3/6/10

Πάλι πλησιάζει Παρασκευή , που να πάρει...



… Συνέβη εκείνους τους πολύ παλαιούς καιρούς, όταν ακόμη ο καιρός δεν ήτανε καιρός γιατί δεν κυλούσε, μόνο παραζαλισμένος έφερνε βόλτα γύρω από το μάτι του σαν σβούρα.
Ξημέρωνε ένα πρωινό ομιχλώδες και κρύο πάνω από τους ολοστρόγγυλους λειμώνες του χρόνου. Παντού μπαμπάκια πάχνης αιωρούμενα, συχνά να σκαλώνουν στις βελόνες των πεύκων, να τα παίζει ο αέρας, να τα μαδάει σε κλωστές ως κάτω μακριά, εκεί που τα λιβάδια γίνονται άμμος ξανθή και αρχίζει η περιπέτεια της θάλασσας.



Όλα έμοιαζαν απολιθωμένα, τα νερά στεκούμενα και ο άνεμος χαυνωμένος, γιατί η επανάληψη τα επανέφερε, τα επαναπάτριζε στη θέση εκκίνησης, έτσι που το ‘‘γίγνεσθαι’’ να αυτοκαταναλώνεται αυτούσιο και να κατακυρώνεται στα κυκλικά ενυδρεία του ‘‘τώρα’’.

Κάτι υπηρέτες αράπηδες, που είχαν βγει χαράματα να αρμέξουνε τις αγελάδες και ύστερα να τις βγάλουν για βοσκή, επιστρέφοντας με τις βαριές καρδάρες στα χέρια, βρήκανε στην αυλόπορτα της Εβδομάδας ένα πλεχτό καλάθι από χλωρά κλωνάρια λυγαριάς. Μέσα του, ένα κοριτσάκι με τα ξίγκια της γέννας ασφούγγιστα ακόμη να κάνουν κρούστα πάνω στο αχαμνό του κορμάκι, νιαούριζε σπαρακτικά από μοναξιά κι από πείνα σαν πεινασμένο γατσούλι.



Φορούσε στο λαιμό του ένα εγκόλπιο από κοκκινωπό χρυσάφι, δουλεμένο στο σχήμα της ερωτευμένης καρδιάς, και στα ροδαλά του χέρια έσφιγγε δύο αμυγδαλάκια. Κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιοι ήταν οι γονείς της και ποια χρεία τους ανάγκασε να την παρατήσουν απροστάτευτη στους πέντε δρόμους, ελπίζοντας στην αμφίβολη φιλανθρωπία κάποιων ξένων. Ευτυχώς όμως, η μικρή έπεσε σε καλά χέρια. Την μπάσανε στο σπίτι της Εβδομάδας και τη μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί, ταΐζοντάς τη σταφίδες και ζαχαρωτά και ποτίζοντάς την ολόπαχο αγελαδινό γάλα.

… Όταν με το θέλημα του Θεού ήρθε καιρός να ανοίξουνε οι πόρτες της Ιστορίας για να κυλήσει το ποτάμι του καιρού ψάχνοντας την κοίτη του, ανυποψίαστο για τα προσχωσιγενή της εκβολής του, δόθηκε στην Παρασκευή –αν και υιοθετημένη– το προνόμιο να κουμαντάρει κι αυτή με τη σειρά της την πορεία και τα χούγια του καιρού.



Έσπασε τότε εκείνη το ένα αμύγδαλο κι έβγαλε από μέσα ένα φουστάνι που είχε ζωγραφισμένο πάνω του το ουρανό με τ’ άστρα, το φόρεσε και σαν χτενίστηκε και βγήκε στο σεργιάνι έλαμψαν ιλαρά ως την πιο μυστική τους κόχη όλες οι κάμαρες του χρόνου. Έσπασε και το άλλο αμυγδαλάκι κι έβγαλε ένα δεύτερο φουστάνι χωρίς ραφή και βελονιά, που είχε τη γη με τα λουλούδια ένα προς ένα αυτοπροσώπως πάνω του, το πρόβαρε κι αγαλλίασαν οι καθρέφτες ραγίζοντας και γέλασαν ευτυχισμένες όλες οι κάμαρες του χρόνου.

Έτσι έκανε το ποδαρικό της μέσα στον καιρό, πεντάμορφη κι αστραφτερή, φορώντας δώδεκα ώρες το εικοσιτετράωρο το ένα της φουστάνι, δώδεκα ώρες το άλλο, και διαρκώς το βαφτιστικό της εγκόλπιο.



... Από τις έξι θηλυκές Ημέρες της Εβδομάδας, η Παρασκευή είναι, κοινή παραδοχή, η ομορφότερη. Τα Χαρτιά που μιλούν για το πώς κατανεμήθηκε η ομορφιά στον κόσμο λένε ότι το δέρμα της έχει το χρώμα του ψημένου σιμιγδαλιού, τα μάτια της είναι στιλπνά, υγρά και τσακίρικα, σαν της δορκάδας την άνοιξη, και οι αστράγαλοί της είναι λεπτοί και κοντυλογραμμένοι.

Όμως οι αδερφές της πιο πολύ τη ζηλεύουν για τα τροφαντά της βυζιά, τρυφερά και μεγάλα όσο δυο κούπες φυσημένες από αλχημιστές της Πράγας. Στο αιχμηρό τους ζενίθ θριαμβεύουν κόκκινες οι ζουμερές κι ολόγλυκες, ίδιες με βυτινιώτικα κεράσια, ρώγες.



… Η Παρασκευή διαλέγει τους εραστές της αποκλειστικά από την κάστα των μυστακοφόρων (δείχνοντας μάλιστα ιδιαίτερη προτίμηση σε εκείνους με τα ανατολίτικα γούστα), για να τους παραδοθεί μπαίνοντας στο σώμα κάποιας από τις θνητές γυναίκες του κόσμου. Ύστερα από κάθε ερωτική συνεύρεση, έχει τη θαυμαστή ικανότητα να επαναφέρει αυτομάτως την παρθενιά και στις εννέα παραβιασμένες τρύπες του κορμιού της. Όποιος καλότυχος λάβει τη δωρεά να την κοιμηθεί μια νύχτα μετά δε θέλει να γυρίσει να κοιτάξει άλλη γυναίκα – τέτοια είναι η γλύκα της αγκαλιάς της.

…Τα χαρτιά που μιλούν για το που φυτρώνει το δειλό πανσεδάκι της καλοσύνης και πού απλώνει ρίζα η άγρια αγκινάρα της κακίας λένε, ότι τις πενήντα μία φορές που η Παρασκευή έχει το πάνω χέρι στα καλεντάρια, προστατεύει τους κατατρεγμένους, τους ασθενείς και τους οδοιπόρους.



Για παράδειγμα, το χάραμα της Παρασκευής, όταν οι λύκοι επιστρέφουν χορτασμένοι στις μονές τους, είναι η καλύτερη στιγμή για να πιάσει παιδί και μάλιστα αρσενικό η στείρα γυναίκα. Το μεσημέρι της Παρασκευής βοηθάει στο να γυρίσει η τύχη του κατσικοπόδαρου κουμαρτζή. Το δε βράδυ της είναι η πιο κατάλληλη ώρα για να περάσει τα σύνορα ο λαθρέμπορας, χωρίς να πιάσουν τη μυρωδιά του τα σκυλιά ή να τον βρει η σφαίρα των τελώνηδων.

Όλοι οι ελεεινοί και αξιοδάκρυτοι της οικουμένης, αλλά και κάμποσοι τρανοί –άρχοντες των αγρών και των αλόγων, στρατηλάτες γερακομύτες και υπερφίαλοι, θαλασσοπόροι μερεμετατζήδες των κυμάτων, αστροναύτες πελαργοί ασουλούπωτοι– κουβαλάνε πάνω τους ένα χαλίκι κοκκινωπό χρυσάφι που, απ’ ό,τι λένε, είναι φτιαγμένο και το μενταγιόν της Παρασκευής.


Όταν ο κόμπος από τα βάσανα της ζωής φτάσει στο χτένι, όταν αρρώστια ή βασκανία χτυπήσει το σόι τους και τα ζωντανά τους, όταν λίβας μαροκινός κάψει τη σοδειά τους ή κίνδυνοι απρόβλεπτοι απειλήσουν τις περιουσίες τους, όταν ύφαλος από κοράλλια-μαχαίρια χαρακώσει την καρίνα των καραβιών τους ή αιφνίδιος μετεωρίτης εμφανιστεί στα όργανα ελέγχου των διαστημοπλοίων τους, τότε το πιπιλάνε να πάρουν κουράγιο και δύναμη.

… Μια φορά το χρόνο, όμως, η Παρασκευή ξυπνάει ρουθουνίζοντας σαν σιχαμένη γουρούνα και, σάμπως να της τσιγκλάνε τα ψαχνά όλοι οι διάβολοι και οι τρίβολοι, πάει να στραγγαλίσει μέσα στην αβρότητα των χεριών της όλες τις καλοσύνες που έπραξε τον προηγούμενο καιρό.


Τα Χαρτιά δε λένε αν ετούτη η ημέρα-πανικός, η ημέρα-ταραντούλα πέφτει άνοιξη ή φθινόπωρο, χειμώνα ή καλοκαίρι, τονίζουν όμως ότι, όπως η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, έτσι και η πιο σκληρή ημέρα του χρόνου δείχνει από τα χαράματα τη μοχθηρία των δοντιών της. Αρχίζει από τις πρώτες πρωινές ώρες με ένα ψιλόβροχο σαν ξυραφάκι, που πειθαναγκάζει τα νεύρα στη φουρτούνα της ανατριχίλας και κάνει τα νεφρά να δένουν στην ψίχα τους επώδυνα κρυσταλλικά βοτσαλάκια, για να τελειώσει με μια μυρωδιά αναγούλας, μια μυρωδιά γδαρμένου σκύλου, που ποτίζει ως το μεδούλι τον καιρό. Ίσως η ανεξήγητη φούρκα του μυαλού και της καρδιάς της να απελευθερώνει ιδρώτα άσχημο και βρομερό που να καλύπτει το μύρο που ευωδιάζουν οι τρυφερές της αμασχάλες και η διχάλα ψηλά των ποδιών της.



Μια τέτοια ημέρα κάθε πετούμενο πουλί θα βρει στη φωλιά του αυγά φιδιού κι ανίδεο θα κουρνιάσει πάνω τους να τα επωάσει. Μια τέτοια ημέρα ο Υιός του Ανθρώπου, γδυμνός και των ταπεινών ταπεινότερος, θα κατεβεί στον Άδη με τα σημάδια των ήλων, του ακάνθινου στεφάνου και της λόγχης στο πάνσεπτό Του σώμα, νεκρός νοούμενος εν μέσω νεκρών. Μια τέτοια ημέρα, ο εραστής του έρωτα των Αμαδρυάδων, ο των θαυμάτων και τεράτων ποιητής, θα γράψει εκείνο το άρτιο ποίημα, το ζωντανό ποίημα, που θα στραφεί εναντίον του και θα τον πάρει στο κατόπι, όπου κι αν πάει, όπου κι αν σταθεί, ως να τον αφανίσει.

Ας μην πιάσει προζύμι η καλή νοικοκυρά μια τέτοια ημέρα, γιατί άρτο φαρμακωμένο θα ταΐσει τους εδικούς της΄ ας μη φτύσει τις παλάμες του ο πρωτομάστορας πιάνοντας το μυστρί, γιατί θα χρειαστεί αργότερα να χτίσει τη διαλεχτή του στα θεμέλια για να στεριώσει το γεφύρι΄ ας μη μείνει ούτε μια στιγμούλα αφύλαχτο το παιδί στο σπίτι, γιατί θα χώσει της φουρκέτες της μητέρας του στην πρίζα.


Κι εσύ, φίλε αναγνώστη,

αν είσαι σμιχτοφρύδης, μάθε να ξεχωρίζεις την οσμή του γδαρμένου σκύλου κι άμα Παρασκευή τη νιώσεις να σου τριβελίζει τα ρουθούνια, λυπήσουμε, κλείσε αμέσως ετούτη τη σελίδα κι ούτε μια συλλαβή από το βαφτιστικό μου όνομα μην πιάσεις στο στόμα σου...

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Πάνου Σταθόγιαννη ‘‘Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΘΥΜΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ’’, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, 1995.


2 σχόλια:

dimitris είπε...

Χαιρεται, βιβλιο ητανε, τα δικα σου κειμενα μου αρεσουν....Δεν πιστευω να το εχεις γραψει εσυ το βιβλιο?

Καραβάκι είπε...

Δημήτρη δεν ξέρω να γράφω.Κάποτε πριν πολλά χρόνια το έκανα.Τώρα μου είναι αδύνατο.Κάτι έχε κλειδώσει μέσα μου.Προτιμώ να ζωγραφίζω.Μου αρέσει περισσότερο.