8/2/10
Το εγκώμιο της σκιάς
Η μέρα που έφευγε είχε μια απρόσμενη γαλήνη. Βουβή αλλά όχι ακίνητη. Έβραζε μέσα μου σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Η ισορροπία των χρωμάτων και των ήχων μου στο δρόμο. Κι η καρδιά μάταια πάλευε να συγχρονιστεί με την τάξη.
Ρυθμικά αποσπάσματα ζωής.
Από το παράθυρο του γραφείου μου ο ουρανός φαινόταν ν’ ανοίγει σαν ώριμος καρπός, σαν κόκκινο μήλο, ακριβώς στη μέση. Η πόλη σε αργή κίνηση. Και μια ωριμότητα διαίσθησης παντού. Τα πράγματα λες και ήταν ήδη έτοιμα να διαβρωθούν από τη σκέψη.
Η έλξη που ασκεί το ταξίδι της σκέψης, είναι ίσως η ενδόμυχη έλξη της εγκατάστασής μας, προσωρινής ή μόνιμης, στο φαντασιακό. Όσο κι αν κάτι τέτοιο από τη φύση του μένει συνήθως ημιτελές, διατηρεί εν τούτοις σε ικανοποιητικό βαθμό την αχλή εκείνης της αναβάθμισης στο υπέρ και στο επί.
Ο Κομφούκιος στοίχειωνε ανέκαθεν τις σκέψεις μου. Οι σημαδιακές τρεις εξισώσεις του ήταν ταξινομημένες στα τιμαλφή μου. Τις είχα αποστηθίσει.
« Όποιος δεν γνωρίζει τις εντολές του Ουρανού, ποτέ δεν θα γίνει άριστος∙ όποιος δεν γνωρίζει τις Τελετές, ποτέ δεν θα σταθεί στη θέση του∙ όποιος δεν γνωρίζει τις λέξεις, ποτέ δεν θα γνωρίσει τους ανθρώπους.»
Εκείνη η παρρησία των στιχομυθιών του, οι αποστροφές που απονέμουν μια ιδιότυπη αισθητική, όπως αυτή για παράδειγμα... «Ω! Δυστυχώς ως σήμερα δεν έχω ανταμώσει κάποιον που να αγαπά την αλήθεια πιο πολύ από τις γοητευτικές γυναίκες ». Ο συγκαλυμμένος ερωτισμός ενός εύρωστου άντρα, ασυνήθιστα ψηλού για τα δεδομένα της εποχής του. Κι η γυναίκα, πάντα ως υποκείμενο ενός υπόγειου, σκοτεινού δούναι και λαβείν στο ημίφως της απρόσιτης κάμαρας. Όλα αυτά στα διάκενα των βιβλίων του, αμυδρά, υπονοούμενα, αλλά σταθερά παρόντα. Οι χυμοί που επιστρέφουν δυνατότεροι στη ψυχή, για να εκπορευτούν ξανά στο ανομολόγητο θήλυ.
Οι λέξεις του φορέας μιας τιθασευμένης ορμής. Η κλίση του άδολη, προσεκτικά κεκαλυμμένη. Η δυνατότητα του νέου βλέμματος. «Ένα παράθυρο στο αεροπλάνο που σου δείχνει την ανοικτή γεωγραφία ». Παραστάσεις και ταυτότητες που καθοδηγούν, που σε υποχρεώνουν να τις αφομοιώσεις γρήγορα. Η διαφορετικότητα ξέρει εδώ ν’ αφηγείται.
Ο ουρανός με βαριά σύννεφα, μολυβένιος. Παραδόξως δεν βρέχει, ούτε χιονίζει. Μπαίνοντας στην πόλη, σε υποδέχεται η γνωστή μυρωδιά του καμένου ξύλου. Κι η αιθάλη του χρόνου. Το τυπικό θαμπό περίγραμμα ενός τοπίου, το οποίο ενίοτε αιωρείται.
Ευδιάκριτα, καθαρά μονοπάτια, βαθειά, φιλόξενη σκιά παντού. Τα πουλιά παρεμβαίνουν στις υποθέσεις των ανθρώπων. Επιβάλλονται με τον τρόπο τους. Τα φτερουγίσματά τους, οι φωνές, κάποτε το τραγούδι τους σκεπάζουν τα λόγια, τις φιλοφρονήσεις μας. Είναι η αναμφισβήτητη πλειοψηφία εδώ. Οι φρουροί των αγαλμάτων.
Που και που συναντάς μικρές παρέες επισκεπτών. Συνήθως ηλικιωμένους. Δίνουν αμέσως την εντύπωση ότι συναντούν συγγενείς, ή ότι πάνε να ανταμώσουν φίλους που έχουν να δουν για καιρό. Υποψιασμένοι, αλλά όχι σκεπτικοί ή συνοφρυωμένοι. Καταδεκτικοί. Είναι έτοιμοι να μοιραστούν αναφορές και σχόλια για την πόλη. Κανείς δεν βιάζεται, δεν φλυαρεί. Υπάρχει παντού διάχυτη μια επισημότητα. Την νοιώθεις, θα έλεγα ότι την αφουγκράζεται κιόλας. Εδώ στα φύλλα, στις κινήσεις, στο βάδισμα.
Διακρίνω ένα σχήμα, φαίνεται αρκετά περίπλοκο, στον κορμό ενός πανύψηλου δέντρου. Είναι η περίφημη ακακία, που μπορεί άνετα να φτάσει τα δεκαεπτά μέτρα. Είναι η Sophorae Japonica των επιστημονικών εγχειριδίων. Πλησιάζω – το σχέδιο εξακτινώνεται, ένας χάρτης που θέλει να μιλήσει στους μυημένους; Ή ένα σημάδι γι’ αυτούς που συνήθως χάνουν το δρόμο της επιστροφής; Άδηλον.
Μετράω αποστάσεις και πρόσωπα, βγάζω φωτογραφίες. Με έμφαση, με προσοχή, θέλω να φαίνεται καθαρά η ραγισμένη όψη της πόλης. Μένω κι άλλο εκεί, στα ραγίσματα. Δίπλα στην όρθια, παραλληλεπίπεδη πέτρα. Θα πρέπει να την είχαν σπάσει σε τρία-τέσσερα μεγάλα κομμάτια. Η επανασυγκόλληση έχει αφήσει παντού τα ίχνη της. Ένα τίποτα χρόνου μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Τα δάχτυλά μου παρακολουθούν ένα ένα τα σημάδια, τα βάσανα του λίθου. Την ανεξίτηλη οργή, τις εγκοπές της βίας, τις απότομες κλίσεις των γραμμών, τις επίμονες φλέβες της γκρίζας πέτρας που θέλουν να συγκρατήσουν το νόημα.
Να τα θυμηθώ όλα αυτά, να τα θυμηθώ... Υπογραφές μιας σοφίας πάνω στην ύλη. Μια ύλη που φθείρεται και ανανεώνεται αενάως. Ένας αθόρυβος συγκάτοικος. Κάποτε νομίζεις ότι φυτοζωεί στο περιθώριο των ραγδαίων αλλαγών που παρατηρούνται στη σκηνή.Σαν ένας μέτοικος στον εικοστό πρώτο αιώνα. Βιβλιογραφία Κομφούκιος, Τα Ανάλεκτα, Φιλοσοφικές συνομιλίες με τους μαθητές του, σε δύο τόμους. Εισαγωγή – μετάφραση – ερμηνευτικές σημειώσεις: Σωτήρης Χαλικιάς, εκδόσεις ‘Ινδικτος, 2001.
Τανιζάκι Τζουνίτσιρο, Το εγκώμιο της σκιάς, μετάφραση από τα ιαπωνικά, πρόλογος και σημειώσεις: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδόσεις Άγρα, 1995.
Ετικετες
νυχτες μελαγχολικες,
φτερουγισματα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Πολύ πολύ όμορφο κείμενο!
Και χωρίς σκιές!
Idom
Τις σκέπασα με χρώμα.Δεν τις μπορώ τις σκιές.Προτιμώ τα ξεκάθαρα.Καλή σαρακοστή Idom.
Δημοσίευση σχολίου