15/9/10

Tότε που κυνηγούσα τους ανέμους...



«Ακούω μηνύματα. Φωνές απ’ την Ελλάδα. Ελληνικά καλέσματα. Έλα! Ο επαναπατρισμός σου είναι ελεύθερος».

Μα εγώ ρωτώ:

«Ο επαναπατρισμός μου ναι είναι ελεύθερος. Εγώ όμως θα είμαι ελεύθερος μετά τον επαναπατρισμό μου;»

Ένας αγαπητός μου φίλος μου τηλεφώνησε. «Έχεις το κλειδί της πατρίδας στο χέρι σου! Άνοιξε και μπες». Μα εγώ θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα της πατρίδας μου μ’ ελληνικό χέρι, ενώ η επίσημη δήλωση είναι κάπως θολή. Τέλος πάντων, τι μου προσφέρουν, ιθαγένεια ή επαναπατρισμό; «Επαναπατρισμόν», μου απαντούν «χωρίς Ιθαγένεια». Και τότε αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!

Γιατί νάρθω στην Ελλάδα; Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα; Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και ελεύθερος παρά επαναπατρισμένος και επιτηρούμενος.

Είμαι πικραμένος αφάνταστα για τη μεταχείριση των αρχών απέναντί μου. Μα είναι απελπιστικό. Η Ελλάδα που γεννήθηκε για να προσφέρει την ελευθερία στους άλλους ν’ αρνείται να την προσφέρει στα παιδιά της.

Η πατρίδα μας από φριχτά ολισθήματα, λάθη και προδοσίες άλλων, μπήκε στον κυκλώνα μιας αληθινής τραγωδίας. Και να γιατί σαστίζω. Πώς σε μια τόσο μεγάλη Ελλάδα δεν μπορούν να χωρέσουν στον κόρφο της μερικές χιλιάδες ορφανεμένα της παιδιά.

Δεν ξέρω τι με περιμένει στο μέλλον. Αύριο ξαναμπαίνω στο Νοσηλευτήριο, πολύ μακριά από το Βουκουρέστι και δε θα μπορώ να λέω πια τα παράπονά μου στον αγαπημένο μου Ελληνικό Τύπο. Έτσι λυπούμαι που δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω ούτε ένα από τα χρέη μου. Περιορίζομαι μόνο ν’ απευθύνω τις ολόθερμες ευχαριστίες μου που με τόση γενναιοφροσύνη και ανθρωπιά μου συμπαραστάθηκαν στον ανέλπιδο αγώνα μου.
Σφίγγω με αγάπη στο στήθος μου την παλλόμενη ελληνική καρδιά του Κέβιν Άντριους.
Χαιρετώ όλους όσοι με σκέπτονται και με καρτερούν.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 11/4/1975




Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης, ο επωνομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας. Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Έργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και
του '70.

Γεννήθηκε το 1906 ή κατ' άλλους το 1912 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά του περιπλανήθηκε αρκετά, μέχρι να εγκατασταθεί το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας.

Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό. Έτσι, ο νεαρός Δημήτρης αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού (Λουδίας). Από τον ποταμό Λουδία εμπνεύστηκε το φιλολογικό του ψευδώνυμο Λουντέμης. Η στράτευσή του στην Αριστερά και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».

Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, ο Λουντέμης θα έλθει στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, οι οποίοι σύχναζαν στη λέσχη «αν Σουσί» της οδού Πατησίων. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τους διακεκριμένους ομοτέχνους του Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος στην «Αθηναϊκή Λέσχη» και να ανασάνει οικονομικά.


Την ίδια εποχή αναπτύσσει στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος θα τον δεχθεί ως ακροατή στις παραδόσεις του, αφού ο Λουντέμης δεν μπορούσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική, καθώς δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο, λόγω των πολιτικών του περιπετειών και της οικονομικής του ανέχειας. Το 1938 ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας και τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν».

Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο.

Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα στο διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό», αναφέρονται «…προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας…». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».



Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά:

«Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».

Στη συνέχεια καταθέτουν μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Ανάμεσά τους ο Κώστας Βάρναλης την κατάθεση του οποίου αξίζει να διαβάσει κανείς (στο βιβλίο «Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη», εκδόσεις ΟΛΥΜΠΙΑ – Στρουμπούκης που φοβάμαι όμως ότι είναι εξαντλημένο).

Τέλος ο Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του και περιγράφει μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο ο πρόεδρος παρατηρεί:

«Απορώ … πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας…».

Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!»

Οι επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες που έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Άγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον».

Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα είναι βαρύ για τον Λουντέμη. Εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την πατρίδα, «ένα ελληνικό καφεδάκι...μιά ρετσίαν..», έγραφε σ' ένα φίλο του. Μετά την μεταπολίτευση ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Ιανουαρίου 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.



«Οι αναποδιές κι οι σκουντούφλες, τα ντέρτια κι οι μαύρες συντυχιές, στον κόσμο αυτόν πάνε μαζί μαζί. Έρχεται η μια και σου χτυπάει την πόρτα και ξοπίσω της μπουκάρουνε όλες μαζί. Μπουλούκι. Σαν τις καλιακούδες απάνου στο λέσι».

«Τι πολιτεία θα ’ταν αν δεν είχε και κανένα πεθαμένο; Ύστερα χρειάζεται κι αυτός για να βάλουν γνώση οι ζωντανοί – αν βάλανε ποτές».

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ «ΣΥΝΝΕΦΙΑΖΕΙ»
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ



Σε ανοιχτή επιστολή που στέλνει από το Βουκουρέστι προς δημοσίευση γράφει:

Προς τον ποιητήν Κέβιν Άντριους

Αγαπητέ μου συνάδελφε, (τι κρίμα να μην μπορώ να σας πω “συμπατριώτη”) η συγκίνησίς σας με συνετάραξε. Είσθε λοιπόν Έλληνας; Ώστε στην Ελλάδα αν το λαχταρά μπορεί να γίνει Έλληνας και ένας ξένος φτάνει να την αγαπά; Πέστε μου, καλέ μου συνάδελφε, επειδή κι εγώ πολύ την αγαπώ, πέστε μου ποιες διαδικασίες ακολουθήσατε και πόσο κράτησαν αυτές; Γιατί εγώ 15 χρόνια παλεύω κι ακόμα δεν τα κατάφερα. Σας παρακαλώ… εσείς που έχετε τον ενθουσιασμό του νέου Έλληνα βοηθήστε ένα γεννημένο στην Ελλάδα, βασανισμένο στην Ελλάδα, να γίνει κι αυτός Έλληνας. Δεν μιλώ σαρκαστικά. Σας μιλώ τραγικά. Βοηθήστε με τουλάχιστον εσείς αφού κανείς από τους συμπατριώτες μου δεν με βοηθά.
Με τιμή
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ


Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 24/3/1975



Η Ελλάδα συνεχίζει να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο απέναντι σε αυτόν τον μεγάλο άνθρωπο των γραμμάτων δίχως κανένα ίχνος μεταμέλειας μέχρι σήμερα. Το σπίτι του Μ. Λουντέμη στον Εξαπλάτανο Πέλλας όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια παρότι έχει χαρακτηριστεί - με προεδρικό διάταγμα του 1985 - διατηρητέο, 33 χρόνια μετά, παραμένει εγκαταλειμμένο και ετοιμόρροπο, εξαιτίας της αδυναμίας εξεύρεσης λύσης στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, αλλά και των πολλών συναρμόδιων φορέων και υπουργείων πάνω στο θέμα.

Η υφυπουργός τονίζει ότι «η αποκατάσταση του σπιτιού όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια ο μεγάλος μας συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης είναι μια διαρκής μάχη με το χρόνο, που έχει φθείρει αρκετά ένα σημαντικό μνημείο του ελληνικού πολιτισμού».

«Τι τσινιάρικη φοράδα είν’ αυτή η Ελλάδα και δεν μποράνε να την κάνουν ζάφτι;»

«Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι».

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ «ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΑΝΟΙΞΗ»
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


3 σχόλια:

Τα χνάρια είπε...

Καραβάκι μου που ταξιδεύεις στις θάλασσες της ψυχής, ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΗ!
Ήρθα βιαστική να πάρω το λινγκ σου για τα μπροκρόλια μου και πέτυχα και Λουντέμη! Αδυναμία μου! Θα σου πω άλλη στιγμή περισσότερα. Ένα είναι σίγουρο, θα την χρειαστώ αυτή την ανάρτησή σου!
Χάρηκα! Τα λέμε!

Ιωάννα Λουλάκη είπε...

Κι εγώ αγαπάω πολύ το Λουντέμη!..
Πρόσφατα ξαναδιάβασα (για τρίτη φορά σε ...40 χρόνια το "ένα παιδί μετράει τ΄άστρα"... Η "αγέλαστη άνοιξη" με βοήθησε ως εκπαιδευτικό... Ενώ "ο μικρός Σουκρής" απ' το "Συννεφιάζει" ήταν απ' τα κείμενα που με συγκινούσε κάθε φορά που το δίδασκα στα πρωτάκια (και μου φαίνεται συγκινούνταν κι αυτά...και κάποια κοριτσάκια ...αναστέναζαν...

Μαύρος Γάτος είπε...

Καλησπέρα κ καλή χρονιά!

Εξιαρετικό το αφιέρωμα, μια μικρή διόρθωση μόνο: ο Λουδίας και ο Γαλλικός είναι δύο διαφορετικά ποτάμια.

Σ;ο)