14/4/08

Η Κιτρινοσκουφίτσα Κι Ο Καλός Λύκος

Μια φορά κι έναν καιρό, ψηλά στο βουνό ζούσε μια οικογένεια λύκων.

Και λέω ακόμα, γιατί στις μέρες μας οι λύκοι έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχουν πολύ λίγοι, κι αυτούς τους συναντάς σπάνια, για να μην πω σχεδόν ποτέ, και φυσικά πρέπει πρώτα να πας και στο βουνό.
Αυτή η λυκο-οικογένεια που λέτε λοιπόν, ζούσε όμορφα και καλά, αλλά και καμιά φορά άσχημα και δύσκολα, όπως οι συνηθισμένες οικογένειες.


Μια χειμωνιάτικη, συννεφιασμένη και βροχερή μέρα, η μαμά λύκαινα είπε στο λυκόπουλο της. «Γλυκούλι μου, η γιαγιάκα σου που μένει στην άλλη άκρη του δάσους, είναι βαριά άρρωστη και δεν έχει τίποτε να φάει. Άσε που σε κείνη την πλευρά του δάσους, οι κυνηγοί, δεν έχουν αφήσει σχεδόν τίποτα που να κινείται. Πάρε σε παρακαλώ, αυτό το καλαθάκι που έχει φαγητό να της το πας. Όμως πρόσεξε! Μην μιλήσεις σε κανέναν στον δρόμο. Όπως χάλασε ο καιρός έτσι χάλασε κι ο κόσμος».


Αυτό το τελευταίο, το μικρό λυκάκι δεν το πολυκατάλαβε, αλλά δε ρώτησε να μάθει περισσότερα. Ξεκίνησε πρόθυμα να πάει στην άλλη άκρη του δάσους. Βλέπετε, άκουγε τους γονείς του και δεν ήταν τεμπελόλυκο.


Όμως, ήταν πολύ επικίνδυνο πράγμα να διασχίσει μόνο του ολόκληρο το δάσος, επειδή, ακριβώς στη μέση του δάσους, περνούσε η νέα εθνική οδός. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν σαν σφαίρες και δεν σταματούσαν ποτέ. 'Αντε να περάσεις απέναντι χωρίς φανάρια και διαβάσεις.


Στεκόταν λοιπόν, το καλό μας λυκάκι, στην άκρη του δρόμου και περίμενε να σταματήσει λίγο η κίνηση για να μπορέσει να περάσει...


Το λυκάκι ξαφνιάστηκε τόσο, που ξέχασε πως η μανούλα του είχε πει να μη μιλήσει σε κανέναν. «Περιμένω να περάσω απέναντι», είπε στην κυρία που φορούσε κίτρινο αδιάβροχο μπουφάν με κουκούλα. «Και τι θα κάνεις απέναντι;» το ρώτησε κέινη, κοιτάζοντας με περιέργεια το σκεπασμένο καλαθάκι του. «Να, αρρώστησε η γιαγιά μου και της πάω λίγο φαγητό».


Η Κιτρινοσκουφίτσα χαμογέλασε πονηρά και του είπε.
«Έχω ακούσει, πως στους αρρώστους κάνει πολύ καλό να πίνουν τσάι του βουνού.Άμα θες, να σου δείξω από που να το μαζεψεις.
Θα κάνει καλό στη γιαγιά σου, θα της μαλακώσει το λαιμό και θα φάει καλύτερα αυτά που της πας».


Το λυκάκι δέχτηκε.Η κιτρινοσκουφίτσα, το κράτησε από το χέρι προσταυτευτικά και περάσανε μαζί απέναντι.Μετά, αφού με αυτόν τον τρόπο κέρδισε την εμπιστοσύνη του, του έπιασε συζήτηση για να μάθει που ακριβώς έμενε η γιαγιά του, και τελικά του έδειξε που να πάει για να μαζέψει τσάι του βουνού. πίτηδες, το έστειλε κάπου μακριά για να το καθυστερήσει, επειδή είχε καταστρώσει ένα πονηρό σχέδιο. Κι ενώ είχε στείλει το λυκάκι σε αντίθετη κατεύθυνση, εκείνη έτρεξε γρήγορα-γγορα κατευθείαν στη φωλιά της γιαγιάς.


Τακ-τακ, χτύπησε την πόρτα της φωλιάς.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια άρρωστη φωνή από μέσα.
«Εγώ, το εγγονάκι σου, το μικρό λυκάκι σου, άνοιξε καλή μου γιαγιάκα!» είπε με γλυκιά και καλοσυνάτη φωνή η κιτρινοσκουφίτσα.
«Και γιατί δεν έχεις χοντρή φωνή;» ρώτησε η γιαγιά.
«Ωχ, την πάτησα!» σκέφτηκε από μέσα της, αλλά γρήγορα τα μπάλωσε η πονηρή.
«Για να σε φωνάζω καλύτερα και να μ' ακούς», απάντησε αμέσως.
Η γιαγιά άνοιξε την πόρτα και κοίταξε παραξενεμένη την κιτρινοσκουφίτσα από πάνω μέχρι κάτω.
«Και γιατί δεν έχεις τριχωτά χέρια;» ξαναρώτησε η γιαγιά.
«Έκανα αποτρίχωση με λέϊζερ για να σε αγκαλιάζω καλύτερα», ξαναβρήκε γρήγορα μια δικαιολογία η κιτρινοσκούφω.


«Και γιατί δεν έχεις μεγάλη μύτη; »
«Έκανα πλαστική εγχείρηση γιατί με κορόιδευαν οι φίλοι μου».
«Και γιατί δεν έχεις μεγάλα δόντια;»
«Μου 'πε ο ορθοδοντικός να βάλω σιδεράκια για να στρώσουν».
«Και γιατί δεν έχεις μεγάλα μάτια;»
«Γιατί μεγάλωσα κι επειδή τα μάτια μας παραμένουν πάντα ίδια, τώρα σου φαίνονται μικρά».
«Και γιατί ντύθηκες στα κίτρινα;»
«Γιατί είναι το χρώμα της κακίαααας...», είπε η κιτρινοσκουφίτσα κι όρμησε απρόσμενα πάνω στην άρρωστη γιαγιά.


Τι μπορούσε να κάνει μια απροστάτευτη γιαγιά και μάλιστα άρρωστη; Στο τέλος, νίκησε η νέα και μοχθηρή κιτρινοσκουφίτσα. Έδεσε τη γιαγιά, τη φίμωσε και την κλείδωσε στη ντουλάπα. Έβγαλε το κίτρινο αδιάβροχο που φορούσε και το 'βαλε κι αυτό στη ντουλάπα μαζί με τη γιαγιά. Έριξε πάνω της μερικές από τις τρίχες της γιαγιάς που βρισκόταν παντού και περίμενε. (Βλέπετε, η γιαγιά ήταν πολύ γερασμένη και μαδούσε συνέχεια).


Περίμενε λοιπόν και περίμενε, και περίμενε, και περίμενε... έσκασε να περιμένει.
Μετά από πολλή ώρα, έφτασε το καλό λυκάκι και χτύπησε την πόρτα. Είχε δυσκολευτεί αρκετά το καημενούλι, να βρει το τσάι και το δρόμο της επιστροφής για τη γιαγιά του. Κι όλα αυτά, μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσει και να μαλακώσει τον λαιμό της.


Η κιτρινοσκούφω του άνοιξε με σκυφτό το κεφάλι για να μην την αναγνωρίσει. Το λυκάκι την κοίταξε περίεργα.
«Καλέ γιαγιάκα, δεν μου φαίνεσαι και τόσο άρρωστη. Σα να ξανάνιωσες εσύ!»
«Είναι από τη χαρά μου που σε είδα», του απάντησε κείνη, που είχε εξασκηθεί πιο πριν στις απαντήσεις με τη γιαγιά κι είχε γίνει ετοιμόλογη.
«Θα ερχόμουνα πιο νωρίς, αλλά άργησα λιγάκι για να σου μαζέψω τσάι του βουνού. Να, κοίτα γιαγιάκα!» είπε περήφανο το λυκάκι και της έδωσε με καμάρι το ματσάκι του τσαγιού.


«Ευχαριστώ, ευχαριστώ παιδάκι μου», είπε κείνη υποκριτικά κι άπλωσε τα χέρια της να το πάρει.
«Καλέ γιαγιά, τώρα που σε προσέχω καλύτερα, πω-πω! τι λίγες τρίχες που σου απέμειναν!»
«Ε, γέρασα πια», είπε τάχα κουρασμένα η κιτρινοτέτοια.
«Καλά μου το 'λεγε λοιπόν η μανούλα πως μαδάς τώρα που γέρασ...».
«Εεεεεε..., άσε τα πολλά λόγια επιτέλους και μπες μέσα σκασμένο! Τόση ώρα σε περιμένω,» έχασε την υπομονή της η κιτρινοπουείπαμε και το τράβηξε απότομα στη φωλιά.
Όρμησε αμέσως επάνω του και προσπάθησε να το δέσει και να το φιμώσει κι αυτό όπως τη γιαγιά του. Όμως το λυκάκι ήταν γερό, μικρό κι ευέλικτο και της ξέφυγε.
«Ου-ου...!» άρχισε να φωνάζει το λυκάκι κι έτρεχε γύρω-γύρω.
«Φτου-φτου!» είπε η κιτρινοσκουφίτσα κι άρχισε να τρέχει ξοπίσω του μέσα στη φωλιά.
Για καλή τύχη του λυκάκου και κακή της κιτρινοσκούφως (έτσι είναι η ζωή - πάντα έχει δυο πλευρές), εκείνη τη στιγμή περνούσαν απ' έξω δύο οικολόγοι. 'Ακουσαν τις φωνές του λυκόπουλου και τρέξαν αμέσως να δουν τι συμβαίνει. Έπιασαν την μοχθηρή κιτρινοατυχίτσα, σώζοντας το γλυκό λυκάκι από τα χέρια της κι ελευθέρωσαν την δύστυχη γιαγιά από την ντουλάπα.


«Σ' αυτή την περιοχή οι λύκοι είναι προστατευόμενο είδος», της είπαν. «Απαγορεύεται να τους πειράζεις».
«Ήθελα να τους μάθω κρυφτό και κυνηγητό», προσπάθησε να δικαιολογηθεί η κιτρινοψευτίτσα.
Να μην τα πολυλογώ, την πήγανε στο αυτόφωρο κι εκεί ομολόγησε πως ήθελε τους λύκους για ένα καινούργιο θέαμα σε τσίρκο με άγρια ζώα. Και νομίζω μαντεύετε ποιος απ' όλους τελικά κατέληξε σε κλουβί!
Κι έτσι, ζήσανε οι προστατευόμενοι λύκοι γλυκά κι εμείς γλυκύτερα.

Α, να μη ξεχάσω!

Ο ένας από τους δύο οικολόγους, είπε στο λυκάκι, πως καλύτερο κι απ' το τσάι του βουνού για τους αρρώστους είναι η μαντζουράνα.
Κρατήστε κι εσείς αυτή τη συμβουλή. Ίσως σας χρειαστεί κάποτε.

6 σχόλια:

marelene είπε...

Καλημέρα γλυκιά μου Πολύ όμορφο το παραμυθάκι Φιλάκια ...

sta_gona είπε...

Μια βιαστική καλημέρα να σου αφήσω θαλασσίτσα μου

Καραβάκι είπε...

Καλημέρα marelene,και καλή βδομάδα. Χαίρομαι που σου άρεσε το παραμυθάκι.

Καραβάκι είπε...

Σταγονίτσα μου σε ευχαριστώ....καλή βδομάδα σου εύχομαι και να είσαι καλά. Καλημέρα!

_LINAa είπε...

Αζάκι καλησπέρα, ελπίζω να είσαι καλά! ωραίο παραμύθι.... κάτι σαν Ρούνι, Ρούνι το κακό γουρούνι!!!!

Καραβάκι είπε...

Λινάκι καλησπέρα.Πάλι το κακό γουρούνι; Ελπίζω να είσαι καλά εσύ.Εγώ είμαι στον κόσμο μου,και μάλλον θα αργήσω να επιστρέψω... Σε φιλώ.