26/1/10

Της λήθης η χαρά...


Τίναξα από πάνω μου τις τελείες, τα κόμματα, τα χρώματα. Τέντωσα τα μέλη μου και τα οστά τρίξανε σαν κιτρινισμένα φύλλα στο πάρκο κάτω απ’ τις πατούσες των περαστικών, τα βλέφαρα τρεμόπαιξαν στο πρόσωπο μου.
Άχνιζαν οι ανάσες αυτών που δεν ξαγρυπνούσαν, χορεύοντας αργό βάλς ολόγυρα μου καθώς τις διαπερνούσα σίγουρη ότι όπως πάντα ήταν βαθιά κοιμισμένοι και ξεμουδιασμένη απ’ το πατίκωμα μέσα στις σελίδες του παλιού βιβλίου κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Πριν την ανοίξω σταμάτησα να φορέσω τα ξυλοπάπουτσά μου, τέτοιαν ώρα πολλοί σκορπιοί θα σέρνονται έξω. Μυρωδιά κάστανου με καθήλωσε απ’ την κουζίνα και γύρισα σκανδαλισμένη πίσω μπρος όμως την όρεξη μου την έκοψε ένας ματωμένος μπαλτάς πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι. Ποιος ξέρει ποιο ον γεμιστό με κάστανα θα ‘ταν το μενού του δράκου μου απόψε ή αύριο.
Βγήκα ανατριχιασμένη έξω στο σκοτάδι, απηυδισμένη από εκείνες τις εικόνες που τρίβονταν τόσο καιρό πάνω μου. Πότε ένας τρίχινος χιτώνας, άλλοτε μια πορφύρα, η τήβεννος, τα χρυσά άμφια, τα κρινολίνα, τα γούνινα μανσόν ήταν μια ταλαιπωρία για το δέρμα μου. Το ‘χα καταφέρει επιτέλους να δραπετεύσω απ’ τα συμπόσια, τις σκέψεις, απ’ τα κυνήγια της αλεπούς, και κόβοντας δρόμο μέσα απ’ τις νοτισμένες αλέες μιας πρωινής μονομαχίας, δρασκελώντας πτώματα διαμελισμένα από άρματα και βομβαρδισμούς, αποφεύγοντας τα γκρίζα κτίρια που είναι πάντα φόντο στις σχολικές φωτογραφίες μεγαλοφυών αποφοίτων, καθώς και τα μαύρα τρένα με τις γυναίκες με το ένοχο βλέμμα στα παράθυρα των βαγονιών τους, γλεντώντας τη περιπλάνηση μου μέσα στις χρυσοσκαλισμένες μητροπόλεις, μέσα στις μπυραρίες με τους στρατιώτες και τις πόρνες, να φτάσω επιτέλους στην άκρη του κήπου, εκεί όπου βρισκότανε το πηγάδι. Το ‘χαν κλείσει με ντενεκεδένιο καπάκι και το ‘χαν κλειδώσει με λουκέτο για να μην κινδυνεύουν τα παιδιά, όπως τους κλειδώνουν όλα τα παράξενα, τα γλυκά, τα επικίνδυνα, τα βαθιά…



Με μια απ’ τις φουρκέτες μου στραγγάλισα το λουκέτο και σήκωσα το καπάκι. Τόσους αιώνες είχα μάταια προσπαθήσει να γεωτρήσω τον ουρανό χωρίς να καταφέρω ούτε μια τρυπούλα και μια και δεν ήταν για τα κότσια μου οι κρατήρες των ηφαιστείων, η τελευταία λύση ήταν το πηγάδι. Ήταν καιρός να καταφύγω σ’ αυτόν τον πέτρινο κύλινδρο που οδηγούσε στα έγκατα. Εύκολα η νύχτα μ’ έσπρωξε στο στόμα του. Ο πυθμένας του ήταν ένα τεράστιο μάτι που φωσφόριζε. Ανοιγόκλεινε και φώτιζε με το άσπρο της κόρης το εσωτερικό του πηγαδιού. Ανοιγόκλεινε σαν κάλυκας τεράστιου σαρκοβόρου λουλουδιού.
Λευτέρωσα τα χέρια περνώντας στον ώμο το μικρό χάντρινο τσαντάκι που περιείχε την πουδριέρα, το χτένι, το περίστροφο και οτιδήποτε σέρνει μια γυναίκα μαζί της για να έλκει τα μάτια που την ελκύουν και άρχισα να κατεβαίνω. Η ένταση των νυχτερινών ήχων που με κυνηγούσαν πολλαπλασιάστηκε. Η ακουστική του πηγαδιού ήταν τέλεια. Πόσο βαθιά λοιπόν έπρεπε, θεέ μου, να κατέβω για να ξεφύγω, να μην ξανακούσω πια αυτές τις βασανιστικές γνώριμες φράσεις; Από παντού μ’ έφτανε το «μέσα σου, μέσα μου έτσι για πάντα», το ροχαλητό της κατάκοιτης γριάς, το χλιμίντρισμα του εφήβου που καλπάζει στα σεντόνια, τα στριγγά φρεναρίσματα στην άσφαλτο. Με περόνιαζε με τους υπέρηχούς του το σιωπηλό κλάμα του προδομένου κι εκείνη η τόσο γνωστή προσευχή που έρχεται απ’ τις νυσταγμένες ελιές πάντα: «παρ’ το πίσω, παρ’ το σε παρακαλώ, δε θα το αντέξω…».



Εν τω μεταξύ τα άστρα έκαναν τη δουλειά τους. Κοιτούσαν όπως πάντα με απάθεια τα πάντα. Αυτό με εξόργιζε πιο πολύ από το καθετί. Κατέβηκα πιο κάτω ν’ αποφύγω το αμείλικτο βλέμμα τους. Πόσο ποθούσα να φράξει το στόμα του πηγαδιού το δικό Του μάτι. Θα ‘ρχόταν άραγε να με δει; Είχα περισσότερες πιθανότητες εκεί παρά μέσα στο βιβλίο. Άλλωστε δεν ήμουνα σίγουρη πως ήξερε να διαβάζει. Κοίταξα καρτερικά προς τα πάνω. Ένας κόκορας έσκυψε στην τρύπα. Το κόκκινο λειρί του φλογίτσα τσφφφ έσβησε στις υγρές αναθυμιάσεις του πηγαδιού. Έπειτα ακούστηκαν βήματα και είδα την άκρη της μπότας κάποιου κυνηγού καθώς και την άκρη της κάνης του. Δεν θ’ αργούσε να ξημερώσει, δεν θ’ αργούσε να σκοτωθεί το πρώτο πρωινό πουλί. Αμέσως μετά φάνηκε το κεφάλι της τρελής. Έσκυψε μέσα ώσπου τα μακριά αχυρένια της μαλλιά μ’ άγγιξαν στην πλάτη. Κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι κι αυτά με χάιδευαν –άχρηστο χάδι τώρα πια. Άσε που μπορεί να μ’ έκανε να χάσω την ισορροπία μου. «Ακροβατώ εδώ μέσα», της φώναξα όσο πιο σιγανά μπορούσα, «φύγε, άσε με, δεν είχα ποτέ μητέρα», και με πήρε το παράπονο. Δεν ήθελα να με κοιτάζει έτσι παραλογισμένη, δεν ήθελα πια άλλα μάτια. Όλα μοιάζουν, όλα ίδια σαν κι αυτά που χρόνια με κοιτάζουν στο βιβλίο. Ήθελα το δικό Του, το ένα, να κλείσει τον κύλινδρο, να βρίσκομαι μέσα σ’ αυτό το παράξενο καλειδοσκόπιο σαν ένα κομμάτι άχρωμο κρύσταλλο, ανάμεσα στα νυσταγμένα χρώματα και, ποιος ξέρει, όταν όλα κάποτε θα ξύπναγαν να ’βρισκα το ολόδικό μου χρώμα, ή να έμενα σκαλωμένη σαν από θραύση, από μια έκρηξη, ένα μικρό γυαλάκι μέσα στο βλέφαρο Του, να Τον πληγώνω εγώ. Άκουσα τη φωνή μου να αντηχεί μέσα στο πηγάδι σπαρακτικά: «Έλα, έλα επιτέλους να με δεις, έλα, να με κατατάξει η ίριδα σου στην Ίριδα»…Και τότε ήρθε. Η τρελή είχε προλάβει να εξαφανιστεί αθόρυβα όπως ήρθε, ίσως για να μην Τον δει, ίσως γιατί κάποτε τον είχε δει…

Ήρθε, ήρθε και έφραξε με το πυρόξανθο του κεφάλι το στόμιο του πηγαδιού και δεν έβλεπα πια τ’ αστέρια. Πάνω το πρόσωπο μου, στη μύτη, στα χείλη, έσταξε κάτι που το έγλειψα, το ρούφηξα, διψασμένη σα να έπινα δάκρυα αγαπημένα. Όμως δεν ήταν δάκρυα, ήταν αίμα. «Είσαι πληγωμένος;», φώναξα τρομαγμένη. «Τα αστέρια είναι οι αχινοί του ουρανού», ακούστηκε βροντερή η απάντηση Του. Μετά, μια ανυπόφορη σιωπή. Μόνο το κάτω μάτι θρόιζε ανοιγοκλείνοντας τα τρομαγμένα του βλέφαρα και κάτι σαν ελαφρύ αεράκι ανέμισε τα ρούχα του. Τα έσφιξα πάνω μου. Υπήρχε ακόμα το κορμί μου. Δεν άντεχα την ύπαρξη του ανάμεσα στα δύο μάτια. Παρόλο που μου άρεσε να με βλέπουν νομίζοντας τάχα πως έτσι τιμωρώ, άρχισα να μετανιώνω, άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως θα ‘ταν καλύτερα να είχα αναζητήσει ένα οποιοδήποτε χέρι, αντί για το Μάτι…

Ξημέρωνε. Εκείνος με κοίταζε κατάματα σιωπηλά, κι όταν άρχισε η ικεσία μου να γίνεται οργή, χαμογέλασε. «Να μείνεις στο πράσινο, εγώ πρέπει να γυρίσω στις πληγές μου, να φας το πρωινό σου, να», είπε και είδα μια κάμα μαχαιριού να λάμπει. Έγιναν όλα αστραπιαία. Βρέθηκα ξαφνικά πεινασμένη να κάθομαι πάνω στο στόμιο του πηγαδιού ενώ τα πόδια μου κρέμονταν ακόμα στα έγκατα. Είχε εξαφανιστεί στο κόκκινο. Δεν έβλεπα πια παρά μόνο μια πυροκόκκινη τουφίτσα απ’ τα μαλλιά του μεταμφιεσμένη σε ανατολή ανάμεσα στους μώβ μαστούς της απέναντι οροσειράς, ενώ δίπλα μου στο πέτρινο πεζούλι του πηγαδιού με περίμενε η φετούλα ουρανού που μου είχε κόψει από μόνος του, αλειμμένη με μέλι.
Την έφαγα σιγά σιγά με όρεξη και κουνώντας την παλάμη με τα πασαλειμμένα δάχτυλα τον αποχαιρέτησα, ξαναγυρίζοντας στο σπίτι. Το άλλο μάτι είχε κλείσει για άλλη μια μέρα τα βλέφαρα του αποκαμωμένο κι ο μικρός πρωινός σεισμός απ’ τα χασμουρητά και τα τεντώματα του δράκου μου είχε αρχίσει κιόλας. Το τι είχα να του σκαρώσω για σήμερα δε λεγότανε. Θα άλλαζα τον σελιδοδείκτη, θα μπέρδευα τις σελίδες, την αρχή, το τέλος, τη νύχτα, τη μέρα, το πριν, το τώρα όπως ποτέ άλλοτε.

Έγραψε η Μαρία Λαγγουρέλη, Το Πρόγευμα του Χλιαρού

Δεν υπάρχουν σχόλια: