«Κυρίες, κύριοι, παιδιά, παππούδες και γιαγιάδες
κόρες, αγόρια, εγγονοί, μπαμπάδες και μαμάδες.
Γιατί σας φέραμε εδώ θα λύσω το μυστήριο
σ' αυτήν εδώ την αίθουσα υπάρχει δικαστήριο.
Θα δείτε και θ' ακούσετε μονάχα την αλήθεια
θα έρθουν όλοι οι ήρωες από τα παραμύθια.
Η κριτική επιτροπή πρέπει ν' αποφασίσει
ποιος απ' τους ήρωες αυτούς τον τίτλο θα κερδίσει.
Εδώ μπροστά στα μάτια σας θα δείτε τη Χιονάτη
το τζίνι και τον Αλαντίν που 'ρθαν απ' τη Βαγδάτη.
Τον παπουτσωμένο γάτο και τον ψεύτη τον βοσκό
την ωραία Σταχτοπούτα, τη χελώνα, τον λαγό.
Αυτοί κι άλλοι πολλοί από εδώ θα παρελάσουν
να πουν μια ιστορία και να σας διασκεδάσουν.
Μα ας αφήσω πια τα λόγια κι ας αλλάξουμε διάσταση
κυρίες μου και κύριοι, αρχίζει η παράσταση.
Παιδιά:
'ρχεται η συνεδρίασης, παρακαλώ σωπάστε
τους παραμυθοήρωες ελάτε να θαυμάστε.
Εμείς που είμαστε παιδιά ξέρουμε να σας πούμε
ποιος είναι ο καλύτερος απ' όλους που θα δούμε.
Θα πάρει ένα βραβείο, ένα κουκί κι ένα ρεβίθι
αυτός που το πιο όμορφο θα έχει παραμύθι.
Ν' αρχίσουνε οι ήρωες να έρχονται ένας-ένας
μια ιστορία να μας πει για λίγο ο καθένας.
Κι όταν αυτοί τελειώσουνε και φάνε τα εδέσματα
θα σας ανακοινώσουμε τότε τ' αποτελέσματα.
Χιονάτη:
Εμένα που με βλέπετε σεμνή, καλοσυνάτη
απ' όταν ήμουνα μικρή με λέγανε Χιονάτη.
Είναι το δέρμα μου απαλό κι η ομορφιά μου τόση
που κάνανε τη μητριά μάγισσα να θυμώσει.
Έναν καθρέφτη μαγικό κρατούσε για παρέα
και όλο τον ερώταγε ποια είναι η πιο ωραία.
Μα όταν αυτός της είπε πως εγώ ήμουν εκείνη
φωνάζει έναν αυλικό και προσταγή του δίνει.
Στο δάσος να με πάει και εκεί να με σκοτώσει
κι ύστερα την καρδιά μου σε κουτί να παραδώσει.
Εκείνος με λυπήθηκε και μ' άφησε να φύγω
κι έτσι περιπλανώμενη στο δάσος καταλήγω.
Σε ένα σπίτι βρέθηκα που ήταν εφτά νάνοι
που όλη μέρα δούλευαν πιο κάτω στο λιμάνι.
Με γνώρισαν, μ' αγάπησαν κι όλοι ευτυχισμένοι
μέχρι που εμφανίστηκε η μάγισσα η στριμμένη.
Απ' τον καθρέφτη έμαθε ότι ακόμα ζούσα
ποτέ της να μη με βρει τον Θεό παρακαλούσα.
Μα αυτή μεταμορφώθηκε και ήρθε με λαχτάρα
να με σκοτώσει ήθελε με φονική τσατσάρα.
Οι νάνοι με γλιτώσανε κι εκείνη ήρθε πάλι
γριά ντυμένη ήτανε με στάχτη στο κεφάλι.
Μήλο να φάω μου 'δωσε κόκκινο σαν το αίμα
κι εγώ ήμουν αθώα για να δω πως είναι ψέμα. Αναίσθητη με βρήκανε οι νάνοι, σαν κοτόπουλο μα ευτυχώς περνούσε από κει το βασιλόπουλο. Με φίλησε και ξύπνησα, πάει η αναισθησία μου «τώρα», μου λέει, «θα σ' έχω υπό τη προστασία μου». Τους νάνους ευχαρίστησα, τους έκλεισα το μάτι και από τότε ζούμε ευτυχισμένοι στο παλάτι. Να τη η ιστορία μου και τώρα ας πηγαίνω την κρίση της επιτροπής μέσα θα περιμένω.
Σταχτοπούτα:
Είμαι μια κουκλίτσα λες και βγήκα από την κούτα
για όσους δε κατάλαβαν είμαι η Σταχτοπούτα.
Κάποτε ζούσα όμορφα σαν ακριβό πετράδι
μα ο πατέρας πέθανε ένα Σαββάτο βράδυ.
Και έτσι με ανέλαβε η κακιά μου μητριά
που ποτέ δε με αγάπησε, φερότανε σκληρά.
Είχε και δυο κόρες, οι κακές μου αδερφές
που πάντα μου φερόντουσαν σα δούλα τους κι αυτές.
Μια μέρα όμως που 'τανε στο σπίτι κι ο μπακάλης
μια φωνή ακούστηκε και ήταν ο τελάλης.
Έλεγε πως θα γίνει στο παλάτι ένας χορός
να βρει νύφη ο πρίγκιπας και να ντυθεί γαμπρός.
Η μητριά μου ούρλιαζε και τράβηξε τα βλέμματα
έτρεξε και αγόρασε τρία κομψά φορέματα.
Τα φόρεσαν κι οι τρεις απ' το λαιμό ως το μπατζάκι
φύγανε και μ' αφήσανε μονάχη μου στο τζάκι.
Μα ήρθε μια νεράιδα εκεί στο σπίτι μέσα
μ' ακούμπησε με το ραβδί κι έγινα πριγκηπέσα.
Μου λέει: "Σταχτοπούτα μου φύγε αμέσως τώρα
γιατί τα μάγια θα λυθούν στις δώδεκα η ώρα".
Μες στο παλάτι έφτασα και όλοι με κοιτούσαν
χόρευα με τον πρίγκιπα κι όλες παραμιλούσαν.
Όλα ήταν ωραία και ο πρίγκηψ πρώτο μπόι
όλα, μέχρι που χτύπησε δώδεκα το ρολόι.
Έφυγα αμέσως κι έστριψα στο απέναντι δρομάκι
μα τρέχοντας μου έφυγε στις σκάλες το γοβάκι.
Ο πρίγκιπας το μάζεψε κι άρχισε να ρωτάει
σ' όλο του το βασίλειο να με αναζητάει.
Με βρήκε, το δοκίμασα και, ακούτε δικαστήριο;
με πήρε και μ' οδήγησε στου γάμου το μυστήριο.
Αυτό είν' το παραμύθι μου και άμα σας αρέσει
δώστε καλοί μου κύριοι σε με την πρώτη θέση.
Παπουτσωμένος Γάτος:
Έρχομαι από μακριά ο άντρας ο βαρβάτος
οι φίλοι με φωνάζουνε Παπουτσωμένος Γάτος.
Μαρκήσιος του Καραμπάχ είναι τ' αφεντικό μου
πολλά χρυσάφια και λεφτά έχω στο σπιτικό μου.
Έχω μεγάλη πονηριά και πρώτη εξυπνάδα
ο πιο όμορφος ο γάτος μέσα σ' όλη την Ελλάδα.
Φοράω δύο μπότες, καπέλο και μιλάω
είμαι ναζιάρης, φιλικός κι όλους σας αγαπάω.
Νιαουρίζω τόσο όμορφα σα να 'μαι αοιδός
γλύφω και τη γούνα μου για να 'μαι καθαρός.
Φωτίζω με το μύθο μου κάθε παιδί σαν άστρο
να ξεγελάν το δράκο και να παίρνουνε το κάστρο.
Κάποτε, μια εποχή, τα δάχτυλά μου χτύπησα
και πάντρεψα τ' αφεντικό μαζί με τη πριγκίπισσα.
Ζουν από τότε πια κι οι δυο μέσα στην ησυχία
αφού ένας γάτος πάντοτε φέρνει την ευτυχία.
Κι αν κάποιος θέλει το κακό και το κατανοήσω
έχω και νύχια σουβλερά για να τον γρατσουνίσω.
Είμαι πολύ ευγενικός και έχω φίνους τρόπους
και γνώσεις από φανερούς μα και κρυμμένους τόπους.
Όλοι που με γνωρίζουνε μου βγάζουν το καπέλο
μου φέρνουνε να φάω στο πιατάκι ό,τι θέλω.
Μη ψάχνετε, μη τρέχετε, δεν πρέπει να ιδρώσετε
χωρίς άλλη κουβέντα το βραβείο να μου δώσετε.
Λοιπόν εγώ αποσύρομαι για να μη κουραστείτε
ας έρθουν οι υπόλοιποι να τους ακροαστείτε.
Κάνετε λίγο γρήγορα για να μη περιμένω
εγώ είμαι ο καλύτερος, το θέμα τελειωμένο.
Χελώνα:
Δείτε με, καμαρώστε με την όμορφη κοκόνα
τη μικροκαμωμένη αλλά γρήγορη χελώνα.
Καθόμουνα αμέριμνη, λιαζόμουνα στο δάσος
κι έσκασε μύτη ο λαγός με περισσό το θράσος.
Μίλαγε σ' όλους όμορφα, το στόμα έσταζε μέλια
μα όταν εμένα κοίταξε τον πιάσανε τα γέλια.
Κορόιδευε και μου 'λεγε το άλλο, αυτό κι εκείνο
πως πάντα ήμουνα αργή κι έτσι θα παραμείνω.
Με δείχνανε και γέλαγαν τα άλλα τα ζωάκια
κι εγώ εθύμωσα πολύ, μ' ανάψαν τα λαμπάκια.
Τα μάτια έγιναν κόκκινα σαν τις ταινίες τρόμου
κι αμέσως τον προσκάλεσα σ' έναν αγώνα δρόμου.
Αυτός τότε με κοίταξε με μάτια γουρλωμένα
και είπε κοροϊδευτικά : "Το 'πες αυτό σε μένα;".
Μου 'πε να το ξανασκεφτώ μα όμως συμφωνήσαμε
μέσα σε λίγες ώρες τον αγώνα κανονίσαμε.
Διαιτητής η αλεπού, κράταγε ένα κοντάρι
το σήμα για την έναρξη θα 'δινε το λιοντάρι.
Αρχίσαμε να τρέχουμε, βάζω τα δυνατά μου
μα εκείνος ήταν ήδη δυο χιλιόμετρα μπροστά μου.
Στη μέση της διαδρομής, που έφτασε στο κέντρο
σταμάτησε και ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο.
Μ' έβλεπε που 'μουν μακριά κι αρπάζει ένα σάκο
απάνω του τον έριξε και πήρε έναν υπνάκο.
Έλεγε : "Τον αγώνα εγώ δε πρόκειται να χάσω"
αφού ήθελα πάρα πολύ μέχρι να τόνε φτάσω.
Ο ύπνος όμως έπεσε βαρύς στα βλέφαρά του
κι έτσι δε με κατάλαβε που πέρασα μπροστά του.
Κατάφερα και έφτασα στο τέλος κουρασμένη
κι όταν εκείνος ξύπνησε και είδε τι συμβαίνει
έφυγε από ντροπή με την ουρά στα σκέλια
ενώ τα άλλα ζώα είχαν πέσει απ' τα γέλια.
Κι έτσι τελειώνει φίλοι μου η δική μου ιστορία
να είσαστε όλοι καλά και εις άλλα με υγεία.
Aλαντίν:
Βαράτε τις καμπάνες, ντουν και νταν και ντιν
κύριοι παρουσιάζομαι, είμαι ο Αλαντίν.
Κάποτε ήμουνα φτωχός, πολύ φτωχός σας λέω
να τώρα που το σκέφτομαι μου έρχεται και κλαίω.
Μια μέρα όμως ήρθε κάποιος μέσα απ' το παλάτι
και μου 'πε εμπιστευτικά ότι με θέλει κάτι.
Έμοιαζε γέρος, ταπεινός, με γκρίζα τα μαλλιά
με πήρε και μ' οδήγησε μέσα σε μια σπηλιά.
"Είμαι παππούς,", μου έλεγε, "για να σηκώνω βάρη"
κι έτσι εμένα έστειλε να φέρω ένα λυχνάρι.
Πήγα να του το δώσω αλλά είχε παλαβώσει
προσπάθησε σαν έβγαινα από 'κει να με σκοτώσει.
Εγώ πολύ φοβήθηκα, τη βία δεν κατέχω
άρπαξα το λυχνάρι του και άρχισα να τρέχω.
Αργότερα στο σπίτι μου που έτρωγα πεπόνι
το λυχναράκι κοίταζα και είχε πιάσει σκόνη.
Το έτριψα μ' ένα πανί που πάνω είχε βενζίνη
και ξαφνικά πετάγεται από μέσα ένα τζίνι.
Στάθηκα και το κοίταζα και ρώτησα: "Τι θες;"
μου είπε ότι μπορεί να πραγματώσει τρεις ευχές.
Και ήτανε αλήθεια, το κεφάλι μου δε χτύπησα
δειλά του αποκάλυψα πως θέλω την πριγκίπισσα.
Αμέσως τότε μ' έκανε έναν πρίγκιπα μεγάλο
με πλούτη, μεγαλεία και ό,τι να 'ναι άλλο.
Έστειλα υπηρέτες μου πέρα απ' το χωράφι
να πάνε και να δώσουν στην πριγκίπισσα χρυσάφι.
Ύστερα έφτασα κι εγώ στο όμορφο παλάτι
με είδε η πριγκίπισσα και μου 'κλεισε το μάτι.
Τη ζήτησα για σύζυγο και αμέσως την επήρα
ευχαριστούσα συνεχώς και την καλή μου μοίρα.
Και έτσι τώρα ζω με τον πατέρα της κι εκείνη
και με τον ευεργέτη μου, τον φίλο μου, το Τζίνι.
Μια ιστορία μαγική, με έρωτα και χάρη
σκεφθείτε, ίσως θα 'πρεπε τον τίτλο να τον πάρει.
Ο ψεύτης βοσκός:
Να 'μαι παρουσιάζομαι στα μάτια σας εμπρός
εγώ είμ' ο περιβόητος ο ψεύτης ο βοσκός.
Ήμουνα πάνω στο βουνό κι εκεί όπως καθόμουνα
τα πρόβατά μου στη βοσκή, εγώ όμως βαριόμουνα.
Πώς θα περνούσε η ώρα μου εκείνη την ημέρα;
κουράστηκα συνέχεια να παίζω τη φλογέρα.
Ιδέα όμως κατέβηκε στο άδειο μου κεφάλι
και να φωνάζω άρχισα με μια φωνή μεγάλη.
"Βοήθεια παρακαλώ, αρχίστε το τροχάδι
λύκος μου επιτίθεται να φάει το κοπάδι".
Τ' ακούσανε οι χωριανοί, σηκώσανε τα χέρια
πήραν αξίνες, ρόπαλα και ξύλα και μαδέρια.
Κουράστηκαν ερχόμενοι και γίνανε κουρέλια
κι εγώ καθώς τους έβλεπα έπεσα απ' τα γέλια.
Φτάσανε πάνω στο βουνό τον λύκο να σκοτώσουν
και όλα μου τα πρόβατα απ' τον θάνατο να σώσουν.
Σαν είδαν τι συνέβαινε τους κόπηκε η φούρια
κάθονταν και με κοίταζαν στημένοι σαν αγγούρια.
Γέλασα πάρα πολύ μ' εκείνο το αστείο
γελούσανε και τα παιδιά στο ζαχαροπλαστείο.
Το έκανα και πάλι με την πρώτη ευκαιρία
το σχέδιό μου στέφθηκε από επιτυχία.
Μα ένας λύκος μια φορά ήρθε εκεί στ' αλήθεια
και έτρεχα σα τον τρελό φωνάζοντας βοήθεια.
Κανένας δεν με πίστεψε, όλοι μ' έλεγαν βλάκα
νόμιζαν λέω ψέματα, νόμιζαν κάνω πλάκα.
Κι όπως καταλαβαίνετε, μέχρι να έρθει βράδυ
ο λύκος κατασπάραξε όλο μου το κοπάδι.
Μα τώρα άλλαξα μυαλό, καλύτερο και νέο
τα ψέματα είναι κακά και δεν τα ξαναλέω.
Κι εσείς που με ακούτε 'δω, βάλτε το στο μυαλό σας
ποτέ μη λέτε ψέματα, το λέω για καλό σας.
Αυτή λοιπόν που ακούσατε ήταν η εμπειρία
σκεφτείτε, ίσως είναι η καλύτερη ιστορία.
Kοκκινοσκουφίτσα
Ποια είναι αυτή που βλέπετε μπροστά σας, η κουκλίτσα;
ακόμα δε το βρήκατε; η Κοκκινοσκουφίτσα.
Το όνομά μου ξακουστό, όλοι σας το γνωρίζετε
κάθε παιδί πάνω στη γη στο μύθο μου εθίζεται.
Καθόμουν στο δωμάτιο, μύριζα τ' άρωμά μου
μα ξαφνικά με φώναξε από μέσα η μαμά μου.
Με έστειλε να πάω στη γιαγιά μου φαγητό
και βρέθηκα να περπατώ με βήμα χαρωπό.
Εκεί όμως που προχώραγα, τρώγοντας ένα σύκο
μπροστά μου εσυνάντησα ένα μεγάλο λύκο.
Με ρώτησε που πήγαινα, του εξήγησα κι εμπρός
έφυγε τόσο γρήγορα σα να 'τανε λαγός.
Πήγε αμέσως στη γιαγιά, της χτύπησε την πόρτα
είπε πως ήμουνα εγώ και είχα φέρει χόρτα.
Πετάχτηκε, την έφαγε με μπόλικο αλάτι
μετά πήρε τα ρούχα της κι έκατσε στο κρεβάτι.
Σε λίγο έφτασα κι εγώ, τον είδα που καθόταν
είχε ξαπλώσει ανάσκελα και άσχημα βρυχιόταν.
"Γιατί γιαγιά μου", ρώτησα, "έχεις μεγάλο στόμα;"
"Για να σε φάω", φώναξε, "γιατί πεινάω ακόμα".
Σ' όλο το σπίτι ύστερα αυτός με κυνηγούσε
μα όμως ένας κυνηγός που από 'κει περνούσε
με άκουσε που φώναζα και ήρθε να με σώσει
σήκωσε αμέσως τ' όπλο του, το λύκο να σκοτώσει.
Τον χτύπησε στο πρόσωπο κι έπεσε στο χώμα
λάσπες και σκόνη γέμισε ολόκληρο το σώμα.
Βγάλαμε τότε τη γιαγιά μέσα απ' την κοιλιά του
και μια κοτρόνα βάλαμε μέσα στην αγκαλιά του.
Και από τότε όλα καλά μας πάνε στη ζωή μας
και τη γιαγιά τη φέραμε στο σπίτι μας μαζί μας.
Αυτό είν' το παραμύθι μου και τώρα σας αφήνω
πάω στο κυλικείο, για έναν καπουτσίνο.
Τα τρία γουρουνάκια:
-Γεια και χαρά σε όλους απ' τα τρία τα παιδάκια
τα όμορφα κι ευχάριστα, τα τρία γουρουνάκια.
-Ζούσαμε και οι τρεις με το μπαμπά και τη μαμά
μα έφτασε η ώρα για ν' ανοίξουμε φτερά.
-Φύγαμε απ' το σπίτι και στο δάσος προχωρούμε
και ψάχναμε για τη ζωή το δρόμο μας να βρούμε.
-Έπρεπε ο καθένας μας να φτιάξει ένα σπιτάκι
εγώ μένω σε άχυρα, σε ξύλα τ' αδερφάκι.
-Κι εγώ που είμ' ο μεγάλος, τα έβαλα όλα χάμω
και έφτιαξα το σπίτι μου με τούβλα και με άμμο.
-Ζούσαμε ο καθένας στο δικό του το σπιτάκι
μα ένας λύκος φάνηκε μια μέρα στο δρομάκι.
-Σε μένα ήρθε και χτύπαγε την πόρτα να την σπάσει
εγώ φοβήθηκα πολύ, του 'πα να το ξεχάσει.
Μα εκείνος φύσηξε βαριά, το σπίτι μου το γκρέμισε
κι όλο τον κόσμο γύρω μου με άχυρα τον γέμισε.
-Έτρεξε γρήγορα, ευθύς και ήρθε στο πλευρό μου
γιατί ήτανε πιο δυνατό το σπίτι το δικό μου.
Μα ο λύκος το εφύσηξε σα βόμβα απ' το ΝΑΤΟ
κι όλα τα ξύλα του σπιτιού πέσαν αμέσως κάτω.
Κι οι δύο τότε τρέξαμε να φτάσουμε στον άλλο
τον τρίτο μας τον αδερφό, στο σπίτι το μεγάλο.
-Σε μένα όταν φτάσανε, κλειδώσαμε τις πόρτες
απ' έξω ο λύκος ήτανε κι έκοβε κάτι βόλτες.
Φύσαγε, ξαναφύσαγε, μα μάταιη προσπάθεια
το σπίτι μου βρισκότανε στου ανέμου την απάθεια.
Ο λύκος χρώματα άλλαζε, άδειαζε, ξαναγέμιζε
μα όμως το σπιτάκι μου με τίποτα δεν γκρέμιζε.
-Και έτσι τα παράτησε κι έφυγε μακριά
κι όλα μαζί τ' αδέρφια ζούμε μέσα στη χαρά.
-Αυτή 'ναι η ιστορία μας για την αδερφοσύνη
δώστε μας το βραβείο αν έχετε τη καλοσύνη.
Aφηγητής:
Γι' αυτούς, λοιπόν, που ακούσατε έγινε αυτός ο σάλος
δεν έμεινε για ακρόαση να 'ρθει κανένας άλλος.
Κι ας πάμε τώρα γρήγορα, χωρίς καμία πρόφαση
να δούμε αν η επιτροπή έβγαλε την απόφαση.
(Κοιτάζει προς τα παιδιά και τα βλέπει που κοιμούνται.)
Μα, δείτε όμως τι έγινε στο φως των αστεριών
ύπνος βαθύς απλώθηκε στα μάτια των παιδιών.
Τόσα πολλά που ακούσανε τους πήραν το κεφάλι
τους ήρθε μία μαγική κι ευτυχισμένη ζάλη.
Κοιτάξτε πόσο όμορφα και ήρεμα κοιμούνται
στα όνειρά τους όλα όσα άκουσαν θυμούνται.
'ρα λοιπόν, συμπέρασμα κυρίες μου και κύριοι
τα παραμύθια φτιάχτηκαν για κείνων το χατίρι.
Ποιό είναι το καλύτερο, δεν έχει σημασία
μες στων παιδιών σας τις ψυχές βρίσκεται η ουσία.
Γι' αυτά όλοι πασχίζουμε, αυτή είναι η αλήθεια
γιατί ζητάνε από μας να λέμε παραμύθια;
Για να μπορούν να κρίνουνε, να μάθουν, ν' αγαπάνε
όταν πάνω σε σύννεφα, στο όνειρο πετάνε.
Κι εσείς που με ακούτε, με το χέρι στη καρδιά
όλοι σας θα ευχόσασταν να γίνετε παιδιά.
Να τρέχετε, να παίζετε, να κλαίτε, να γελάτε
το μίσος να μη νιώθετε κι όλους να αγαπάτε.
Σας δίνω μία συμβουλή, πάντα να τη θυμάστε
να γίνετε ξανά παιδιά ποτέ να μη φοβάστε.
Θέλει αγάπη η ζωή, φιλία και τραγούδια
όπως συμβαίνει σε αυτά εδώ τα αγγελούδια.
(Παύση. Δείχνει τα παιδιά, κοιτάζει τριγύρω του και λέει... )
Τελείωσε ο ρόλος κι η δική μου λειτουργία
καλή σας μέρα εύχομαι, αγάπη και υγεία.
ΤΕΛΟΣ
Toυ Θανάση Λιούνη
6 σχόλια:
Καλησπέρα μικρή μου θάλασσα.. αχ αυτά τα παραμύθια
Αχ ωραιο παραμυθι..!πολυ πρωτοτυπο..
Eυτυχώς που υπάρχουν και αυτά σταγονίτσα μου,για να ξεφεύγουμε λιγάκι από τον μάταιο τούτο κόσμο. Καλό βράδυ να έχεις και να είσαι καλά.
Μίνα ναι είναι πολύ πρωτότυπο όντως.Σε κάνει να το ακολουθείς,αν και ξέρεις τι θα δεις παρακατώ... Καλό βράδυ σου εύχομαι.
Μακάρι να μπορούσαμε για λίγο να γίνουμε παιδιά και να α βλέπαμε όλα με τα αθώα ματια της παιδικής ψυχής... Καλημέρα...
Αν δεν το μπορούμε,ας το προσπαθούμε τουλάχιστον. Καλημέρα Άρη μου..καλό ξημέρωμα
Δημοσίευση σχολίου