9/8/10
Γραφικοί τύποι της παλιάς Κοζάνης
Δεν ήταν λίγοι οι πειρασμοί του δρόμου που γαργάλιζαν τη μύτη των παιδιών και τους μάζευαν το πενιχρό τους χαρτζιλίκι. Ένα σωρό άνθρωποι είχαν σαν επάγγελμα να περιφέρουν γλυκά κι άλλα κακανέλια από μαχαλά σε μαχαλά και να διαλαλούν τόσο την ποιότητα όσο και την τιμή τους.
Όσοι αναπολούν τα πρωινά στην παλιά Κοζάνη σίγουρα θα θυμούνται να αντηχεί η φωνή του κουλουρτζή...
« Κλούρια ʽδω !!!! Πέντε δεκάρες κι ένα φράγκο!!!»
Χαρακτηριστική φιγούρα ο Μανόλης ο Τσιάρας , γνωστός ως «τριγκ-τρογκ» που τριγυρνούσε με το κασελάκι του στο κέντρο, σε σοκάκια και σχολεία για να πουλήσει τα κουλούρια του.
Ένα από τα γλυκίσματα που πωλούνταν ήταν και ο άσπρος χαλβάς. Επί πολλά χρόνια τέτοιο χαλβά πουλούσε ο Χαρίσης ο Νεβεσκιώτης. Με τον ταβά στο χέρι του και μια μια ξύλινη βάση περασμένη στον ώμο του περιφερόταν σε όλη την Κοζάνη.... Αρνούμενος πεισματικά να αποκαλύψει τη συνταγή σε όποιον τυχόν τον ρωτούσε.
Η ποικιλία των γλυκών που πουλιόνταν στο δρόμο περιλάμβανε επίσης το χασλαμά ή σάμαλι. Ο πρώτος που έβγαλε σάμαλι στους δρόμους της πόλης ήταν ο Λέντζιας ο Χαλβατζής κι έπειτα ακολούθησε ο Ηλίας ο Γιολδάσης.
Το σιροπιαστό όμως που εκτιμούσε, και ακόμα εκτιμά ιδιαίτερα η πόλης της Κόζάνης ήταν τα φοινίκια. Γνωστός μικροπωλητή τους ήταν ο Γιάννης Κιτσόπουλος μια πολύ χαρακτηριστική φιγούρα της παλιάς Κοζάνης.
Το παγωτό ξετρέλαινε το μικρόκοσμο της πόλης και αποτελούσε τη δεύτερη μεγάλη χαρά του καλοκαιριού μετά το κλείσιμο των σχολείων. Αρκετοί ήταν και οι παγωτατζήδες με πρώτο και καλύτερο τον Παντελή τον Καπλάνογλου.
Το παραπάνω κείμενο είναι μια γεύση από το βιβλίο «Γεύσεις από παλιά Κοζάνη», της κ. Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου και της κ. Φανής Φτάκα Τσικριτζή.
Εκτός από τους μικροπωλητές όμως, υπήρξαν και υπάρχουν μέχρι και σήμερα "σιούρδοι" που τόχουνε τιμή τους και καμάρι τους. Μερικοί από αυτούς τους άκακους ανθρώπους που, παρά την ιδιαιτερότητά τους, ήταν πολύ αγαπητοί στους κατοίκους της Κοζάνης.
Η Νιόνου τς Γκατζιούρους
Η μόνη νάνος της Κοζάνης. Υπερβολικά κοντή και αδύνατη. Το όνομά της ήταν Χιονία (Χιόνου) και οι Κοζανιώτες το διαμόρφωσαν κατάλληλα… Νιόνου. Στα γεράματά της έβαλε κάνα δύο κιλά…
Ου Σκαλιώρας
Ξανθός, ψηλός και αδύνατος τύπος της εποχής του μεσοπολέμου. Ξερακιανός με όλη τη σημασία της λέξης! Κύρια απασχόλησή του ήταν το κουβάλημα νερού. Αν δεν είχε δουλειά έκαμε και τον χαμάλη
Ου ντιουντιός τʼ Ντιλιαλή
Απʼ τους παλιότερους τύπους. Ένα ανέκδοτο που αποδίδεται σʼ αυτόν είναι το ακόλουθο:
Τουν έδουκιν η γυναίκα τʼ του σνί μι νʼ πίτα να τʼν παέν στουν φούρνου κι στου δρόμου είδιν κάτʼ γιούφτʼ μι τʼν αρκούδα κι τʼς μαϊμές κι ακλουθώντας τις, όπους τα μκρά τα πιδιά, έφτασιν μι ʽν πίτα στου κιφάλʼ ως τʼ Γκόμπλιτσα!
Ου Λιόλιους τʼ Ζάικʼ
Χαρακτηριστικό είδος ηλιθίου. Φορούσε συνεχώς αντιριά και τον κορόιδευαν τα μικρά. Γι αυτό και η οικογένειά του τον είχε περιορισμένο. Σπάνια τον έβλεπαν οι Κοζανιώτες, όταν ξέφευγε την επίβλεψη.
Η Μούτα τʼ Γκαραλέα
Ήταν κωφάλαλη με κατακόκκινα φυσικά μαλλιά. Ήταν πανέξυπνη και όλα τα καταλάβαινε! Ήταν παρούσα σε κάθε κοινωνική εκδήλωσης της μικρής, τότε, Κοζάνης. Συνήθως καθόταν έξω από τις εκκλησιές και ζητιάνευε. Είχε ειδικότητα να κουβαλάει τα κόλλυβα στις κηδείες!
Ου Νάνους τʼ Κανούτα
Τελείως ηλίθιος. Σε ότι του έλεγες απαντούσε : Αααα; Τελείως αντίπους του Σκαλιώρα (πιο πάνω). Πολύ μελαχροινός, πολύ κοντός και πολύ παχύς με εξογκωμένα μάγουλα. Ήταν κι αυτός νεροκουβαλητής.
Ου Νιάκους τʼ Σαράτσʼ
Χαρακτηριστικός τύπος αλκοολικού. Ποτέ δεν ήταν ξεμέθυστος και συνεχώς έπινε μόνο ρακί! Όταν τον έβλεπαν τα πιτσιρίκια τον κορόιδευαν κι αυτός για να τα κυνηγήσει τρέκλιζε και έπεφτε συνεχώς προκαλώντας αστείο θέαμα.
Ακόμα και σήμερα οι παλιοί Κοζανιώτες λένε σε κάποιον γερό πότη : «Τι ρα πίντς
τόσου πουλύ! Σαν τουν Σαράτσʼ τα γέντς!»
Η Σουλτάνα
Κανείς δεν γνωρίζει από πού βγήκε αυτό το όνομα! Ήταν πρόσφυγας από το Σινικλή και εμφανίστηκε στην Κοζάνη μετά το 1922. Ήταν συνεχώς ξυπόλητη και απεριποίητη (αχτένιστη, κουρελιάρα κλπ) αλλά ήταν αντρογύναικα! Έκαμε το χαμάλη και ούτε οι άντρες δεν μπορούσαν να σηκώσουν τόσα πολλά σακιά 50 οκάδων (66 κιλών περίπου) όσο αυτή.
Ου Σιάντζιους
Ήταν νεωκόρος στον Αι-Γιώργη. Διανοητικώς αρκετά καθυστερημένος.
Περηφανευ όταν ότι κανένας άλλος δεν χτυπάει καλλίτερα την καμπάνα όπως αυτός! (Ξέρετε εκείνο το πένθιμο: ντάν παύση ντάν μεγάλη παύση ντάν παύση ντάν…)
Έμεινε ιστορικό το ότι κάποτε έλειψε δύο μέρες από το νεκροταφείο για να περιποιηθεί το αμπέλι του. Ενώ πήγαινε στο αμπέλι του στα Κρεβατάκια, άκουσε την καμπάνα να χτυπάει και γυρνάει στο φίλο του και του λέει: «όι σάματ΄δεν είνι θκό ʼμ του βάριμα αυτό!..."
Και ένα άλλο που λέγεται για τουν Σιάντζιου :
Όταν πήγαινε να σβήσει τη φωτιά των κεριών στο καντηλέρι (βρισκόταν μέσα στην εκκλησία) έφτυνε τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού και τα έσβηνε με το δεξί και στεγνό χέρι! Οπότε άκουγες κατά τη διάρκεια της Θείας λειτουργίας :
«Φτού! Φτού!»….
ʽΏχ… ώχ… ώχ…»
Ου Τούρκους ου Αμέτς
Ήταν τύπος που εμφανίστηκε στην Κοζάνη πριν το 1912 και έμεινε «λάφυρο» μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ήταν στιλβωτής και όπως γύριζε τους δρόμους με το κασελάκι του τα παιδιά τον φωνάζανε : «Αμέτ! Αμέτ!» κι αυτό τα κυνηγούσε φωνάζοντας Αμέτʼ Αμέτʼ.
Η Πλιούμπου τʼ Γκατζουγιάννʼ
Άλλος τύπος κι αυτή! Είχε προσβληθεί από τραχώματα και είχε σχεδόν κλειστά τα μάτια της. Στη θέση των ματιών της έβλεπες δύο στενές χαραμάδες.
Ου πάππους μι του βγιουλί
Συμπαθέστατο γεροντάκι από τη Σιάτιστα. Δεν έλειπε από κανένα γάμο, πανηγύρι, γιορτή ή γλέντι. Γρατσούνιζε παρά έπαιζε ένα βιολί της κακιάς ώρας και αποσπούσε μαζί με τα γέλια και τα φιλοδωρήματα των διασκεδαστών. Είχε κρεμασμένο στην πλάτη του ένα πάνινο σακούλι δεμένο με σχοινί όπου έβαζε τους κουραμπιέδες και τα άλλα γλυκά που του πρόσφεραν και στο λαιμό είχε δύο μπουκάλια, ένα για το κρασί και ένα για το τσίπουρο και τα γέμιζε με τα ποτά που τον κερνούσαν για να μην πάνε χαμένα.
Ου Ψέκας
Κουτός και τεμπέλης που δεν έκαμε καμιά δουλειά. Μόνο στις κηδείες πήγαινε και κουβαλούσε το καπάκι του φέρετρου, δουλειά για την οποία καμάρωνε. Τον υπόλοιπο καιρό τριγυρνούσε με μια στάμνα που την χτυπούσε σαν νταούλι πάντα με τον ίδιο ρυθμό: ταμ ταπα ταμ ταμ ταμ, τά τάπα τάμ ταμ ταμ… Δείγμα της σιουρδαμάρας του είναι και το κείμενο στα Κοζανίτικα χαμπέρια>>>ρητά και γνωμικά.
Ου Πτιόλτς τʼ Παρακείμʼ
Ήταν βοηθός ράφτη στον Τιάκανα και ήταν πολύ κοντός και αδύνατος και τραγουδούσε συνεχώς. Καυχιόταν για την πολυτεκνία του γιατί είχε δώδεκα (12!) παιδιά που όλα ήταν αγόρια! Πείραζε όλους όσοι δεν είχαν αγόρια πως ήταν πρόθυμος να τους δείξει τον τρόπο!…
Ου Πάνους τʼ Λαβαντσιώτʼ ή ο «Βίντου – βίντου»
Ήταν ψηλός και εξαιρετικά σωματώδης. Φορούσε πάντα στρατιωτική στολή που ήταν φορτωμένη με παράσημα (κάθε είδους τενεκεδάκια) και κάμες και διάφορα μαχαίρια. Ακίνδυνος παλαβός. Τριγυρνούσε στους δρόμους μονολογώντας διαρκώς: «Βίντου, βίντου… βίντου, βίντου…).
Τον αγαπούσαν όλοι και όλοι τον φιλοδωρούσαν αλλά αυτός θεωρούσε προσβολή αν του έδινε κάποιος περισσότερο από μία δεκάρα! Πολλές φορές του αράδιαζαν πολλά νομίσματα (δεκάρα, δραχμή, πεντούλι, τάλληρο κλπ) σε ένα πάγκο και του έλεγαν να διαλέξει όποιο ήθελε κι αυτός διάλεγε πάντα τη δεκάρα.
Λέγεται ότι τον συνέλαβαν οι Γερμανοί στην Κατοχή λόγω της στολής που φορούσε και η κατάληξή του είναι άγνωστη.
Βέβαια οι Κοζάνη ποτέ δεν στερήθηκε τη Σιουρδαμάρα. Δεν περιγράφω άλλους τύπους γιατί περιορίζομαι μόνο στους παλαιότερους.
Υπήρξαν και άλλοι πολλοί τύποι στη νεώτερη Κοζάνη όπως: Ου Γιούτσιους τʼ Βάμπα, ου Φρίξους, η Αλιξάντρα απʼ τουν Ίσβουρου, η Ζιόλια τʼς Ξιάγκλιας, ου Τζήκας τʼ Βαρδάκα, ου Μπανάτας, ου Κλιάνθης, ου Βερολίνο Γκούπ και πάρα πολλοί άλλοι…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου