Τρέχω στο φαρμακείο και αγοράζω αντηλιακή Κορρέ, ο ήλιος καίει επικίνδυνα. Καπέλα, μαγιό, όλα βγαίνουν από το κλειστό μέχρι τώρα καλοκαιρινό κουτί.
Το «Καλοκαίρι» του Διονύση Σαββόπουλου σε όλα τα ραδιόφωνα. Οι γείτονες έκαναν το πρώτο πάρτι στην ταράτσα. Κάπου διάβασα, και χαμογέλασα, πως τα κοντομάνικα έχουν φούριες ετούτες τις μέρες. Δευτέρα απομεσήμερο. Ουρές αυτοκινήτων, μπράτσα έξω από τα παράθυρα στο λιμάνι. Είναι επίσημο. Καλοκαίριασε. Ελαφριές αποσκευές φορτωμένες στο αμάξι για την πιο διονυσιακή, κτηνώδη, παραπλανητική εποχή του χρόνου. Θα χρειαστώ...
Το «Μικρό Ναυτίλο» του Οδυσσέα Ελύτη. Δεν έχει γιατί. Γιατί έτσι. «Τείνω με όλους μου τους πόρους προς ένα, πώς να πω; Περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πώς δαγκώνω το φρούτο έως το πώς κοιτάζω από το παράθυρο, αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σε ενέργεια με την πρόθεση να αρμόσω λέξεις ή φράσεις και την απώτερη φιλοδοξία, ιάμβους και τετράμετρα.
Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύτερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου.»
Ένα τραγούδι. Το «Αυτή η Νύχτα μένει» του ερωτοφωτόσχιστου, δαιμονικού, απολύτως αναγκαίου Σταμάτη Κραουνάκη. Ένα ακόμη, το «Στο άδειο μου πακέτο από τσιγάρα», όπως το τραγουδάει η Τάνια Τσανακλίδου στο cd από τη ζωντανή ηχογράφηση στο ΜΕΤΡΟ. Μου ταιριάζει η παλίρροια της φωνής της, έρπουσα μα και ευδαιμονική, λυγμική μα και πανηγυρική. Τέλος πάντων, «δεν ξέρω λόγια όμορφα να λύνω» που λέει και το τραγούδι.
Το «Η ζωή δεν τελειώνει με ήττα» του Δημητρού. Κρατώντας στην καρδιά πως οι άνθρωποι αφήνουν τα ίχνη τους στο χώρο, έτσι ώστε όταν απουσιάζουν βρίσκονται εκεί. Για να περιγελούν εσένα που απερίσκεπτα μιλάς για απουσία. Μια μυσταγωγία, μια καθηλωμένη εγρήγορση, που νομίζω είναι το γνώρισμα της γραφής του στο βιβλίο τούτο.
Τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Λακλό. Φροντιστήριο για το πώς πρέπει να είναι οι καλοκαιρινοί έρωτες, που αν σέβονται τον εαυτό τους, οφείλουν να έχουν άδοξο τέλος. «Είναι επιτακτικότατη ανάγκη να κατακτήσω αυτήν τη γυναίκα για να αποφύγω τη γελοιότητα να την ερωτευθώ... Αυτοστιγμεί ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης με κυριεύει για τις εύκολες γυναίκες και με παρακινεί να πέσω στα πόδια της.» Ο υποκόμης ντε Βαλμόν γράφει στη Μαρκησία ντε Μερτέιγ.
Την ψηφιακή μου μηχανή. Να καταγράψει πώς σκουραίνει το δέρμα μου, πως ξανθαίνουν -άχυρα- οι τούφες των μαλλιών μου και μεγαλώνει το άσπρο των ματιών μου. Τις μανιασμένες βουτιές μου από τη βάρκα στη θάλασσα, τη συλλογή μου από βότσαλα, το πάρτυ στην παραλία. Καλό καλοκαίρι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου