοι είναι όλοι εκείνοι που πιστεύουν κι αγαπούν.
- Αρκετά όμως, πες μου κατά που πήγε ο σιδερένιος άγγελος, πρέπει τις ψυχές που θα μακελέψει να βιαστώ να συνάξω...
Το συννεφάκι σκέφτηκε μια στιγμή... Τότε, μια αχτίδα από φως μπήκε εκείνη τη στιγμή στο άμαθο κι αγνό μυαλουδάκι του. Είδε...
Είδε μες στο μυαλό του το διάβα του σιδερένιου άγγελο...Είδε κόκκινο πολύ, φλόγες, κόκκινο... Είδε ουρλιαχτά και φόβο..., είδε ταπείνωση, είδε και φοβήθηκε, είδε και θύμωσε.
Άλλη μια αχτίδα σκέψης το διαπέρασε. Να βοηθήσω...Ένιωσε το κορμί του να γεμίζει ρεύμα... Ο φόβος του κι η μοναξιά του άδειασαν κι έμειναν στη γωνιά λίγο σαστισμένα που δεν είχαν πια καμμιά ψυχή να τυραννούν.
Χωρίς να τρέμει πια, έχοντας φως και ρεύμα, τόνο και πνεύμα, έδειξε με μια μικρή λάμψη το δρόμο στον σκοτεινό άρχοντα.. «Καλή σοδειά Κύριε» είπε, « Θα σου δείξω εγώ» σκέφτηκε...
Και καθώς ο άρχοντας βιαστικός απομακρυνόταν σέρνοντας τ΄ άρματα και τη βρωμερή του ανάσα, το συννεφάκι ένιωσε να γεμίζει.
Το φως το γέμιζε. Οι στάλες συνωστίζονταν στο σώμα του. Το χρώμα του άσπρο λαμπρό, γκρίζο θυμωμένο, έπλεκε τις στάλες με συνοχή, με δύναμη. Το συννεφάκι μεγάλωνε, γινόταν συννεφιά. Άρχισε να μοιάζει στη μάνα του τη μπόρα. Μέσα του ένιωθε την κληρονομιά του πατέρα του του κεραυνού, να βλασταίνει, να θεριεύει...
Αντάριασε νοιώθοντας τούτη τη δύναμη που ξυπνούσε μέσα του βγαλμένη από το φως και βγήκε από τη γωνίτσα που δεν το χωρούσε πια.
Προχώρησε λίγο διστακτικά στην αρχή... γνωρίζοντας την καινούργια του φύση. Την ένιωσε, την καλωσόρισε... Και τότε... οι στόχοι...
Οι στόχοι το στοίχειωσαν, το θύμωσαν, το έβαψαν γκρίζο βαθύ δυνατό θυμωμένο. Ένας μικρός κεραυνός του ξέφυγε με ένα μουγκρητό, και πήγε να κάνει παρέα σε μια σκέψη. Τον σιδερένιο άγγελο να σταματήσω. Όχι παιδιά, όχι ψυχές, όχι σκέψεις αγνές... Πρέπει να βιαστώ, να προλάβω, το κακό να σταματήσω.
Άπλωσε το κορμί του θεριεμένο πια, κι ένας αλήτης καλόψυχος βοριάς που έψαχνε κι αυτός να διαλύσει την καταχνιά, το πήρε μαζί του... «έλα...δεν θα πολεμήσεις μόνο σου τούτο το κακό. Εγώ είμαι παλιός και ξέρω από αυτά, τα έχω ξαναζήσει. Έλα και θα σε βοηθήσω...
Ξεκίνησε λοιπόν το συννεφάκι παρέα με τον αλήτη το βοριά, και το μυαλό του γεμάτο ερωτήσεις, που γίνονταν μικροί κεραυνοί καθώς προχωρούσαν. Πήραν το κατόπι του σιδερένιου αγγέλου και του άρχοντα του σκοτεινού που διαφέντευε την καταχνιά.
Καθώς διάβαιναν, το συννεφάκι ρωτούσε συνεχώς τον άνεμο τα τι, τα πως, και τα γιατί. Κάθε απάντηση, κάθε μικρή αχτίδα γνώσης που έμπαινε μέσα του το θέριευαν, κι ο άνεμος φυσούσε όλο και πιο δυνατά για να το σπρώχνει, και του ψιθύριζε συνάμα τις απαντήσεις που έψαχνε.
Καθώς προχωρούσαν, ένας άλλος άνεμος μικρούλης, φοβισμένος ξέπνοος, πέρασε δίπλα τους. Η λιγοστή ανάσα του τους έκαψε τα ρουθούνια με την αποφορά της καταχνιάς που κουβαλούσε. Τούς χαιρέτησε θροΐζοντας και βιαστικός κρύφτηκε σε μια μπόρα μήπως και ξεπλυθεί από την βρωμιά.
- «Φτάνουμε...», είπε ο αλήτης ο βοριάς, «ετοιμάσου. Σταμάτα να ρωτάς και ξεδιπλώσου, Έλα κι εγώ σε βοηθάω». Έτσι είπε και φύσηξε δυνατά πολύ το σύννεφο ανακατεύοντάς το.
Το συννεφάκι ρίγησε, αναδιπλώθηκε, μεγάλωσε. Όλη η γνώση που του έδωσε ο βοριάς στο δρόμο, γίνηκε ρεύμα και καθώς πλησίαζε την καταχνιά και τον θάνατο, οι κεραυνοί του πήραν δύναμη απ΄ την αγάπη που φυσούσε μέσα του μαζί με τον βοριά.
Το τεράστιο πια σώμα του, με το βαθύ γκρίζο θυμωμένο χρώμα έκρυψε τη μέρα, σκέπασε τον ήλιο, καθώς αντίκρισε την καταχνιά. Ο σύντροφός του ο βοριάς, θυμωμένος κι αυτός, παρέσυρε τα πάντα με το μανιασμένο φύσημά του.
Το συννεφάκι δεν κρατήθηκε άλλο... Τα κομμάτια του πυκνά, δυναμωμένα, χτυπούσαν το ένα στο άλλο και οι κεραυνοί του πήραν να κυνηγούν τον σιδερένιο άγγελο και τον σκοτεινό άρχοντα.
Αυτό είναι. Μπράβο μικρό, δώσ' τους να καταλάβουν, του φώναξε ο άνεμος και το φύσηξε ακόμη πιο δυνατά.
Την ίδια στιγμή, χοντρές στάλες ξέφυγαν απ΄ το κορμί του και ρίχτηκαν με λαχτάρα και μανία πάνω στην καταχνιά και στη φωτιά για να τις διαλύσουν, να τις εξαφανίσουν από το πρόσωπο του κόσμου.
Όσο έβρεχε και άστραφτε το συννεφάκι, τόσο πιο δυνατό και μεγάλο γινόταν, τόσο πιο πολλές στάλες γεννιόταν μέσα του, καθώς η ομορφιά της ψυχής του έλαμπε και αναδιπλωνόταν.
Να ΄ταν από μεριά η μπόρα και ο κεραυνός, πόσο θα καμάρωναν για το παιδί τους, που πολεμούσε και κατάστρεφε μονάχο του τόσο μεγάλο κακό, και με τόση χάρη!...
Μέρες πολλές πέρασαν και νύχτιές βιαστικές, δεν ξέρω πόσες να σας πω... Το συννεφάκι κι ο βοριάς, μαζί, χέρι χέρι, διέλυσαν την καταχνιά, έπνιξαν κι έκαψαν τον σιδερένιο άγγελο και τον θανατερό άρχοντα φοβίσαν κι έδιωξαν.
Κάποτε, όταν πια είχαν σιγουρευτεί ότι το κακό είχε χαθεί από τον κόσμο το γνωστό, καλμάρισαν. Ο άνεμος φύσηξε τρυφερά και παιχνιδιάρικα το συννεφάκι κι εκείνο ησυχάζοντας και χαμογελώντας του, τίναξε τις τελευταίες βαριές στάλες από το κορμί του που έλαμπε από χαρά.
- «Μπράβο μικρό... Μπράβο. Καλά τα κατάφερες. Καλά σε είδα εγώ ότι είσαι άξιο για σπουδαία και μεγάλα έργα. Μπράβο».
Το συννεφάκι τρεμούλιασε μ΄ ευχαρίστηση στο δροσερό άγγιγμα του αέρα και είπε «Σ΄ ευχαριστώ κυρ΄ άνεμε, σ΄ ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου όλο τούτο τον καιρό. Σ΄ ευχαριστώ για όλα. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα κατάφερνα τίποτα.»
Καθώς ευχαριστούσε τον αλήτη το βοριά μια αχτίδα από φως το γαργάλησε χαμογελώντας και του είπε «Αρκετά έπαιξες με τον άνεμο μικρό... Έλα μαζί μου τώρα στο δρόμο του άρχοντά μου του Ήλιου, να γνωρίσεις και τις ομορφιές αυτού του κόσμου. Τώρα που κατάφερες και έδιωξες την καταχνιά, μπορείς να δεις τα πάντα φωτεινά όπως η φύση τα΄ χει πλασμένα, όμορφα και καθαρά. Αυτό το ταξίδι σου αξίζει».
Το συννεφάκι χαμογέλασε ταπεινά, βάφτηκε ρόδινο από την ηλιαχτίδα και κοίταξε προς τον βοριά. «Άντε μικρό, τι κάθεσαι; Φύγε, στο κατόπι του Ήλιου μόνο θαύματα θα συναντήσεις. Μη νοιάζεσαι για μένα, θα ξεκουραστώ για λίγο και πάλι θα σε συναντήσω σε κάποια γωνιά του ουρανού. Πήγαινε λοιπόν τι περιμένεις ; ΄Αν αργήσεις, το μονοπάτι της ηλιαχτίδας θα χαθεί στη δύση και θ΄ απομείνεις πάλι μόνο σου.
Το συννεφάκι χαιρέτησε με μια μικρή υπόκλιση τον άνεμο κι έτσι μικρούλι που ήταν και πάλι, σκαρφάλωσε στη ράχη της ηλιαχτίδας που το περίμενε βιαστική. Ένα βρόχινο δάκρυ χαράς μαζί με ένα ζεστό χαμόγελο αποχαιρετισμού αγκάλιασαν τον άνεμο καθώς το συννεφάκι και η ηλιαχτίδα ξεμάκρυναν και έστριψαν σε μια γωνιά του ουρανού, κινώντας να γνωρίσουν τις ομορφιές και τα θαύματα του κόσμου που περίμεναν στο δρόμο του Ήλιου.


1/8/09

Πρόσω ολοταχώς...



Ξεκάθαρο μυαλό. Και λογική αν θες... Μην φοβηθείς το ταξίδι. Μπες μέσα στα γαλανά νερά του με πάθος κι είναι αυτό που θα σε ζωντανέψει. Θες δε θες. Θα σε κάνει να ξεφύγεις από το μοιραίο λάθος. Aυτό που σε κρατά πίσω. Που σου κλειδώνει τα συναισθήματα και την καρδιά. Άνοιξε τα φινιστρίνια της ψυχής διάπλατα και άρχισε να ζεις ξανά τα όνειρα σου...



* Η φωτογραφία από τον Έρωτα Στοχαστή

Αύγουστος ο Πενταφάς



Ξεκίνησα τη μέρα μου σε μια υπέροχη μισοάδεια πόλη. Με κάποια από τα «Ρω του Έρωτα» στο ραδιόφωνο να με ταξιδεύουν σε γαλάζιες αναμνήσεις. Ακαταμάχητοι βασιλικοί στον κήπο να μου σπάνε τη μύτη. Ξεφυλλίζοντας χασομέρικα τον Τύπο και προσπερνάς τα κακώς κείμενα, στάθηκα στη δροσιά του καλοκαιριού. Μια καταπληκτική φωτογραφία στο «Βήμα» απ' την πυρακτωμένη Γρανάδα, όπου μια νεαρή τουρίστρια σε δημόσια κρήνη δροσίζει τα πόδια της...
Τι θα πει καλοκαίρι; Η εκδίκηση για τον χειμώνα που πέρασε και γι' αυτόν που έρχεται δριμύς. Υπερχρεωμένες ελπίδες, μες στη σκόνη, τους κρότους και τους ιούς του τρόμου. «Στους νέους δεν πρέπει να λες ψέματα αλλά να τους εμπνέεις» σημειώνει ο Κώστας Μίσσας, ο ομοσπονδιακός προπονητής μας στο μπάσκετ. Για μια νέα γενιά εθισμένη στον ηλεκτρονικό τρόπο επικοινωνίας μιλά ο ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός και διευκρινίζει: «Τα χειρόγραφα έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Εκεί μπορεί να ανιχνευθεί η οργή, ο θυμός, η βιασύνη. Είναι αντικείμενα, μπορείς να τα βάλεις στην τσέπη της καρδιας σου».
Θυμίζει εκείνο το παλιό μαγικό σημείωμα του Μάνου Ελευθερίου για την περιπέτεια με το μολύβι. «Μ' αρέσει η μυρωδιά του. Το ελικοειδές άνθος που βγάζει η ξύστρα. Το χρατς χρατς πάνω στο χαρτί, αν είναι σκληρό το μολύβι, η γομολάστιχα για να σβήνει τα λάθη. Μόνο τα λάθη της ζωής μας δεν σβήνει και τις αθλιότητες που μας κυνηγούν».
Πάνω από είκοσι πέντε χρόνια, με τόσα πακέτα, δρόμους δεν αποκτήσαμε. Στις εθνικές οδούς τώρα θυμήθηκαν να ολοκληρώσουν τα έργα συντήρησης.
Πονοκέφαλος το μποτιλιάρισμα της εξόδου. Με πλοίο σάλπαραν για την Πάρο των διακοπών τους η Φωτεινή και ο Κωνσταντίνος.
Έτοιμοι όλοι να υποκλιθούμε την αυτοκρατορική έλευση του Αύγουστου Θεού. Για ν' αποκαλύψουμε «το μυστικό του ξερού φρύγανου μέσα από το ρυάκι των ψαλμών...».