31/12/09

Με το βλέμμα στο αύριο...


George: Μ’ αγαπάτε λοιπόν.
Marguerite: Απλώς, ανησυχούσα για σας.
George: Σωστά, μπορούμε να ανησυχούμε χωρίς να αγαπάμε.
Marguerite: Ναι, γιατί όχι;
George: Μπορούμε όμως να αγαπάμε χωρίς να ανησυχούμε…;

Απόσπασμα από την ταινία τα «Αγριόχορτα», βασισμένη στο βιβλίο του Christian Gailly, «L’incident»

30/12/09

το πνεύμα των Χριστουγέννων.



Έγινα μάρτυρας μιας συζήτησης προχτές μεταξύ θείας και ανηψιού, όταν εκείνη χωρίς περιστροφές ρώτησε τον ανηψιό της τι δώρο θέλει για την Πρωτοχρονιά. Την παράτησε σύξυλη ... άνοιξε το κινητό του ... εμφάνισε μία λίστα και με ύφος μπλαζέ της είπε... «Στάσου να δω τι σου χω χρεώσει... Λοιπόν, θα μου πάρεις καραόκε. ». Της εξήγησε αναλυτικά ποιο ακριβώς ήθελε, ποιας μάρκας και που θα το βρει. Της το έδειξε μάλιστα και στην οθόνη. Στην αρχή χαμογέλασα με όλα αυτά αλλά μετά βάλθηκα να σκέφτομαι πόσο χαμηλά ξέπεσε το έρμο το πνεύμα των Χριστουγέννων. Ως παιδί λάτρευα να του παραδίνομαι. Ήταν οι εποχές που τα λίγα μας έκαναν ... πλούσιους. Πλουσιότερους από τα πολλά της σήμερον, που μας φτωχαίνουν. Θυμάμαι ένα μετρίου αναστήματος, μαδημένο, κιτς δεντράκι απομίμηση αληθινού, που βγαινε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες από το πατάρι της γιαγιάς. Στηνόταν αναγκαστικά στο παράθυρο, πρώτο τραπέζι πίστα, και φορτωνόταν με γυάλινες λάμπες, που όλο και λιγόστευαν από τα ατυχήματα και τις αδεξιότητες. Τριγύρω του απλωνόταν μία σειρά από φώτα που δεν έπαιζαν μουσικές και κάλαντα αλλά το ομόρφαιναν με το φως τους. Τότε, βλέπεις, τα φωτάκια ήταν... φωτάκια. Τα δέντρα ήταν δέντρα και δεκάρα δεν έδινα ως πιτσιρίκα για το πως κληρονομήσαμε το έθιμο. Ούτε τυραννιόμουν με διλήμματα του στυλ "δέντρο ή καράβι". Με τον δε Άγιο Βασίλη τα είχα ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Του έγραφα στην αρχή και με... έγραφε. Μέχρι που βαρέθηκα να του γράφω και τον έγραψα κι εγώ. Κάτι γιρλάντες από ψεύτικο γκι, ατάκτως ερρημένες ολούθε και το σκηνικό ήταν έτοιμο. Και για να μην βαυκαλιζόμαστε, δεν με πολυένοιαζε ο διάκοσμος. Αντίθετα, ο ενθουσιασμός μου είχε να κάνει με την ξεγνοιασιά των ημερών, το χιόνι, την αγάπη που με πλημμύριζε και το χουχούλιασμα στη ζεστασιά του σπιτιού. Η γειτονιά μου δεν φωτιζόταν με λαμπιόνια στα δέντρα της, ούτε σωλήνες από νέον "έγραφαν" το περίγραμμα των σπιτιών. Μόνο το χιόνι θυμάμαι εκεί τριγύρω στα Χριστούγεννα. Πολύ χιόνι και κρύο. Θυμάμαι έντονα τις ζεστές παλτουδιές και τα πλεκτά σκουφάκια που επιστρατεύαμε για να τρέχουμε και να παίζουμε στους δρόμους της. Μία πανευτυχής και ξέγνοιαστη πιτσιρικαρία, που δεν κρύωνε εύκολα, δεν κολλούσε μικρόβια κι ας έτρωγε ... χώμα με το κουτάλι και δεν μαζευόταν με τίποτα. Οι δρόμοι άλλωστε, τω καιρώ εκείνω, ήταν μία ασφαλής υπόθεση. Οι υπολογιστές, το ίντερνετ και οι ... ηλεκτρονικές λίστες δώρων ήταν ακόμη σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Και καθώς πλησίαζαν οι γιορτές και οι μεγάλοι αγωνιούσαν να μας σκηνοθετήσουν την ατμόσφαιρα, άρχιζαν οι πλάγιες ερωτήσεις για το "τι επιθυμείς να σου φέρει ο Άι Βασίλης". Κι εμείς, επειδή είμασταν προ πολλού υποψιασμένοι με το ραχάτι του Αγίου ζητούσαμε το κάτιτίς μας, το συμβολικό. Ένα βιβλίο, μία κούκλα, μία μπάλα, ένα αυτοκινητάκι. Και εκείνα τα μπιχλιμπίδια δεν είχαν ποτέ σαφή εικόνα στο μυαλό μας. Ξέραμε μόνο ότι θα τα βρούμε αμπαλαρισμένα κάτω από το δέντρο. Κι έπειτα ήταν και το χαρτζιλίκι από τα κάλαντα. Που να μας κρατήσεις μέσα την παραμονή; Ξεχυνόμασταν αξημέρωτα στις γειτονιές. Να χτυπάμε πόρτες και κουδούνια, να ταλαιπωρούμε μονότονα τα τρίγωνα και να νοιαζόμαστε μόνο για τον ... οβολό. Γιατί πάντα υπήρχε σχέδιο. Ξέραμε ακριβώς πόσα έπρεπε να μαζέψουμε για να πάρουμε και εμείς τα δώρα για τους δικούς μας. Κι οι μυρωδιές μας ακολουθούσαν παντού. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Ή δίπλες και ξεροτήγανα. Κι οι στράτες μοσχοβόλαγαν. Η ζάχαρη από τους κουραμπιέδες, μας .. άχνιζε τα ρούχα και τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν. Χριστούγεννα ... Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου. Για βγείτε ,δείτε ,μάθετε που ο Χριστός γεννάται. Γεννιέται κι ανασταίνεται στο μέλι και στο γάλα , Τα μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες Και το μελισσόχορτο το λούζοντ' οι κυράδες Κυρά ψηλή ,κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα Κυρά μου όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη Και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δακτυλίδι Στο σπίτι ετούτο πού 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι Κι ήταν η μόνη χειμωνιάτικη μέρα του χρόνου που κανείς μας δεν ένοιωθε κρύο. Έκτοτε, σκέφτομαι συχνά τέτοιες μέρες, εκείνο το πετυχημένο σλόγκαν μίας παλιάς χριστουγεννιάτικης διαφήμισης, που έλεγε ότι ... μεγαλώσαμε κι οι επιθυμίες μας έγιναν... ανάγκες.

Πηγή: ΚΛΙΚ

28/12/09

Είμαι καλά...



Είμαι καλά, Μητερούλα... αυγή μου... Σπεύδω να καλοπιάσω το φόβο σου. Είμαι καλά. Κάθομαι κάτω απ' τον ίσκιο της λύπης μου, κι αφήνω την πένα μου να κλάψει... Μάνα... Τρεμούλα των χεριών.... Χιόνια που ξεφεύγετε απ' τη μπόλια... Στεναγμέ που μετράς το μισεμό μου... Είμαι καλά.

Πρώτον Σεβαστή μου...
Πρώτον έρχομαι να ρωτήσω... μα δε ρωτώ.
Εδώ δεν ρωτούν. Εδώ όλοι είναι καλά...
Κι ας ανεμίζουν οι κρεμάλες από πάνω τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα...
Ολοι είναι καλά.
Πρώτον Μητερούλα υγείαν έχω
και το στήθος μου φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό
κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα του στα πλευρά μου.
Πρώτον Μητερούλα... Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δε θα μάθεις την αλήθεια.
Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά την θάλασσα.
Η αλήθεια μανούλα είναι βόλι. Και δεν θα στην πω.
Είμαι καλά.


Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα.
Μα έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συγχώρα με. Συγχώρα με και σήμερα
για τα χίλια <είμαι καλά>.
Τα χίλια ψέματά μου.


Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Εχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαιδεύω σαν περίλυπο πουλί.
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα
Είμαι καλά.


Ξέρω... Αχ Μητερούλα...
Ξέρω, πως σου στέλνω κάθε μέρα,
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω,
πως τη χαιδεύεις τούτη την ψευτιά μου...
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς.Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από 'δω...
Είμαι καλά.


Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φώς.
Δεν είναι καν ανάγκη ανάγκη να τη διαβάσεις.
Φτάνει μόνο ναρθεί, ν' ακουστεί στην εξώπορτα...
η φωνή του ταχυδρόμου.
Τότε Μανούλα μπορεί και να μην είμαι καλά.
Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου.
Είμαι καλά.


Είμαι καλά αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμα καλά αφού μπορώ και το ψελίζω.
Είμαι καλά αφού μπορώ κι αραδιάζω στο χαρτί,
τα τσακισμένα τούτα λόγια...
Είμαι καλά.


Αχ, να μπορούσα να'χα έναν ουρανό
γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
Και να τα'χυνα στο διάστημα...
Για να'ρχονται κι όταν εγώ δεν θ' ανασαίνω.
Να'ρχονται και να ραμφίζουνε το τζάμι του σπιτιού μας.
Αυτό που κοιτάζει κατά την θάλασσα.
Και να κελαιδούνε. Να κελαιδούνε σμήνη τις ψευτιές.
Είμαι καλά.


Μανούλα εσύ... Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα.
Εσύ που μιλάς τη γλώσσα των χεριών...
Ακούμπα τα χείλη σου στο χαρτί.
Ετσι όπως εύρισκες, σαν ήμουνα παιδί, τον πυρετό μου..
Και διάβασε στ' άγραφο χαρτί. (Σβήσε το <καλά>).
Και διάβασε απ' την καρδιά μου.


Μάνα... Αχ... Μάνα... Μάνα...
Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου.
Έλυωσε σήμερα κάτω απ' το λιθάρι.
Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου.
Βέλαξε κάτω απ' το μαχαίρι.
Μα εσύ, γέλα ακριβή μου. Γέλα...
Πες πως ξύπνησες απ' όνειρο κακό.
Και γέλα να το διώξεις.
Γέλα. Κι εγώ - ησύχασε μανούλα -
<Είμαι καλά>.


Σήμερα μου χύσανε το φως μου. Είμαι καλά.
Ειμαι καλά. Χτες κάψανε τα νύχια μου.
Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά.
Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Αύριο θα με σταυρώσουν.
Είμαι καλά. Είμαι καλά. Είμαι καλά... Είμαι καλά...


Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι' αυτό, το σκάβω, το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ' αυτό τον ανεμοδαρμένο γκρεμνό...
Σ' αυτό το τρελό Νεκροταφείο,
πως όλοι οι νεκροί του...


ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!!!


Μενέλαος Λουντέμης

ΥΓ. Κι εσύ πατερούλη μου αγαπημένε, είσαι καλά εκεί ψηλά στα γαλάζια σύννεφα. Δε χρειάζεται πια να γράφεις γράμματα. Ούτε να ταιριάζεις τις λέξεις και να φοβάσαι μη γίνουν βόλι και σκοτώσουν. Μπορείς πια να κρατάς το χέρι της μητέρας σου και να χαμογελάτε κι οι δυο...



26/12/09

Ατενίζοντας τον μακρινό ορίζοντα...



Η αλήθεια του λευκού...

Όταν απομακρύνεται ο δρόμος, στενεύει στο βάθος και οι φιγούρες γίνονται μακρινές. Το λευκό χαλί αποκαλύπτει τα ίχνη που έκρυβε το τσιμέντο.

Η αλήθεια του χιονιού είναι οι πατημασιές των περαστικών, γλυπτά σμιλεμένα με βιασύνη και καθημερινά μονολογήματα.

Βήματα παραμιλητά, του αληθινού. Το λευκό αποκρυπτογραφεί το τίποτα, απογυμνώνει τη σκόνη.

Η θεία διαφορετική μορφή του υγρού! Τα δέντρα στο πλάι ενταγμένα στη στιγμιαία απεικόνιση του τοπίου, στοι χισμένα με αρμονία, προστατεύουν την υπεροχή του πολυφανούς.

Και δυο πλάτες γυρισμένες στο τέλος του ορίζοντα αφήνουν την αρχή και χάνονται χωρίς έκφραση, εκεί που τελειώνει το έκδηλο.

Στο λευκό χαλί, στον έρημο δρόμο του βραχύλεκτου, όταν πέφτει το χιόνι, όταν το τσιμέντο ντύνεται, δραπετεύει η επίκρυφη ματιά της γραμμής. Στην ανείπωτη απουσία του χρώματος, το χαμογελαστό και το πένθιμο αποκαλύπτουν τη σιωπή!

Μυογράφημα...

Πρόλογος ίδιος, επίλογος να ακολουθεί το καθιερωμένο.

Με το «μια φορά», και ένα «ζήσαν αυτοί καλά», να φεύγει ο δράκος, να χαμογελά η πριγκιποπούλα, να φανερώνεται το άσπρο άλογο, να μεταμορφώνεται ο βάτραχος σε ένα όμορφο παλληκάρι, να μιλούν οι ζωγραφιές, να τραγουδούν τα σύννεφα.

Τα παραμύθια τα έφτιαχναν άν θρωποι που μπορούσαν να ονειρεύονται, να αγαπούν, να γελούν και να κλαίνε. Αναστεναγμός του απόκρυφου η ουσία του παραμυθιού.

Σκυφτή η γιαγιά με το σφιχτο δεμένο μαντίλι, με τις βελόνες στο χέρι, το κουβάρι με την κλωστή να κυλιέται, μια γάτα να μπερδεύεται στην ανάμνηση. Ένας μπόμπιρας σε μια γωνιά να ανακατεύει κάποια ξερόκλαδα παιχνίδια, μια μάνα να πλένει στη σκάφη, ένας πατέρας σκέψη μοναχά, σε ένα χωράφι γεμάτο από φτώχεια και ένα θολωμένο τζάμι με ένα ξεροβόρι άγριο, να κάνει το απόβραδο μια σκοτεινιά απερίγραπτη.

Και τότε, όταν τα ξερόκλαδα δεν κατάφερναν να ξεπεράσουν τη φαντασία κι όταν το μονότονο άρχιζε να θεριεύει, οι ποιητές των τζακιών, οι μεγάλες γιαγιάδες, έπλεκαν το όνειρο μαζί με την κόκκινη κλωστή. Κι ανοίγαν τα στόματα και νάσου οι λέξεις αυτοκρατόρισσες, να κάνουν το μυαλό να γυρνοβολά σε κάστρα και ποτάμια, σε λιβάδια, λίμνες και παλάτια.

Και να, περνά ο χρόνος, αποσβολωμένος, κομμάτια από μπροστά σου, και θυμάσαι τις ίδιες λέξεις και νοσταλγείς εκείνα τα Χριστούγεννα πίσω απ’ το θολωμένο τζάμι με τις μεγάλες λέξεις και τις αξέχαστες εικόνες.

Με τα μάτια όμως στο μέλλον...

Έγραψε ο Λοξός


25/12/09

Οι σκιές της απουσίας...


Η Μοναξιά των Χριστουγέννων κάνει κάθε χριστούγεννα την επισκέψη της σε όλα τα σπίτια. Δεν την βλέπουν όμως όλοι αλλά μόνο εκείνοι που πραγματικά την χρειάζονται, όπως η Μαρίνα... Κάθε χρόνο, κάθε Χριστούγεννα η Μοναξιά των Χριστουγέννων δεν παραλείπει την καθιερωμένη της επίσκεψη στα σπίτια όλου του κόσμου. Αφού προσγειωθεί στο μπαλκόνι των σπιτιών, προσπαθεί να διακρίνει μέσα από τα τζάμια των παραθύρων. Δεν τη νοιάζει μήπως την δουν και έτσι δεν είναι καθόλου διακριτική. Κι αυτό γιατί πολλές φορές δεν την παίρνουν καν είδηση. Προχθές ξεροστάλιαζε με τις ώρες στο μπαλκόνι ενός πολύβοου, ασφυκτικά γεμάτου σπιτιού στην επαρχία. Καθόταν στην ξύλινη βεράντα και παρατηρούσε. Δυο οικογένειες δειπνούσαν γύρω από ένα τεράστιο ορθογώνιο τραπέζι, πιτσιρίκια έτρεχαν εδώ κι εκεί σαν δαιμονισμένα με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και δυο σκυλάκια κοιμόντουσαν τρισευτυχισμένα δίπλα στο μεγάλο τζάκι. Κανείς δεν την είδε που στεκόταν απόκοσμη και παγερή στο παράθυρο, κανένας δεν της άνοιξε να μπει. Όπως και εκείνο το ζευγαράκι δυο νέων των οποίων το σπίτι επισκέφτηκε μετά από λίγο. Χουχούλιαζαν αγκαλιασμένοι στον καναπέ πίνοντας κόκκινο κρασί. Στο πάτωμα ήταν αραδιασμένα άλμπουμ γεμάτα φωτογραφίες και ετικέτες. "Αύγουστος 2007", έγραψε εκείνη με καλλιγραφικά, κοριτσίστικα γράμματα και κόλλησε την ετικέτα σε ένα μεγάλο κίτρινο άλμπουμ γεμάτο γαλάζιες εικόνες. Ο νεαρός γλύστρισε τεμπέλικα από τον καναπέ στις μαξιλάρες και ξεδιάλεξε μια φωτογραφία από το σωρό. Η κοπέλα πλησίασε κι αυτή και έγειρε πάνω του κοιτώντας τα δυο χαρούμενα ηλιοκαμμένα πρόσωπα. Η Μοναξιά τους άφησε εκεί χαμένους στον κόσμο της αναπόλησης και πέταξε μακριά απογοητευμένη. Ήταν γύρω στη μια τα μεσάνυχτα στην πόλη. Η Μοναξιά των Χριστουγέννων κολυμπούσε αργά μέσα στον σκοτεινό παγωμένο ουρανό, γλιστρώντας απαλά ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τα φωτάκια που αναβόσβηναν παντού. Από ψηλά της τράβηξε την προσοχή ένα σπίτι που έχασκε σαν μαύρη τρύπα μέσα στον ορυμαγδό των φωταψιών. Αν το κοιτούσες από μακριά θα έλεγες πως σε αυτό το σκοτεινό σημείο δεν υπάρχει καν σπίτι και πως τα υπόλοιπα παραδίπλα αιωρούνται. Προσγειώθηκε απαλά στην κρύα πέτρα του μπαλκονιού με τον μαύρο καταρράκτη των μαλλιών της να κυματίζει μέχρι που ξάπλωσε στους ώμους και την πλάτη της. Ήταν τόσο μαύρα που καθώς το φως έπεφτε πάνω τους σχημάτιζε γαλάζιες λάμψεις. Το πάνλευκο δέρμα της έφεγγε σχεδόν στο σκοτάδι δημιουργώντας μια ασημί πάχνη. Πλησίασε αιωρούμενη το παράθυρο και ακούμπησε με τα κρυστάλλινα παγωμένα δάχτυλά της το τζάμι. Η Μαρίνα, φορώντας μια παντελόνα και ένα t-shirt, καθόταν βυθισμένη στον καναπέ έχοντας γύρει πίσω το κεφάλι με τα μάτια κλειστά. Στο ένα γόνατο ισσοροπούσε ένα παραγεμισμένο τασάκι και στο χέρι της εσφιγγε με μια αδιόρατη τρυφερότητα ένα μισοτελειωμένο ποτήρι κρασί. "...Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς στα πιο μεγάλα θέλω κάνουν πίσω.." έπαιζε το ράδιο. Αναστέναξε βαριά και ανασηκώθηκε με κόπο. Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της που σιγόκαιγε και το βλέμμα της έπεσε στο βιβλίο που ήταν χωμένο στα μαξιλάρια του καναπέ. Το άρπαξε και ξεφύλισσε τις σελίδες του. "Α. Π. Καλοκαίρι 1983". Έμεινε εκεί ένα λεπτό ακίνητη καρφωμένη στη σελίδα."Α. Π." . Έκλεισε απότομα το βιβλίο. Σκέφτηκε αστραπιαία να σκίσει τη σελίδα και να την πετάξει στη φωτιά. "Αι γαμήσου!", φώναξε και εκσφενδόνισε το βιβλίο με μανία. Το βιβλίο έπεσε πάνω στο μικροσκοπικό, πενιχρό δεντράκι που στεκόταν πάνω στο τραπέζι και το έριξε κάτω. Οι μπαλίτσες και τα φωτάκια σωριάστηκαν πάνω στο χαλί ξεψυχισμένα. "ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!", ευχήθηκε ο κύριος του ραδιοφώνου. "Αι γαμήσου και συ!" φώναξε και κατευθύνθηκε αβέβαια προς το ραδιόφωνο δίπλα στο παράθυρο. Σκόνταψε στην ανασηκωμένη άκρη του χαλιού και σωριάστηκε βαριά στο πάτωμα πάνω στα λαμπάκια. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σηκωθεί, παρά έκατσε εκεί κοιτώντας τα να τρεμοπαίζουν. Μέσα στο λαμπύρισμά τους νόμιζε πως έβλεπε πάλι το όνομα του. Μην μπορώντας να αντέξει τον πόνο ανασήκωσε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Και τότε την είδε. Γαλάζια και ψυχρή σαν το κρύο όλου του κόσμου. Να την κοιτάει με τα μεγάλα κατάμαυρα σαν άβυσσο μάτια της, χωρίς ούτε το παραμικρό τρεμοπαίξιμο των βλεφάρων. Έμεινε και αυτή εκεί ακίνητη για λίγα λεπτά κοιτάζωντας την. Σαν κάποιος να ρουφούσε όλη τη δυστυχία από μέσα της, άρχισε να ηρεμεί και να αναπνέει πιο αργά και βαθιά. Άπλωσε το χέρι και άνοιξε το τζάμι. Εκείνη γλύστρισε μέσα αθόρυβα και γονάτισε στο χαλί μαζί της. Κοιτάζονταν έτσι για αρκετή ώρα. Ύστερα άνοιξε τα χέρια της και την αγκάλιασε σαν μωρό. "Νόμιζα πως δεν θα μου άνοιγες ποτέ" της ψιθύρισε. "Πως είναι δυνατόν, αφού σε περίμενα." της απάντησε. Κουλουριάστηκε στις πτυχώσεις του άσπρου φορέματος της και σκεπάστηκε με τα κατάμαυρα μαλλιά της. Το ψύχος άρχισε να την τυλίγει γλυκά και να παγώνει κάθε γωνιά της ψυχής της. Το ψύχος που απαλύνει τον πόνο, τον αβάσταχτο πόνο και τις πληγές τις καρδιάς. Και τότε ξέσπασε. Το τεράστιο μαύρο μπαλόνι που φούσκωνε και φούσκωνε μέσα της τόσο καιρό απειλώντας να την πνίξει, έσκασε. Και από μέσα ξεχύθηκαν σκούρα μπλε, βαριά δάκρυα σαν τα μαλλιά της Μοναξιάς, ξεχύθηκαν παράπονα και Γαμώτο και Γιατί και οι καημοί όλου του κόσμου. Βγήκαν και πέταξαν από το ανοιχτό παράθυρο μακριά έξω στη Χριστουγεννιάτικη νύχτα. Κι αφού έκλαψε και ξαλάφρωσε από τα βάσανά της, αγκάλιασε σφιχτά τη Μοναξιά της και μείνανε παρέα εκεί στο πάτωμα μέχρι το πρωί...

24/12/09

Να τα πούμε;


"Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας

Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας,

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη..."

Τα δύο κοριτσάκια που τραγουδούσαν τα κάλαντα έξω από την πόρτα μου, σίγουρα δεν θα ήξεραν τι γίνεται σήμερα γύρω από τη Βηθλεέμ και ίσως να μην το μάθαιναν ποτέ τους. Είχα καθυστερήσει ν' ανοίξω επειδή μιλούσα στο τηλέφωνο με μια φίλη αγαπημένη στη Δανία και ίσα που τα πρόλαβα τη στιγμή που έμπαιναν στο ασανσέρ. Ηταν το ένα πιο όμορφο από το άλλο και τραγουδούσαν το ίδιο γλυκά, χωρίς τρίγωνο, με τα δάχτυλα πλεγμένα μπροστά και χαμογελώντας μεταξύ τους. Κάπου κάπου με το ίδιο αγγελικό χαμόγελο κοιτούσαν κι εμένα κατάματα χωρίς καμιά συστολή και χωρίς να βιάζονται να τελειώσουν. Κράτησα το τηλέφωνο μπροστά τους για ν' ακούει και η φίλη μου από τη μακρινή της χώρα, που τόσο της άρεσαν τα κάλαντα και που πριν από πολλά χρόνια κρατούσε εκείνη αυτό το ακουστικό για ν' ακούνε οι δικοί της εκεί που ζούσαν.



-Κλαις; τη ρώτησα, όταν φύγανε τα κορίτσια και ξανάβαλα το ακουστικό στ' αυτί μου.

-Δεν είναι τίποτε, θα μου περάσει. Θυμήθηκα μόνο τα χρόνια εκείνα...

-Ωραία ήταν... συμφώνησα, προσπαθώντας ν' ακούγομαι χαρούμενος.

-Δεν κλαίω για τότε, κλαίω για τώρα, συνέχισε σιγά. Πώς ήμασταν και πώς γίναμε.

-Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων, συνέχισα κι εγώ με την ίδια ψεύτικη ευθυμία. Να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να γερνάνε και να πεθαίνουν.

Εκτός κι αν σκοτώνεσαι στον πόλεμο. Ακόμα και η μοίρα των ζώων τέτοια είναι... συμπλήρωσα.



-Δεν κλαίω για μένα κι εσένα, γι' άλλα κλαίω. Πώς ήταν η γη και πώς την κάναμε. Πόσο εύκολο ήταν να δίνεις χαρά στους ανθρώπους και να παίρνεις απ' αυτούς. Κι όχι μόνο στους γείτονές σου, αλλά και σε ανθρώπους που ζούσαν σε άλλες χώρες και σε άλλες ηπείρους. Και σήμερα σκοτωνόμαστε, όχι μόνο μ' αυτούς που έρχονται από άλλη χώρα, αλλά και με τους γείτονές μας και με μας τους ίδιους. Εκεί μας κατάντησαν. Προπάντων όμως κλαίω για τα παιδιά, που σε πολλές χώρες η μοίρα τους δεν είναι πια «γεννιέμαι, μεγαλώνω, γερνάω, πεθαίνω», αλλά μόνο «γεννιέμαι, πεθαίνω», «γεννιέμαι, σκοτώνομαι».



Πάψαμε να μιλάμε, σαν να είχαμε μπει κιόλας στα φέρετρά μας και περιμέναμε κάποιον να 'ρθει να μας τα κλείσει. Πριν από τριάντα πέντε χρόνια που τη γνώρισα, φορούσε ακόμη στο λαιμό το κόκκινο φουλάρι από τον παρισινό Μάη του '68 σε ένδειξη συμπαράστασης στους Παλαιστίνιους. Ολοι οι νέοι στην Κοπεγχάγη αυτό φορούσαν. Αγόρια και κορίτσια. Στη χώρα τους ζούσαν τόσο καλά και ειρηνικά, που θέλανε όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο να ζούνε το ίδιο και γι' αυτό παλεύανε.



Σκεφτόμουν να την παρηγορήσω, λέγοντας πως όσα και να γίνονται στην πατρίδα της, δεν φτάνουν ούτε στο μικρό νυχάκι αυτά που γίνονται εδώ. Και προπάντων στην Αθήνα, την πόλη που αγαπούσε και σεβόταν. Πολιτικοί σφετερίζονται το δημόσιο χρήμα, τράπεζες εκμεταλλεύονται πελάτες που προσπαθούν να επιβιώσουν, θυμωμένοι άνθρωποι καίνε μαγαζιά συμπολιτών τους, άρπαγες τα λεηλατούν, κομπιναδόροι και σφετεριστές κυκλοφορούν σαν ακρίδες, αστυνομικοί πυροβολούν πολίτες, πολίτες πυροβολούν αστυνομικούς.



-Με απελπίζει που δεν μπορείς να κοιμηθείς πια στο ύπαιθρο, που δεν μπορείς ούτε τα παράθυρά σου ν' ανοίξεις τη νύχτα, συνέχισε. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά έχω δει ανθρώπους στο δρόμο να πυροβολεί ο ένας τον άλλο.

-Ούτ' εσύ θα το πιστέψεις, αλλά το Αγιον Ορος που τόσο θαύμαζες, έχει πάψει να 'ναι άγιο.

-Ξέρεις τι μας έχουνε κάνει; προσπάθησε να γελάσει. Πολυκατοικίες. Αυτό μας κάνανε. Ο καθένας κλειδωμένος στο κλουβί του, χωρίς να ξέρουμε ποιος μένει δίπλα και χωρίς να θέλουμε να ξέρουμε. Οπως δεν υπάρχουν πια σπίτια με αυλές, λουλούδια και καλούς γείτονες, έτσι δεν υπάρχουν πια και λουλουδιασμένοι άνθρωποι. Θα σε πάρω τα Θεοφάνια να σου ευχηθώ.



Την παραμονή τα κοριτσάκια ξανάρθαν.

-Να τα πούμε;

Μόλις είχα ακούσει στις ειδήσεις ότι τα σκοτωμένα παιδάκια στη Γάζα είχαν φτάσει τα 92.

Του Αντώνη Σουρούνη


20/12/09

Αχ, έλατο, βαχ, έλατο...



Στο εξώφυλλο του «λάιφστάιλ» εντύπου, ένα σαλόνι γήπεδο, η χαρά της αμερικανιάς. Τι τζάκια, τι κεριά, τι τάρανδοι! Σχεδόν μπορείς να ακούσεις τον Μπινγκ Κρόσμπι να ξελαρυγγιάζεται καθώς «ονειρεύεται» Λευκά Χριστούγεννα.



Και στη μέση, το έλατο... συμπαραγωγή Μέλας Δρυμός - Σεσίλ Ντε Μιλ. Με άπειρα λαμπιόνια, χειροποίητα κρυστάλλινα χρυσοποίκιλτα Χερουβείμ, λακαρισμένες κατακόκκινες μπάλες.

Είναι πανέμορφη η εικόνα του, τόσο χριστουγεννιάτικη, τόσο ζεστή και... τόσο ψεύτικη.



Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, στα δάση της Βόρειας Ευρώπης, τη μεγαλύτερη, την πιο κρύα και την πιο τρομαχτική νύχτα του χρόνου, οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από ελπίδα. Ετσι, ίσως έκαναν τελετές κάτω από τα χιονισμένα δέντρα που αντιστέκονταν στον χειμωνιάτικο θάνατο. Αιώνες αμέτρητοι πέρασαν.



Μια καινούργια πίστη ήρθε να εξαφανίσει τις αρχαίες δοξασίες, αλλά η νύχτα αυτή του μεσοχείμωνου ήταν πάντα κρύα, πάντα σκοτεινή, και η ελπίδα ζωτικής σημασίας. Τα παλιά ιερά έθιμα δεν έλεγαν να σβήσουν. Η ελπίδα της νέας ζωής, το απόλυτο δώρο. Η καινούργια θρησκεία τα ενσωμάτωσε στο τελετουργικό της.
Κάπου μέσα στους χρόνους του Μεσαίωνα, πολύ αργότερα και πολύ μακριά από τη γέννηση του Χριστού, γεννήθηκαν τα Χριστούγεννα.



Στην αρχή τα δώρα ήταν σεμνά και ταπεινά. Λίγα μήλα, καρύδια, καρποί, να συμβολίζουμε την αφθονία. Σήμερα δεν τη συμβολίζουμε, την προσφέρουμε σε μορφή υπερβολική. Ο συμβολισμός των Χριστουγέννων πάσχει. Η κυριολεξία της χλιδής περισσεύει.



Μπορείς να κάνεις Χριστούγεννα χωρίς έλατο. Μπορείς να στολίσεις καράβι, λεμονιά, μπανανιά ή και τίποτα. Αυτό που δεν επιτρέπεται να κάνεις είναι να αφήσεις αυτές τις νύχτες, τις πιο κρύες, τις πιο φοβιστικές του χειμώνα, να περάσουν σκοτεινές, χωρίς ένα φωτάκι ελπίδας. Από τη φλογίτσα των λίγων κεριών που τρεμοπαίζουν στο τραπεζάκι του σαλονιού, ως τη φωταγωγημένη Μητέρα Όλων των Ελάτων, επαγγελματικά διακοσμημένη στην αίθουσα δεξιώσεων μιας βίλας.

Όλοι το ίδιο πράγμα ξορκίζουμε. Την ίδια ελπίδα αναζητάμε...

Της Ρίκας Βαγιάνη

17/12/09

Ηθική σε ξένο στίβο...



Παλιά, όταν ήμουν μικρότερη, τότε που φρόντιζα επιμελώς οι μέρες μου να είναι γεμάτες, φορτισμένες, για να μην πω ηλεκτρισμένες, χωρίς ίχνος ηρεμίας, ακόμη και όταν έπεφτε η νύκτα, μου ήτανε αδύνατο να παραδώσω τη ψυχή και το σώμα μου στα συννεφάκια της γαλήνης και της ηρεμίας. Εντελώς θεληματικά εθισμένη από την ένταση της ημέρας έσπευδα να δώσω συνέχεια στον αγώνα δρόμου. Γεμίζανε λοιπόν οι βραδιές με φιλαράκια, αληθινά και ψεύτικα, πολύ ποτό, μπόλικη κουβέντα, μουσική, γέλια, συνήθως από καθαρή ευγένεια, και στις μερικές τυχερές περιστάσεις, πηγαία. Όλα αυτά που στην ουσία χωράνε άνετα σε μια λέξη, αυτή η φασαρία δηλαδή, κατάφερνε σε κάποια στιγμή να με εξαντλήσει και να με αναγκάσει να συναντηθώ άρον-άρον με τον παραμελημένο φίλο μου το Μορφέα. Προφανώς ούτε σ’ αυτόν τον καημένο επέτρεπα να εκτελέσει τα χρέη του κανονικά αφού πριν ακόμη ανοίξω τα μάτια, οι σκέψεις για δράση προλάβαιναν και το πρώτο καλημέρα του θεού.

Πρόσφατα, μετά από καμιά σαρανταριά χρόνια ζωής και μπόλικα κατρακυλίσματα- έτσι για να ξεκαθαρίζουμε τις χρονικές αποστάσεις όπως και το τίμημα της υπόθεσης, άρχισα να συνειδητοποιώ τη διαφορά της φασαρίας από την ησυχία…

Κάπως έτσι ξεκίνησα λοιπόν δειλά δειλά να μη φοβάμαι τον εαυτό μου. Και κάπως έτσι πήρε μπρος και η μεγαλύτερη, αν και φουρτουνιασμένη, ιστορία αγάπης της τωρινής μου ζωής. Μεταξύ μας, το παλεύουμε ακόμη εγώ και ο εαυτός μου αν και καλά τα πάμε κατά βάθος, κάπου εκεί στο βάθος ακριβώς που τα πάμε και καλά όπως είπα, κάποιες αστείες, ανόητες στιγμές οφείλω να εξομολογηθώ πως ακόμη μπερδευόμαστε λιγάκι… Και σήμερα, τόσα χρόνια αργότερα , εννοείται μετά από κατρακυλίσματα και τιμήματα πάλι, γιατί προφανώς τίποτα δεν μας χαρίζεται, ιδιαίτερα όταν πέφτω στην παγίδα και αφήνω την καθημερινότητα και τους γύρω μου να με αγχώνουν, γεμίζω δύο ποτήρια πια, και πίνουμε παρέα με το φιλαράκι μου εμένα. Κάποτε διαβάζουμε, κάποτε γράφουμε, καλή η ώρα, κάποτε σωπαίνουμε, άλλοτε μιλάμε, συμφωνούμε, διαφωνούμε... Και όλο και μαθαίνουμε καλύτερα την τέχνη της συνύπαρξης.

Αν μη τι άλλο, το παλεύουμε.

Παλιά, όταν ήμουν μικρότερη λοιπόν, έτρεχα να προλάβω τη ζωή. Ότι και αν σήμαινε αυτό. Και αν ήτανε τη δική μου ζωή που είχα βάλει στόχο να φτάσω, να προλάβω, χαλάλι ο αγώνας δρόμου. Τελικά συμπέρανα με απόλυτη βεβαιότητα πως ο στίβος δεν ήτανε μέχρι τότε ποτέ αυτός που είχα στρώσει εγώ για μένα. Αυτοί που τον είχαν φτιάξει για χάρη μου, με αγάπη και τις καλύτερες προθέσεις δεν αντιλέγω, άθελα τους τον φορτώσανε με χίλια μύρια ηθικά εμπόδια. Αυτό δεν το είχανε υπολογίσει βλέπετε. Σάμπως και εγώ το είχα υπολογίσει; Γνώριζα νομίζετε τη δικιά μου ηθική; Σε τελική ανάλυση όλοι γεννιόμαστε ως φορείς ενός αποκλειστικά δικού μας μοναδικού ιού. Και όπως κάθε ιός που κάνει καλά τη δουλειά του, έτσι και αυτός, άμα τον τρέφουμε με τα συστατικά που τον ξυπνούν, είναι άξιος να μας φάει ολόκληρους. Εκεί κάπου ξεκίνησε επισήμως πια και το δικό μου το «φάγωμα», το δικό μου σκοτάδι.

Χωρίς τη νύκτα όμως, δεν θα είχαμε ποτέ την εμπειρία της φωτεινής ημέρας. Μια λαμπερή στιγμή λοιπόν, πήρα μια βαθειά ανάσα και τους πρώτους μου φακούς μυωπίας μαζί και τόλμησα να επιθεωρήσω με πιο ανοικτούς τους οφθαλμούς σε ποιά περιπέτεια ενδίδεις όταν νομίζεις πως βρίσκεσαι στο δικό σου στίβο και ξεπηδά σε κάθε στροφή η ηθική σου και σε στραβώνει. Η τόλμη αυτή με έφερε αντιμέτωπη με την τεράστια, αρχικά ανεξήγητη ενοχή που με καθήλωνε και πουθενά δεν φαινότανε μια άκρη. Ανακάλυψα επίπονα πως με απέφευγα, γιατί απλά με ντρεπόμουνα. Μέσα απ’ τον πόνο, ο Θεός να τον έχει καλά, άρχισε να σιγοτραγουδάει και η φωνή η δικιά μου. Δεν θα ισχυριστώ πως υπήρξα καλή ακροατής ευθύς εξαρχής, εξ’ ου και τα σαράντα χρόνια φασαρίας.

Όταν όμως συνειδητοποίησα πως ηθική δεν είναι καθόλου αυτό που καθορίζουν οι άλλοι για μας αλλά πως ένα μέρος της ηθικής, λέω ένα μέρος γιατί δεν θεωρώ τον εαυτό μου τόσο άξιο ώστε να την καθορίσει δογματικά, είναι ίσως το χρέος της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης να ανακαλύψει τους δικούς της κανόνες, τα δικά της όρια, τα δικά της όνειρα και να τα κυνηγήσει πάνω απ’ όλα με ακεραιότητα, τότε άρπαξα τη ζωή απ’ το χέρι και τη φίλεψα μ’ ένα χάδι. Και όταν την άφησα επιτέλους να μου μιλήσει και να μου εξηγήσει πως αυτό το βίωμα που διανύουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ταξιδάκι με ένα και μοναδικό μόνιμο σύντροφο, τον εαυτό μας, τότε μπόρεσα να με κοιτάξω. Να ένα φιλαράκι, είπα, που καλά κάνω να το μάθω, να το αποδεχτώ, ίσως και να καταφέρω να το αγαπήσω κιόλας. Στο κάτω-κάτω αυτό θα’ χω μόνιμα δίπλα μου, μέσα μου, γύρω μου και παντού σ’ αυτή τη διαδρομή. Τους υπόλοιπους στο διάβα μας θα τους χαιρόμαστε τα δυό μας, θα ανταλλάζουμε τα δώρα μας μέχρι να έρθει η ώρα να πούμε ένα προσωρινό αντίο και πάλι απ’ την αρχή.

Τότε, ξεκίνησα και τη ραγδαία αναδιοργάνωση των δεδομένων μου. Όσο και αν αυτό το αναποδογύρισμα που προκάλεσα στην προκαθορισμένη μέχρι τότε τάξη στη ζωή μου ενόχλησε, μέχρι που και εξαγρίωσε τους αρχικούς δημιουργούς του υποτιθέμενου μέχρι τότε στίβου μου, όπως και άλλους πολλούς βολεμένους στις κερκίδες τριγύρω μου, αυτή ακριβώς η ανταρσία μου ήταν που ενέπνευσε το σεβασμό τους προς το άτομο και την ύπαρξη μου. Ειρωνική διαπίστωση μεν, άκρως αληθινή δε!

Και καταλήγω για άλλη μια απ’ τις πολλές φορές στο συμπέρασμα πως, ο Δημιουργός αυτού του σύμπαντος ίσως, υπήρξε σοφός, δίκαιος και πολύ γενναιόδωρος μαζί μας. Φρόντισε να μην είμαστε ποτέ μόνοι στην εποικοδομητική μοναξιά μας. Μας εξασφάλισε ένα σίγουρο, πιστό συνοδοιπόρο. Το μόνο που άφησε στα χέρια μας είναι να προσέξουμε να περνάμε καλά μαζί του. Να μια γνωριμία που εκ των πραγμάτων αξίζει τον κόπο να την προσπαθήσουμε. Σκεφτείτε το λίγο, ο μοναδικός σας γάμος που δεν έχει σε καμία περίπτωση πιθανότητα διαζυγίου.

Δεν έχω ιδέα για το πως νοιώθετε εσείς, αλλά εγώ προσωπικά έχω κουραστεί να παίρνω διαζύγια.

Πηγή: ΚΛΙΚ





ΥΓ. Αφιερωμένο σε όλους τους "ψευτοηθικολόγους" γύρω μας...

16/12/09

Από το Carnegie Hall της Νέας Υόρκης στην Κοζάνη


















«Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε, αλλά µαζέψτε τα και φύγετε» ήταν τα λόγια της ιδιοκτήτριας ενός τζαζόμπαρου στη Νέα Υόρκη, λίγη μόλις ώρα μετά την έναρξη της πρώτης δημόσιας εμφάνισης του Χρήστου Ραφαηλίδη στην Αμερική. Ο Κοζανίτης μουσικός δεν πτοήθηκε και σήμερα, μετά από αρκετά χρόνια σκληρής και επίμονης δουλειάς, είναι ένας από τους καλύτερους βιμπραφωνίστες όχι μόνο της Αμερικής, αλλά του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος και είμαστε σίγουροι ότι η ιδιοκτήτρια εκείνου του τζαζόμπαρου έχει μετανιώσει πικρά γι’ αυτό που είπε τότε.



Ήμασταν πολύ τυχεροί που εντοπίσαμε το Χρήστο Ραφαηλίδη σε ένα από τα ταξίδια του στα πατρώα εδάφη, τα οποία δεν είναι και τόσο συχνά λόγω των αυξημένων του επαγγελματικών υποχρεώσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεταξύ πολλών οικογενειακών και κοινωνικών υποχρεώσεων, ο Χρήστος μας «έβαλε» στο πρόγραμμά του και έτσι απολαύσαμε μια συζήτηση για τη μουσική στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, στην οποία κυρίαρχο στοιχείο ήταν η αγάπη του ίδιου γι’ αυτό που κάνει. Διαφορετικά δεν θα είχε πετύχει, προσθέτουμε.



Ξεκινάμε, λοιπόν, με το παρόν. Η νέα δουλειά του Χρήστου Ραφαηλίδη έχει τον τίτλο «Ηχώ» και αποτελείται από δέκα κομμάτια του Μίμη Πλέσσα που γράφτηκαν τη δεκαετία του ‘60 και τα τραγούδησαν Μαρινέλλα και Τζένη Βάνου, τα οποία διασκεύασε. «Όταν ο κ. Πλέσσας μου έδωσε αυτά τα τραγούδια μου είπε επί λέξει ‘αγόρι μου έχεις το ελεύθερο να κάνεις ότι θέλεις’. Οπότε τι άλλο μπορούσα να κάνω, παρά κάτι παραπάνω από το καλύτερο» μας λέει χαμογελώντας ο Χρήστος, ο οποίος μιλά με μεγάλο σεβασμό για το μεγάλο συνθέτη. Τα τραγούδια αυτά ερμηνεύει στο cd η Εύη Σιαμαντά, με την οποία συνεργάζονται αρκετά χρόνια.



Το ερώτημα που γεννήθηκε σε πολλούς με το που ξεκίνησε τη δουλειά αυτή ο Χρήστος ήταν αν μπορεί ένας Έλληνας μουσικός που ζει δεκαπέντε χρόνια στη Νέα Υόρκη να αποδώσει το ιδιαίτερο ηχόχρωμα του Μίμη Πλέσσα. Το αποτέλεσμα έκλεισε τα στόματα των δύσπιστων και άνοιξε με θαυμασμό τα στόματα όλων αυτών που άκουσαν το «Ηχώ». «Παίζω πάρα πολύ με τους ρυθμούς από όλο τον κόσμο. Αυτό το πάντρεμα νομίζω πως το καταλαβαίνει ο ακροατής. Το «Ηχώ» είναι σα να κρατάει κάποιος μια υδρόγειο σφαίρα και να τη γυρίζει και κάθε τόσο να δείχνει μια χώρα και να λέει, για να δούμε τι ακούγεται από εδώ, από εκεί, από παραπέρα». Κάπως έτσι περιγράφει τη τελευταία του δουλειά ο Χρήστος και προσπαθεί να μας δώσει να καταλάβουμε την «πολυπολιτισμικότητα μέσα από μια μουσική που γράφτηκε το 1960. Βέβαια, η μουσική αυτή ήταν καλογραμμένη από τη… μάνα της, όπως λέμε, και ήταν για μένα μεγάλη ευθύνη η εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο κ. Πλέσσας».



Με βάση τη μουσική του Πλέσσα και μέσο την κρυστάλλινη φωνή της Εύης Σιαμαντά, το «Ηχώ» σηματοδοτεί το σήμερα και την ανανέωση, ενώ ευθύνη του Χρήστου Ραφαηλίδη ήταν να «απενοχοποιήσει» το μελό του ’60 και να δημιουργήσει από αυτό μια μουσική σύγχρονη με πολλές αποχρώσεις. Οι στίχοι παρέμειναν ίδιοι, όμως, η αίσθηση που δημιουργούν στον ακροατή τα κομμάτια του «Ηχώ» είναι τελείως διαφορετική. «Αυτή είναι και η όλη ιδέα πάνω στην οποία βασίζεται μια διασκευή. Όταν παίρνεις στα χέρια σου εμπνευσμένες μελωδίες και αρμονίες σοφές ή θα κάνεις κάτι που έχεις στο μυαλό σου και θα ξεφύγεις από την πεπατημένη ή αλλιώς άστο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να το αγγίξεις. Το να βάλεις ένα ρυθμό μπιτ επάνω σε κάτι κλασικό δεν είναι μουσική. Το «Ηχώ» για μένα είναι ένα εργόχειρο, γραμμένο νότα-νότα και προσεγμένο. Έγινε έτσι για να είναι διαχρονικό» λέει ο Χρήστος Ραφαηλίδης.



Το cd αυτό είναι αποτέλεσμα προσπαθειών τριών ετών. Ο Χρήστος είναι τόσο σίγουρος για τη δουλειά του που στην ερώτηση για το αν σήμερα θα άλλαζε κάτι, απαντά αρνητικά. Είναι, λέει, από αυτά τα πράγματα που όταν τελειώνουν λες ότι «έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Είπα πως αν κάνω κάτι στην Ελλάδα και ειδικά με έναν από τους πιο αξιόλογους συνθέτες και μουσικούς που έβγαλε ποτέ αυτή η χώρα, θα το κάνω σα να είναι ότι καλύτερο έχω κάνει στη ζωή μου». Ξεκαθαρίζει πως την ευκαιρία που του έδωσε ο Μίμης Πλέσσας δεν την είδε ως τρόπο να μπει στην ελληνική δισκογραφία. Απλά τον εξέφραζε ως μουσικό και αυτό είναι κάτι στο οποίο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα.

«Η ελληνική αγορά εννοείται πως είναι εντελώς διαφορετική από την αμερικάνικη. Για να μπεις στην ελληνική δισκογραφία μόνος σου, επειδή παίζεις καλά ένα όργανο, οι πιθανότητες να πετύχεις είναι νομίζω 1%! Τα πράγματα, άλλωστε, δεν είναι πολύ ξεκάθαρα για το αν μια δουλειά γίνεται για χάρη της δημιουργίας και της έκφρασης ή μόνο στο όνομα της εμπορικότητας» εκφράζει την απογοήτευση του ο Χρήστος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια της συζήτησης εξέφρασε την απογοήτευσή του για τους νέους που δεν ακούν ποιοτική μουσική και εξηγείται «δε με πειράζει που δεν ακούγεται η μουσική που παίζω σε καφετέριες και στο ραδιόφωνο. Με πειράζει, όμως, να ακούω χαζομάρες. Πηγαίνεις σ’ ένα beach bar και ακούς μέρα-μεσημέρι το μονότονο ήχου το μπιτ σε ένα περιβάλλον κάτω από τον λαμπερό ελληνικό ήλιο, τη μοναδική ελληνική θάλασσα και τη φυσική ομορφιά της Ελλάδας. Πόσο κακή αισθητική μπορεί να έχουν αυτοί οι άνθρωποι που βάζουν αυτόν τον θόρυβο να παίζει, γιατί αυτό δεν είναι μουσική είναι θόρυβος. Αυτοί που έγραψαν αυτούς τους θορύβους, λοιπόν, δεν ξέρουν ούτε που είναι το «ντο» στο πιάνο. Αυτό με στεναχωρεί, γιατί βλέπω πως το επίπεδο είναι πολύ χαμηλό».



Ο Χρήστος Ραφαηλίδης εκτιμά πως το μέλλον της μουσικής δεν βρίσκεται στις διασκευές. Άλλωστε, όπως λέει, τα πάντα άλλαξαν από την ημέρα που η μουσική έγινε «ένα θέαμα, μια πασαρέλα». Το κοινό δεν ακούει τους στίχους και τη μουσική, αλλά μένει στο παρουσιαστικό του καλλιτέχνη ή της καλλιτέχνιδος. «Το κακό νομίζω είναι πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Ελλάδας το προωθούν αυτό, αντιγράφοντας το εξωτερικό. Όλως περιέργως, όμως, παρόμοιες εκπομπές του εξωτερικού δεν έχουν απήχηση στο εκεί κοινό, ενώ στην Ελλάδα σαρώνουν. Τι φταίει;» αναρωτιέται. Το τρίπτυχο συνθέτης, εκτελεστής και κοινό είναι αυτό που φτιάχνει τη μουσική. Αν δεν υπάρχει ένα από τα τρία, τότε κάτι δεν πάει καλά και ο Χρήστος Ραφαηλίδης σέβεται το κοινό του, όπως και το κοινό πρέπει να σέβεται τον καλλιτέχνη. «Όταν κάποιος βγήκε από το σπίτι του και επέλεξε να έρθει να σε ακούσει, πρέπει να τον σέβεσαι. Και αυτός ο κάποιος, όμως, πρέπει να σεβαστεί το μουσικό που παίζει, γιατί και αυτός με τη σειρά του θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου αλλού, αλλά κάνει την προσπάθειά του να προσφέρει στον κόσμο όσο το δυνατόν καλύτερη μουσική» λέει ο Χρήστος, ο οποίος τονίζει πως στη μουσική του είδους του το μέλλον «το προκαλείς και δεν επαναπαύεσαι». Με χαρά, όπως μας λέει, βλέπει πως καθημερινά κερδίζει φίλους η μουσική αυτή και πιστεύει πως «όλοι αντιδρούν στο καλό άκουσμα».

Η έκπληξη, ο αυθορμητισμός και ο σεβασμός, είναι τρία βασικά στοιχεία του μουσικού Χρήστου Ραφαηλίδη. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Μίμης Πλέσσας του εμπιστεύτηκε τα τραγούδια του. Τα τραγούδια αυτά θα μπορέσει να τα ακούσει το κοινό της Δυτικής Μακεδονίας σε μια μοναδική χριστουγεννιάτικη συναυλία που θα γίνει στην Κοζάνη στις 26 Δεκεμβρίου. Οι φίλοι της μουσικής και οι μυημένοι θα είναι πραγματικά τυχεροί γιατί θα ακούσουν τον ήχο του βιμπραφώνου από τον καλύτερο του είδους και τα κομμάτια του «Ηχώ» σε ζωντανή εκτέλεση από το Χρήστο Ραφαηλίδη, τον Μίμη Πλέσσα και την Εύη Σιαμαντά.



Ιστοσελίδα Χρήστου Ραφαηλίδη: www.manhattanvibes.com

Πηγή: Omikron Magazine,
www.omikron.tv

15/12/09

Να μην ξεχάσω... να θυμώνω





Γι’αυτούς που γεννήθηκαν να μη σέρνονται,
(Να μην ξεχάσω να πάω super market)


Γι αυτούς που χτύπησαν τη γροθιά τους στα καρφιά,
(Να μην ξεχάσω να σφουγγαρίσω τη σκάλα)


Γι’αυτούς που ονειρεύτηκαν,
(Να μην ξεχάσω να πληρώσω τo ρεύμα)


Γι’αυτούς που αντιστάθηκαν,
(Να μην ξεχάσω να ζητήσω μία μέρα άδεια)


Γι’ αυτούς που κρέμασαν την ελπίδα τους αράχνη
στο ταβάνι της ανυπαρξίας,
(Να μην ξεχάσω να αλλάξω τα σεντόνια)


Γι αυτούς που αγαπήθηκαν,
(Να μην ξεχάσω να πάω γυμναστήριο)


Γι αυτούς που ούρλιαξαν από ηδονή,
(Να μην ξεχάσω την ώρα που με παίρνεις να βλέπω
τον τοίχο)

Γι’αυτούς που ταξίδεψαν,
(Να μην ξεχάσω να πάρω τα εισητήρια για το θέατρο)


Γι’αυτούς που βούτηξαν στο κένο να μάθουν πως είναι να πετάς,
(Να μην ξεχάσω να πληρώσω το δάνειο)


Γι’αυτούς που αγκάλιασαν την άσφαλτο,
(Να μην ξεχάσω να πάω για service το αυτοκίνητο)


Γι’αυτούς που αντί για αίμα έφτυσαν σιωπές,
(Να μη ξεχάσω να χαιδέψω το παιδί)


Γι’αυτούς που ντύθηκαν ρούχο τη νύχτα,
(Να μη ξεχάσω να περάσω από το καθαριστήριο)


Γι’αυτούς που τρελλάθηκαν,
(Να μην ξεχάσω να πάρω τσιγάρα)


Γι’ αυτούς που φοβήθηκαν,
(Να μην ξεχάσω να χαμογελάσω στον περιπτερά)


Για το όλα και για το τίποτα,
(Να μην ξεχάσω να βάλω πλυντήριο)


Για το καθόλου και το ποτέ
(Να μην ξεχάσω όταν σε ξαναδώ να σε προσπεράσω)


Δεν υπάρχει έπαινος
(Να μην ξεχάσω να κατεβάσω τα σκουπίδια).


Έγραψε... ο Γιώργος Μίχος

12/12/09

Εναντίον του Χειμώνα


Πριν 100 περίπου χρόνια ο Ezra Pound έκανε μία παρωδία του αρχαιότερου ποιήματος της Αγγλόφωνης λογοτεχνίας. To αρχικό κείμενο ήταν: Sumer is icumen in, Lhude sing cuccu! Groweth sed, and bloweth med, And springeth the wude nu. Sing: cuccu (δηλαδή: ήρθε το καλοκαίρι, δυνατά τραγουδάει ο κούκος, μεγαλώνει ο σπόρος και ανθίζει το λιβάδι και θάλλει το δάσος. Τραγουδήστε: κούκος!) και το μετέτρεψε σε:



Winter is icummen in Lhude sing Goddam Raineth drop and staineth slop And how the wind doth ramm! Sing: Goddam (Δηλαδή: Ήρθε ο χειμώνας, τραγουδήστε δυνατά: στο Διάβολο! Βρέχει σταγόνες και σε λερώνουν τα λασπόνερα - και πως περονιάζει ο άνεμος! Τραγουδήστε: στο Διάβολο!) Λοιπόν είναι καιρός να ακουστεί και η άλλη πλευρά - του Pound και η δική μου. Η πλευρά όσων μισούν τον χειμώνα.



Όλη η φιλολογία γύρω στον χειμώνα είναι μία ρομαντική κατασκευή. Το χιόνι είναι πολύ όμορφο στις καρτ-ποστάλ, αλλά δεν παύει να είναι ενοχλητικό και επικίνδυνο και για τον πεζοπόρο και για τον οδηγό. Για να μην πούμε τι συμβαίνει όταν φτάσει πάνω από τους 30 πόντους και κλείσουν οι δρόμοι. Ο πάγος είναι καλός για τους παγοδρόμους - ιδιαίτερα σε κλειστά στάδια. Για όλους εμάς τους άλλους είναι πηγή ολισθημάτων και καταγμάτων. Λένε πως «το κρύο είναι υγεία» αλλά μόνο «υγιεινό» δεν είναι - προκαλεί μύρια όσα κακά: από κρυολογήματα και πνευμονίες μέχρι γρίπη και εμφράγματα. Ο «βοριάς που τ’αρνάκια παγώνει», παγώνει και τους φτωχούς συμπολίτες μας που δεν έχουν να πληρώσουν πετρέλαιο με 190 000 τον τόνο. Που δεν έχουν να αγοράσουν ζεστά ρούχα και «θερμήν υπόδεσιν δια τους παγωμένους πόδας των» όπως γράφει και ο Παπαδιαμάντης.



Γενικά ο χειμώνας είναι για τους πλούσιους - εποχή των προνομιούχων. Το καλοκαίρι η ζέστη είναι τζάμπα, τα ρούχα λίγα και τα τρόφιμα φτηνότερα.



Τι διάβολο βρίσκουν στον χειμώνα οι θαυμαστές του; Βροχή, αέρας, χιόνι, ομίχλη - τι το ωραίο σε αυτά. Μόνο ο Gene Kelly τραγουδούσε στη βροχή - αλλά στην ταινία. Έχετε δει κανένα να το κάνει στην πραγματικότητα;



«Κρύο - καιρός για δύο». Άλλος μύθος! Έχετε δοκιμάσει να κάνετε έρωτα υπό το μηδέν; Ε, σας διαβεβαιώ ότι δεν γίνεται. Και όλες εκείνες οι ερωτικές σκηνές μπροστά στο αναμμένο τζάκι; Άλλη ρoμαντική κατασκευή - φοβερά άβολο πράγμα να χτυπιέσαι στο πάτωμα, η μία σου μεριά να ψήνεται και η άλλη να παγώνει.



Τι του ζηλέψατε του χειμώνα; Το σκοτάδι και τις ατέλειωτες νύχτες του; Την υγρασία που σαπίζει τα κόκαλα; «Πολλοί άνθρωποι, λένε ότι απολαμβάνουν τον χειμώνα», γράφει ο Richard Adams, «αλλά αυτό που πραγματικά απολαμβάνουν είναι να αισθάνονται ότι είναι καλά οχυρωμένοι εναντίον του». Δηλαδή χαιρόμαστε να νιώθουμε ζεστοί τον χειμώνα. Ε, χάθηκε το καλοκαίρι, όπου η ζέστη είναι φυσική και δεν κοστίζει;



Κυρίες και κύριοι - σαν συνεπής επικούρειος, μισώ τον χειμώνα: Είναι άβολος, ανθυγιεινός, ακριβός, άσκημος. Γιατί μην μου πείτε ότι συγκρίνεται με την ανθοφορία της άνοιξης, με την δόξα του καλοκαιριού, με τα χρώματα του φθινοπώρου! Ο χειμώνας νεκρώνει τις αισθήσεις - κι εγώ μόνο με τις αισθήσεις επικοινωνώ με την ζωή.



Πού να διαβάσεις Ελύτη τον χειμώνα: μόνο τα τελευταία του ποιήματα είναι χειμωνιάτικα... Ίσως και γι αυτό να μην μ’αρέσει ο χειμώνας: συμβολίζει τα γηρατειά. Κι όπως κι αυτά, τον βρίσκω αντιπαθέστατο και εντελώς περιττό. Όχι πέστε μου - τι χρειάζεται ο χειμώνας; Δεν θα προτιμούσατε να ζείτε σε ένα μέρος που να βασιλεύει μόνιμα η άνοιξη; Τι χρειάζεται ο Γενάρης, όταν υπάρχει ο Μάης;



Όσοι φαντάστηκαν τον παράδεισο - ανοιξιάτικο τον φαντάστηκαν. Αυτό δεν σας λέει κάτι; Μπορείτε να φανταστείτε παράδεισο στον Βόρειο Πόλο;



Δυστυχώς ο χειμώνας - όπως και το γήρας - δεν είναι εποχή. Είναι μία αναγκαιότητα. Κάτι παραπάνω: είναι μία αδικία.



Δεν ανήκω σε αυτούς που ψιθυρίζουν: «Τα πάντα εν σοφία εποίησεν...» Μπορεί να είναι κι έτσι... Αλλά τότε εν σοφία εποίησεν και το μυαλό μου - και αυτό αδυνατεί να καταλάβει την αναγκαιότητα του χειμώνα, του γήρατος, της παρακμής και του θανάτου. Κάποιος έβαλε μέσα μου έρωτα ζωής παράφορο - και μετά μου ζητάει να αποδεχθώ το αντίθετο...



Για όλους τους εραστές της ζωής ο χειμώνας είναι μία άρνηση. Μπορεί να έχει και μερικές καλές στιγμές - αλλά είναι διαλείμματα. Και είναι οι στιγμές που τον πολεμάμε σωστά, που τον ακυρώνουμε. Χαιρόμαστε την κατάλυση της δύναμής του.



Για όλους τους εραστές του φωτός, η εποχή με τις τεράστιες νύχτες είναι το βασίλειο του σκότους. Η ημέρα που εγώ γιορτάζω δεν είναι η ονομαστική μου εορτή ή τα γενέθλιά μου, αλλά η εικοστή πρώτη Ιουνίου. Το θερινό ηλιοστάσιο - η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Όπου το φως κυριαρχεί και η φύση λάμπει.



Βέβαια ο ρομαντικός εξωραϊσμός του χειμώνα, όταν δεν είναι αφέλεια, είναι μία άμυνα. Προσπαθούμε να δούμε τις καλές πλευρές του αναπόφευκτου. Σαν τα γερατειά και πάλι, που τα ονομάσαμε «τρίτη ηλικία» (γέροι δεν υπάρχουν πια) και τους βρίσκουμε διάφορες πραγματικές ή πλαστές χάρες. Παρηγοριά στον άρρωστο...



Κι όλη η τέχνη γύρω από τον χειμώνα; Η αποστολή της τέχνης είναι να απαλύνει την αντιξοότητα: αυτό κάνει και εδώ: καλλωπίζει το μαύρο, για να το αντέξουμε.



(Τόση ώρα μιλάω για το χειμώνα και εννοώ όλα τα άλλα. Ελπίζω να το έχετε καταλάβει...)



Ο Calvin Coolidge πρόεδρος των ΗΠΑ, φημιζόταν για την λακωνικότητά του. Κάποτε πήγε στην εκκλησία όπου ο ιεροκήρυκας εκφώνησε ένα δίωρο κήρυγμα περί αμαρτίας. Όταν στην έξοδο της λειτουργίας, τον ρώτησαν τι είχε πει, ο Coolidge απάντησε: «Ήταν αντίθετος».



Ε λοιπόν κι εγώ «είμαι αντίθετος». Κάθετα - που λένε. Αν από εμένα περιμένατε λόγο πανηγυρικό, έπρεπε να με καλέσετε την άνοιξη. Ο χειμώνας είναι μία δικτατορία - και όσο ζω θα του προβάλλω αντίσταση.


Του Νίκου Δήμου

10/12/09

Οι ζογκλέρ της πόλης


Ήταν ίσως η μοναδική αισιόδοξη εικόνα της χθεσινής ημέρας. Ενας ζογκλέρ στο φανάρι της Παύλου Μελά, στο ύψος του της κεντρικής πλατείας. Ντυμένος ανάλαφρα, όπως ανάλαφρες ήταν και οι κινήσεις του, εκτελούσε άψογα ένα από τα κλασικά νούμερα των ζογκλέρ των φαναριών. Φευγαλέες κινήσεις, καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τις κόκκινες ατίθασες τιράντες του και παράλληλα να κουμαντάρει τις μικροσκοπικές μπάλες, το ίδιο ανυπάκουες με τις τιράντες.

Η performance τελείωσε, ο νεαρός υποκλίθηκε θεατρινίστικα και έτεινε προς τους οδηγούς το καπέλο για τον οβολό. Δύσκολη κατάληξη και η γενναιοδωρία απούσα. Δεν υπήρξε ούτε ένας οδηγός ευγνώμων γι’ αυτήν τη στιγμιαία αναλαμπή. Ούτε ένα χαμόγελο. Το χειροκρότημα των δρόμων έχει προ πολλού εκλείψει. Όλοι εύχονταν ν’ ανοίξει γρήγορα το φανάρι και να ορμήσουν στη λεωφόρο της φυγής. Ο νεαρός δεν θα μπορούσε ποτέ να τους σταματήσει.

Είναι λογικό να ’χουμε χάσει το ταλέντο της μικρής χαράς. Για παράδειγμα, αυτό το χάπενιγνκ στον δρόμο. Την προσπάθεια του νεαρού ανέργου, που αν μη τι άλλο βρίσκει το θάρρος να εκτεθεί μπροστά μας. Και μαζί του, δεκάδες άλλες χαρές που καθημερινά σκοντάφτουμε πάνω τους, αλλά τις προσπερνάμε, πεπεισμένοι ότι για μας δεν υπάρχει χρόνος και χώρος γι’ αυτές. Μια μηδενιστική αίσθηση που ενισχύεται από τη φθίνουσα εικόνα της πόλης, η οποία καθημερινά παραδίδεται σε διαφορετικό δυνάστη. Ο καλοπροαίρετος διαδηλωτής ή ο κάθε άλλο παρά υποψιασμένος απεργός. Μπορεί όμως να είναι και ο ταραχοποιός που ’χει συνειδητά μετατρέψει τη χαρά της δημιουργίας σε ηδονιστική καταστροφή.



Η πόλη, λοιπόν...

Που κρατάει την ανάσα της και κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, παραμονές Χριστουγέννων, φοράει τις αντιασφυξιογόνες μάσκες για να προφυλαχτεί από τις αναθυμιάσεις των σκουπιδιών και την οργή των απεργών στην τοπική αυτοδιοίκηση. Που ψυχανεμίζεται τον θάνατο του εμποράκου της γειτονιάς και κουμπώνεται, γιατί έχει χάσει το πλεονέκτημα της λύσης. Που συνειδητοποιεί ότι οι ευδόκιμες μέρες έχουν παρέλθει, όπως έχει περάσει και ο πυρετός των μεγάλων υλικών πραγματώσεων.

Πώς να πορευτείς έτσι στην εξωτερική πραγματικότητα, πώς να χαμογελάσεις, πώς να απολαύσεις τα πρώτα λαμπιόνια της γιορτής; Είναι τέτοια η συσσώρευση των προβλημάτων, πρακτικών και μη, που το μόνο που επιλέγεις με σιγουριά είναι να πατάς με ορμή το γκάζι, να προσπερνάς τον ζογκλέρ της ημέρας και να εφορμάς στους δρόμους, όπως παλιά εφορμούσαν οι πονεμένοι στα Χειμερινά Ανάκτορα και στις Βερσαλλίες. Και όμως, σ’ αυτήν την κατασπαταλημένη πόλη υπάρχει ζωή. Περιοχές αναπλάθονται. Ανεγείρονται κτίρια - πρότυπα αρχιτεκτονικής τελειότητας, δρόμοι αποκτούν εμπορική ή πολιτιστική ταυτότητα και μικρές οάσεις πρασίνου ξεπηδούν εδώ κι εκεί, λίγο αυθαίρετα, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, αλλά δημιουργούνται.

Γύρω μας, κι ας μην τους βλέπουμε, υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται, που δεν στοχεύουν στην κερδοσκοπία, αλλά στη δημιουργία. Μοιάζουν κι αυτοί με τον ζογκλέρ της πόλης, επαίτες της δικής μας προσοχής.

Μέσα σ’ αυτό το ποιοτικά ετερογενές σύμφυρμα, μήπως αξίζει να τους προσέξουμε;

Γράφει η Ρίτσα Μασούρα

7/12/09

Λουκία Ρικάκη • Παραμύθια της αγάπης και της ελπίδας


Παραμύθια της αγάπης και της ελπίδας, που υμνούν τον εύφορο έρωτα, κοιτάζουν με ελπίδα τη συνύπαρξη των ανήσυχων ψυχών και προτείνουν μια ζεστή αγκαλιά.

Ένα βιβλίο δώρο. Ένα βιβλίο ταξιδιάρικο γεμάτο συγκίνηση. Τα δάκρυα είναι η μυστι κή βροχή για να ανθίσει κανείς ξανά, όπως το όνειρο που ζωγραφίζουμε με χρωματιστά μο λύβια, όταν περπατούμε ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα, στην πατρίδα του ορίζοντα.
Εκεί γεννήθηκαν τα παραμύθια, στον ορίζοντα, είναι παραμύθια που υμνούν τον εύφορο έρωτα και κοιτάζουν με ελπίδα την συνύπαρξη των ανήσυχων ψυχών. Προτείνουν μια ζε στή αγκαλιά ως την πιο εύφορη χειρονομία στον άλλον. Προτείνουν την ασίγαστη περιπέ τεια του νου ως τη μόνη συνθήκη που μπορεί πραγματικά να μας δώσει φτερά.

Υπάρχουν μερικά βιβλία που θα ήθελες να μην τελειώσουν ποτέ… έτσι να σε χαϊδεύουν για πάντα τρυφερά. Υπάρχουν μερικά χάδια που θα ήθελες να μην τελειώσουν ποτέ, έτσι να σε διαβάζουν για πάντα με ιερή περιέργεια, με δάχτυλα γεμάτα λέξεις και παραμύθια να σε αγ γίζουν, και οι παλάμες να νανουρίζουν με χαϊδολογήματα το τρυφερό δέρμα.

Μια περιουσία από τα ταξίδια της ζωής είναι τα παραμύθια. Είναι παιχνίδια με τις λέξεις και τους μύθους.

Έτσι και αυτό το βιβλίο, το διαβάζεις με όποια σειρά θέλεις Από το τέλος προς την αρχή όπως οι Άραβες, ή από τη μέση προς το τέλος ή προς την αρχή παραδοσιακά, ή το ανοίγεις τυχαία σε μια σελίδα. Ας πούμε, λες να σου πουν τυχαία ένα νούμερο και να έχουν στο μυαλό τους μια ερώτηση, μια απορία, μια επιθυμία. Και εσύ ανοίγεις σε εκείνη τη σελίδα και διαβάζεις.

Όλα τα παραμύθια κάτι θα έχουν να σου πουν, κάτι θα έχουν να τους πουν, κάτι έχεις να τους πεις. Με τα παραμύθια δημιουργείς το χρόνο αντί απλώς να τον αφήνεις να περνά.

Δημιουργείς τον τόπο, αντί απλώς να περνάς περαστικός από τόπο σε τόπο. Με τα παραμύθια, ξεγελάς το χρόνο.
Η Λουκία Ρικάκη παρουσιάζει ένα βιβλίο φτιαγμένο με τα υλικά των παραμυθιών. Λέξεις, αιώνιοι έρωτες, φύση, χρόνος και χώρος που υφίστανται όπως στις ουτοπίες. Χωρίς να αντιμάχονται τη ζωή και την ομορφιά, αλλά μαζί τους σύμμαχοι στο μακρινό ταξίδι των ονείρων. Στη ρήξη των δεσμών και στην απελευθέρωση.
Η συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο της είναι ιδιαίτερα δυνατή στις αφηγήσεις που απεργάζεται. Γνωρίζει την αλχημική μέθοδο απόσταξης της ομορφιάς, τόσο από διαμάντια όσο και από άνθρακες. Εξυφαίνει τους μύθους της σαν την αράχνη που έχει τον ιστό της τέλεια φτιαγμένο. Που η συμμετρία του μοιάζει να παρακάμπτει τις φαινομενικές ατέλειες του κόσμου μας. Του χώρου και του χρόνου. Τοποθετεί τις τέσσερεις διαστάσεις σε σύμπαν πιο ευρύ. Κλεψιγαμίες συντελούνται ανάμεσα στους παράλληλους κόσμους των ιστοριών της. Σύμπαντα στροβιλίζονται και ενώνονται ανεπαίσθητα, άδηλα σχεδόν. Όσο χρειάζεται για ν’ αποκαλυφθεί στο τέλος η συμπαγής ενότητα του χάους. Για να δοθεί σ’ επάλληλες συμπτώσεις βαρύτητα μοιραίου. Η Λουκία Ρικάκη δεν πιστεύει στην τύχη τόσο όσο στις αδιόρατες δυνάμεις που συνέχουν τα πάντα. Τα παραμύθια είναι μεστά σε νοήματα και αφήνουν τη σοφία τους να σ’ αγγίξει εξαγνιστικά. Όμορφες ιστορίες φτιαγμένες από χαρμολύπη. Παρηγορούν και αγκαλιάζουν σαν χάδι τρυφερό τον αναγνώστη. Με ήρωες τις ψυχές των μαγικών πλασμάτων τους κινούνται στην χώρα των αρχέτυπων. Στη γειτονιά του ζείδωρου Θεού. Η Λουκία Ρικάκη γράφει για τη μουσική και την ακούς την ίδια κιόλας τη στιγμή. Τα παραμύθια, έμπλεα σε αισθητηριακά σκιρτήματα, πλανεύουν τις αισθήσεις σου. Γεμάτα ήχους, κίνηση και εικόνες. Τα απαραίτητα υλικά που ένας έξυπνος αφηγητής βάζει στις ιστορίες του για να απαγάγει τον πιο απαιτητικό του αναγνώστη στον κόσμο που έχει πλάσει. Η συγγραφέας ελευθερώνει αιχμαλωτίζοντας. Οι αλληγορίες που διηγείται μιλούν για την αγνή, ανυστερόβουλη και θυσιαστική αγάπη. Μιλούν για παραμυθένιους έρωτες που το μέγεθος τους, αξιοζήλευτο, μπορεί να κατανοηθεί μόνον αν τους αναγάγουμε σε φυσικά φαινόμενα. Πάθη σε καταιγίδες. Σοφία σε άνεμο. Σοφία έρωτος τόσο ξεχωριστή, μα ευτυχώς ελπιδοφόρα. Φαντάζουν οι αγάπες στο βιβλίο δυσπρόσιτες γιατί για εκείνη ολοφάνερα ο ξεπεσμός της εποχής μας δεν είναι παρά γεγονός. Στολίζει τους έρωτές της με λόγια εμβληματικά, που απηχούν άλλα μεγάλα τέτοια παραμύθια. Τα παραμύθια της μοιάζουν με ύμνους, προσευχές σαμάνων αρχηγών των ινδιάνικων φυλών. Ξέρουν κι αυτοί πως όλα — το πιο μικρό και το πιο μεγάλο — κρύβουν την ανυπέρβλητη σοφία του Θεού.

Η συγγραφέας, βαθιά ευαισθητοποιημένη σε μεγάλο αριθμό ζητημάτων, απονέμει στις ιστορίες της δικαιοσύνη και στρατεύει μαζί της τα πάντα σ’ έναν παραμυθένιο πανθεϊσμό.
Οι ήρωές της μοιάζουν σαν έτοιμοι από καιρό ν’ αφήσουν το εγώ τους ν’ αφομοιωθεί στην απεραντοσύνη της δημιουργίας. Το όνειρο είναι ο βασικότερος άξονας των ιστοριών. Μέσα απ’ τα παραμύθια συμπεραίνει κανείς ότι ποτέ δεν είναι αργά για να τα κυνηγήσεις. Τα όνειρα περνάνε και αβγατίζουν από ηλικία σε ηλικία όπως οι μαθητείες. Από τον δάσκαλο στον μαθητή και από τον γέροντα σοφό στον άνθρωπο. Τα μάγια λύθηκαν, οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν.

Μπορείς ακόμη να γράψεις την αρχή του παραμυθιού με το δάκτυλό σου, με ζάχαρη ή με αλεύρι στο μεγάλο τραπέζι του σπιτιού, να τη βρουν το πρωί οι άλλοι όταν θα ξυπνήσουν, και να περιμένουν ως το βράδυ που θα γυρίσεις, να τους πεις εσύ τη συνέχεια… Στόλισε τα παραμύθια σου με ένα φιόγκο, με άνθη γιασεμιού, ή ό,τι άλλο λουλούδι σού αρέσει το άρωμά του και πρόσφερέ τα δώρο, χάρισμα, προίκα, αποσκευή, πυξίδα, δρόμο, αεράκι κι οξυγόνο σε εκείνους που αγαπάς.

Είναι αλήθεια της ζωής τα παραμύθια; Της αγάπης τα φεγγάρια και του πάθους τα σκοτάδια, τα τραγούδια που είναι αστέρια;

Υπομονή συνιστά η συγγραφέας. Και με μια φράση της μας οδηγεί στην αισιοδοξία:

«Από την άκρη θα ’ρθει το φως».
_________________________________



Σ’ αυτή την εποχή της μεγάλης ξηρασίας διαβάστε σας παρακαλώ τις τρυφερές ιστοριούλες της Λουκίας. Είναι φάρμακο, θα ενυδατώσουν την αφυδατωμένη σας ψυχή...
Λένα Διβάνη, συγγραφέας

Τα παραμύθια είναι μεστά σε νοήματα και αφήνουν τη σοφία τους να σ’ αγγίξει εξαγνιστικά. Όμορφες ιστορίες φτιαγμένες από χαρμολύπη. Παρηγορούν και αγκαλιάζουν σαν χάδι τρυφερό τον αναγνώστη. Με ήρωες τις ψυχές των μαγικών πλασμάτων τους κινούνται στη χώρα των αρχέτυπων. Στη γειτονιά του ζείδωρου Θεού. Η Λουκία Ρικάκη γράφει για τη μουσική και την ακούς την ίδια κιόλας τη στιγμή. Τα παραμύθια έμπλεα σε αισθητηριακά σκιρτήματα πλανεύουν τις αισθήσεις σου…
Φώτης Θαλασσινός, συγγραφέας, Ελευθεροτυπία, 4 Σεπτεμβρίου 2009 »»

Λέγεται ότι κάποτε η ανθρώπινη φωνή ξεπερνάει τα όρια — μεταμορφώνεται σε φως, απλώνεται σαν το βρόχινο νερό στο χώμα της ύπαρξης, ανεμίζει με λέξεις και νοήματα στα μακρινά ταξίδια του νου. Ετούτα τα «παραμύθια» της Λουκίας Ρικάκη αποτυπώνουν τη δική της φωνή (αυτήν που ελάχιστοι γνωρίζουν ότι διαθέτει τόσο θαλερή) για δύο από τις πιο ζωτικές έννοιες, την αγάπη και την ελπίδα. Είναι μια ενήλικη κατάθεση συγγραφής με ψήγματα ανέμελης παιδικότητας. Ή, αλλιώς, αποτελεί μια σειρά από ωφέλιμες ιστορίες για τον ανυποψίαστο αναγνώστη, όπου το μαγικό στοιχείο μπολιάζεται με την πραγματικότητα, την εμπεδωμένη αλήθεια της ζωής και το πετάρισμά της...
Βασίλης Ρούβαλης, συγγραφέας-δημοσιογράφος
__________________________________________



Η Λουκία Ρικάκη γεννήθη κε στον Πειραιά το κινεζικό σελη­νιακό έτος του βοδιού. Σπούδασε Ιστορία τέχνης, Κινηματογράφο, Γραφικές τέχνες και Φωτογραφί α στο Dartington College of Arts στη Βρετανία.

Μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει τα βιβλία : Κουαρτέ το σε 4 κινήσεις, σενάριο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1994, Σουρεαλέρως, θεατρικό, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995, Σ’ αγαπώ γιατί…, λεύκωμα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995, Σ’ αγαπώ ακόμα πιο πολύ…, λεύκωμα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996, Σου γράφω γιατί σ’ αγαπώ, λεύκωμα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1997, Συμφωνία χαρακτήρων, σενάριο, Μπλε εκδόσεις, 1999, Ένα μήνυμα για σένα, λεύκωμα, Εκδόσεις Λιβάνη, 1999, και Κράτησέ με, Εκδόσεις Πολύτροπον, 2006.