5/9/09

Η ”ξενιτιά” με πιάνει……






















Η ζωή κάθε φοιτητή έχει και αυτή τις δυσκολίες της. Η ζωή του Ζακυνθινού φοιτητή έχει κάποιες παραπάνω απ’ τις συνηθισμένες δυσκολίες, γιατί…φεύγει από το Τζάντε.

Τρίτη λυκείου. Τι άγχος κι αυτό. Διαβάζεις, διαβάζεις, διαβάζεις. Εντάξει, όχι και τόσο πολύ, με στόχο να περάσεις. Να αποκτήσεις αυτή την περιβόητη ιδιότητα του φοιτητή. Θέλεις λένε (κι γώ το λεγα), να φύγεις από το σπίτι, να γνωρίσεις άλλο κόσμο, άλλα μέρη. Ναι, ναι, να βλέπεις το Τζάντε κάθε Πάσχα και Λαμπρή και άντε και τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες και έχει και τουρίστες και τουρίστριες.

Ωραία μέχρι εδώ. Άντε και βγαίνουν τα αποτελέσματα και πέρασες. Βασικά, συγχαρητήρια. Τι χαρά! Θα φύγει το παιδί! Πάει να γίνει άνθρωπος, λέει το σόι. Να βγει από τη Ζάκυνθο να πάει σε καμία μεγάλη πολιτεία. Λες και θα πάει ο κανακάρης ή η θυγατέρα στο New York. Όχι ότι διαφέρει και πολύ το Τζάντε από το New York. Όλα τα έχουμε, μόνο το άγαλμα της ελευθερίας μας λείπει και αν θέλαμε θα το είχαμε κιόλας. Ένα mail να στέλναμε και θα μας το δώριζαν επειδή είμαστε το νησί…του φωτός (και της νυχτός. Βλέπε Λαγανά). Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη εντύπωση που προκαλεί ο ενθουσιασμός για την αποχώρηση από το νησί. Έπεται συνέχεια όμως…


Φτάνει η μέρα της αποχώρησης. Αχάραγο, όλο το σόι στο λιμάνι να χαιρετήσει τον «φοιτητή», τον επιστήμονα του μέλλοντος που φεύγει με το πρώτο παπόρο. Να ανάψουνε και πέντε λαμπάδες ίσα με το μπόι του στον Άγιο για να πάνε οι σπουδές καλά και…να γυρίσει με πτυχίο. Αμήν!

Και να λοιπόν που φτάνει ο Ζακυνθινός φοιτητής στην πόλη φοίτησης. Άντε να δούμε τι είναι αυτοί οι άλλοι κόσμοι που φαγώθηκε. Περνάνε οι πρώτες δυο – τρεις μέρες και όλα είναι ανθηρά. Τηλέφωνο στο σπίτι στη Ζάκυνθο: « Ουου, άσε, άσε μαμά, καμία σχέση εδώ με τη Ζάκυνθο. Δέκα χρόνια μπροστά. Ούτε στο εξωτερικό να πήγαινα.» Περνάνε οι πρώτες δυο – τρεις βδομάδες. Τηλέφωνο στο σπίτι στη Ζάκυνθο: «Ε, εντάξει ρε μαμά, και εδώ όπως εκεί είναι. Μη σου πω ότι είναι και χειρότερα. Ναι, ναι, χειρότερα.»

Βέβαια! Γιατί άμα φύγεις από νησί και πας σε νησί, κάπως σώζεται η κατάσταση. Άμα φύγεις όμως από νησί και πας σε «άβρεχτο» μέρος, τα πράγματα είναι αλλιώς. Ξυπνάς το πρωί και αντί να ανοίξεις το παρεθύρι και να δεις το πέλαγος, ανοίγεις το παράθυρο και βλέπεις την απλώστρα του απέναντι. Αντί να μυρίσεις το γιασεμί της γιαγιάς μυρίζεις το…τίποτα. Οι πόλεις δεν έχουν μυρωδιές. Και θα μου πείτε ότι εσύ είσαι από χωριό και τα λες αυτά. Μα και από τη χώρα να ήμουν, πάλι θα τα έλεγα, γιατί και πάλι δεν είναι το ίδιο. Όπως και να το κάνουμε, ο αέρας του νησιού είναι αέρας φιόρου. Του Φιόρου του Λεβάντε.

Είναι και άλλα πολλά όμως, που μόλις βρεθείς εκτός νησιού αρχίζεις να τα αναζητάς. Για παράδειγμα, σκεφτείτε τι κάνετε πριν φτάσετε στα φανάρια του Αγίου. Το χέρι πάει μοναχό του αυτόματα και αρχίζει το σταυροκόπι και από μέσα σου χαιρετάς τον Άγιο με ευλάβεια. Εδώ, περνάς από εκκλησιά (αραιά και που), φτάνει το σήμα της εικόνας στον εγκέφαλό σου και στη συνέχεια δίνεται η εντολή να κάνεις το σταυρό σου χωρίς όμως να μπορείς να αναφερθείς με οικειότητα στον αντίστοιχο Άγιο που σου διαφεύγει το όνομά του εκείνη τη στιγμή.

Ακόμα κάτι που αναπολεί ο ξενιτεμένος Ζακυνθινός φοιτητής είναι οι χαιρετούρες με τους πάντες. Τι εννοώ: Κατεβαίνεις στη Χώρα και από τσου Αγίους Σαράντα μέχρι την πλατεία Σολωμού συναντάς το μισό σόι (το μισό σόι είναι ένας σεβαστός αριθμός συγγενών γιατί ως γνωστόν οι Ζακυθινοί έχουν συγγενείς από το Κερί μέχρι τσι Βολίμες), τα δυο τρίτα γνωστών και σίγουρα όλους τους συμμαθητές σου. Βέβαια είναι και ’κείνοι που συναντιούνται και δεν μιλιούνται, όχι επειδή δεν γνωρίζονται, αλλά για προσωπικούς λόγους (π.χ. κόντρες για το ποιανού είναι οι 10 πόντοι τση μπασίας). Άμα τύχει και συναντήσεις και κανέναν που δεν τον ξέρεις (άντε να είναι δυο – τρεις maximum), μη στεναχωρηθείς. Να είσαι σίγουρος ότι θα τους μάθεις άμεσα από κοινούς γνωστούς. Ναι, οφείλω να παραδεχτώ ότι και από κουτσομπολιό, εμ, κοινωνικό ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο ήθελα να πω, δεν πάμε πίσω. Εδώ, αντιθέτως, κατεβαίνεις στην πλατεία και είσαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Άντε στην καλύτερη περίπτωση να ξέρεις το μανάβη και τον κουλουρά. Ναι, εδώ αντί για φιτούρα με μπόλικη κανέλλα και ζάχαρη έχουνε στεγνά κουλούρια με σουσάμι. Προφανώς ουδεμία γευστική σχέση.

Άλλο ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, εμείς οι ξενιτεμένοι, είναι το ζακυνθινό ιδίωμα και ο τραγουδιστός ρυθμός της δυνατής εντάσεως ομιλίας μας. Αυτή η ευχάριστη εναλλαγή του «τ» και του «σ» στα περισσότερα άρθρα, εδώ τσου ακούγεται παράξενη. Επίσης μιλάς στο αμφιθέατρο σε κανονική (για τα ζακυνθινά δεδομένα) ένταση φωνής και σου ψιθυρίζει ο διπλανός ότι ο καθηγητής δεν είναι κουφός και συνεπώς δεν χρειάζεται να φωνάζεις. Και φυσικά, δεν το συζητώ, ότι άμα πας στη λέσχη και ζητήσεις μάπα βραστή θα τρέξει η μαγείρισσα σε κινέζικο συνταγολόγιο προκειμένου να βρει τι είναι αυτό το «μάπα» που το θες και βραστό.

Αυτές λοιπόν είναι οι καθημερινές δυσκολίες που συναντά ο Ζακυνθινός φοιτητής που βρίσκεται στην ξενιτιά και περιμένει πως και πως να φτάσει του Χριστού, να πάει στο Τζάντε, να φάει μαντολάτο κι ας μην είναι η εποχή του. Να κατέβει στο λιμάνι, να κάμει το σταυρό του στον Άγιο, να ακούσει τα κάλαντα σε άπταιστα ζακυθινά και μόλις περάσουν οι γιορτές να αποχωρήσει. Και μόλις φτάσει στο φοιτητικό σπίτι (και δει την απλώστρα του απέναντι) να καμαρώσει που είναι Ζακυνθινός και να επανεκτιμήσει το Φιόρο του Λεβάντε.

Ζακυ(ν)θινές καλημέρες από την Κοζάνη.


Aπό το περιοδικό Libro

Δεν υπάρχουν σχόλια: