…άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως
…Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν την γη χτυπούσαν με τα πόδια και θρηνούσαν τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-…
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης «Τα άλογα του Αχιλλέως»
Τα ζώα που αγάπησα με πάθος κι’ ακόμα αγαπώ είναι τα άλογα. Δεν είχα διανοηθεί πόση ομορφιά, περηφάνια, νοημοσύνη και κομψότητα έχουν αυτά τα ζώα. Ακόμα κι’ αυτά που οργώνουν τη γη, όταν σέρνουν ζεμένα το υνί, η κίνηση τους είναι περήφανη και σηκώνουν το κεφάλι ψηλά τραβώντας μπροστά.
Ακριβώς την ίδια ασφάλεια και σιγουριά αισθανόταν όταν τον έπαιρνε και τον πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, ο Οδυσσέας. Του έδειχνε τον κάμπο, τη λίμνη, το μικρό δάσος, του έφτιαχνε μεγάλους πολύχρονους χαρταετούς και τους πετούσαν μαζί στα λιβάδια της Γκιούλμπερης και της Μπάκραινας, τους ανέβαζαν ψηλά, πολύ ψηλά ώσπου χάνονταν, γινόταν στον ουρανό μια μικρή κουκκίδα και έπειτα τους κατέβαζαν σιγά σιγά ως τη γη κι’ εκείνος έτρεχε και τους έπιανε.
Του έκανε εντύπωση, πώς αυτά τα χαρτιά είχαν ανεβεί τόσο ψηλά στον ουρανό, είχαν αψηφήσει τον αέρα και τα σύννεφα κι’ είχαν ισορροπήσει σ’ ένα σημείο, αγναντεύοντας ολόκληρο τον κάμπο.
Όταν επέστρεφαν στο «κονάκι» ο Οδυσσέας τον έπαιρνε πίσω στο στάβλο με τα άλογα, τον έχανε για λίγο, κι’ έπειτα τον ξανάβλεπε να έρχεται κρατώντας από το χαλινάρι μια μικρή, κατάλευκη φοραδίτσα. Τον κάθιζε στη σέλα, το αλογάκι τον δεχόταν υπομονετικά, έπειτα ξεκινούσε, έκανε γύρους στην αυλή του στάβλου τρατάροντας μαλακά και προσεχτικά και σε μια στιγμή σταματούσε περιμένοντας τον ευγενικά να κατεβεί.
Τα βράδια μόνος στο δωμάτιο του, σχεδίαζε κάτω από το φως της λάμπας, πάνω στο χαρτί πολλούς χαρταετούς, με όλα τα χρώματα, χαρταετούς να πετούν στο λευκό ουρανό του χαρτιού κι’ έπειτα, παράξενο, ζωγράφιζε δίπλα τους άλογα χρωματιστά, ψαριά, μαύρα, καφέ, κόκκινα και άσπρα προπαντός λευκά, να πετούν κι’ αυτά δίπλα στους χαρταετούς. Ο ουρανός γέμιζε χαρταετούς και άλογα.
Το δωμάτιο όλο γέμιζε άλογα και χαρταετούς, που ανέμιζαν τρεμουλιάζοντας στη μεθυσμένη παιδική του φαντασία, στο τέλος το χαρτί γέμιζε ασφυκτικά, δεν ξεχώριζε πια τι ήταν χαρταετοί, τι άλογα, η επιφάνεια του ουρανού γέμιζε από μικρές χρωματιστές κουκίδες, η μια δίπλα στην άλλη, ώσπου βλέποντας τες πολλή ώρα ζαλιζόταν, έσβηνε το φως κι’ όλα γίνονταν σκοτάδι κι όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, πάλι έβλεπε ν’ ανεμίζουν στον ουρανό, άλογα και μεγάλοι χρωματιστοί χαρταετοί, μα προπαντός έβλεπε άλογα λευκά με πλούσιες χαίτες και μακριές ουρές ν’ ανεμίζουν ελεύτερα, καλπάζοντας στον κάμπο ή πετούσαν στο γαλάζιο ουρανό, όπως οι άγγελοι κι ύστερα γίνονταν ένα με τα σύννεφα χάνονταν και ξαναγύριζαν, περήφανα καμαρωτά τρέχοντας χωρίς ν’ ακούγονται, όπως στο κενό.
Όταν ξυπνούσε άκουγε πάλι το ποδοβολητό τους στον κάμπο, τραχύ και άγριο στην αρχή, έπειτα όμως γινόταν ένα μαλακό και ρυθμικό τροτάρισμα σα μουσική που έσβηνε αργά, βαθιά μέσα στη νύχτα.
Στον κάμπο ζούσαν λεύτερα μεγάλα κοπάδια άλογα. Τις καλοκαιριάτικες νύχτες έτρεχαν, πετούσαν σαν οπτασίες καλλίγραμμες, άγριες και δυνατές και χάνονταν στα ριζά των βουνών που κύκλωναν την απεραντοσύνη του κάμπου. Ανέβαιναν μέσα από χαράδρες και πυκνά δάση να βοσκήσουν σε ανεμόδαρτα οροπέδια, έπιναν νερό από καθαρές πηγές και ζευγάρωναν χλιμιντρίζοντας άγρια.
Το ήξερε πως ήταν μικρές θεότητες, ότι κουβαλούσαν νεράιδες ή άλλα ξωτικά στις ράχες τους, έτρεχαν ή πετούσαν πάνω από τα νερά της λίμνης ή στον ουρανό, ήταν σίγουρα μικρές θεότητες όπως οι άγγελοι που δεν τους είχε δει βέβαια, ακόμα, όμως τους ένιωσε να φτερουγίζουν γύρω του, δεν έχανε ποτέ την ελπίδα να δει, έστω και έναν, τον δικό του ίσως άγγελο.
Τα άγρια άλογα το χειμώνα ζούσαν πιο κοπαδιαστά, κατέβαιναν και στάλιαζαν στον κάμπο, οι χωριάτες έστηναν υπόστεγα γεμάτα με μπάλες χόρτο και βρώμη να μην πεινάσουν.
Οι νύχτες όμως ήταν άγριες, έβρεχε και χιόνιζε, ο άνεμος δεν
έπαυε να ουρλιάζει, ούρλιαζαν και τα κοπάδια των λύκων που κατέβαιναν κι’ αυτοί απ’ τα βουνά πεινασμένοι, και τότε άρχιζε μια απελπισμένη μάχη γεμάτη άγριες κραυγές και τουφεκιές που έριχναν με τις καραμπίνες τους οι χωριάτες κι’ οι τσο-παναραίοι άναβαν φωτιές να διώξουν τους λύκους, τα σκυλιά αλυχτούσαν όλη νύχτα, οι φλόγες δημιουργούσαν τεράστιες εφιαλτικές φιγούρες στον ουρανό, γινόταν πανδαιμόνιο, αυτός, ήταν μόνος στην κάμαρα του φοβόταν κι’ όλο σκεπαζόταν κρύ¬βοντας το κεφάλι κάτω απ’ τις κουβέρτες, ένιωσε πολύ μόνος μέσα σε αυτή την άγρια μάχη που γινόταν στο σκοτάδι, ήταν μια σφαγή που κρατούσε όλη τη νύχτα. Τελείωνε όταν ο ορίζοντας γινόταν γκρίζος και τότε όλα σιωπούσαν, πάγωναν κι’ οι χωριάτες έτρεχαν στον κάμπο και μετρούσαν τα πρόβατα που έλειπαν και τα νεκρά σκυλιά και τα ξεκοιλιασμένα άλογα, όλα από τους πεινασμένους λύκους που αποσύρονταν πίσω στα βουνά χορτασμένοι από το μακελειό.
Όσα άλογα ή σκυλιά δεν είχαν ξεψυχήσει τα σκότωναν με τις καραμπίνες, τα πρόβατα τα έσφαξαν με μεγάλα κοφτερά μαχαίρια και τα ‘φερναν στα σπίτια για το κρέας. Τα άλλα ζώα τα άφηναν να σαπίζουν στα χουράφια.
Την άνοιξη που έλαμπε ο ήλιος τα λευκά σκέλεθρα άστραφταν στις ακτίνες του και τις νύχτες φωσφόριζαν στο φως του φεγγαριού.
Ο Μπόρις σινιαριζόταν το πρωί, έβαζε το καπέλο του, ξελάσπωνε τις μπότες του, έριχνε βιαστικά δυο-τρεις χούφτες παγωμένο νερό στα φλογισμένα μάτια του και το πρόσωπο του κι έτρεχε να ετοιμάσει τη ψαριά φοράδα της κυρίας διευθυντού, να τη σελώσει, να της περάσει τα ωραία γυαλιστερά χάμουρα, και το μπρούτζινο χαλινάρι, με τα μαλακά γκέμια από δέρμα δορκάδος.
Ετοίμαζε και τον δικό του «ντορή», έπρεπε να συνοδεύσει την κ. διευθυντού, ο κύριος διευθυντής πήγαινε σπανίως ιππασία, εκείνη έτρεχε επί ώρες σαν τρελή σ’ όλο τον κάμπο καβάλα πάνω στην όμορφη φοράδα της.
Άλλοτε ξανοιγόταν προς το Μετεσελή, το Τοπουζλάρ και το Σαρτζιλάρ. Άλλες φορές έτρεχαν μακρύτερα, έφταναν ως το Σακαλάρ, το Σαραχάλ, το Γιαχαλάρ, το Γκερλή, φτάνοντας ως τις όχθες της λίμνης. Την Κάρλα.
Πολλές φορές η κυρία διευθυντού ξεπέζευε να ξεκουραστεί αυτή και η φοράδα της, και καθόταν στην κορυφή κάποιου λόφου αγναντεύοντας την απεραντοσύνη του κάμπου, που τον χειμώνα ήταν κάτασπρος, σαν χιονισμένη στέπα, καταπράσινος την άνοιξη και εκτυφλωτικά κίτρινος το καλοκαίρι από τα ώριμα στάχυα που κυμάτιζαν αργά στον ελαφρό αέρα. Άλλες φορές καθόταν να ξεκουραστεί σε κάποιο καφενεδάκι, στις άκρες της πόλης, πότε στον «Μπαλατζάρα», στα σφαγεία κοντά, ή στο «Αλκαζάρ» του Μήτσου του Βρετόπουλου, ή στο μικρό καφενεδάκι «Παυσίλυπο», κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Βόλου.
Εκεί συναντούσε αραιά και που τον γηραιό δικηγόρο κ. Αγγελίδη, ερχόταν από τον Βόλο, για κανένα εφετείο στη Λάρισα. Μόλις τέλειωνε γύριζε στο μικρό καφενεδάκι εκεί κοντά στο σταθμό περιμένοντας το τραίνο του. Μιλούσαν για πολλά η κ. διευθυντού με τον κ. Αγγελίδη, για την οικογένεια του, το Βόλο ακόμα ο κ. Αγγελίδης της διηγιόταν ιστορίες από τον Ευαρίστο Ντε Κύρικο που ήταν υπεύθυνος των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, όταν όλοι η οικογένεια του ήταν εγκατεστημένη στο Βόλο. Ο ντε Κύρικο μιλούσε στον Αγγελίδη για τις δουλειές του, το δίκτυο τουν σιδηροδρόμου που επεκτείνονταν, την γυναίκα του που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο Βόλο και έφευγε συχνά στη Ρώμη ακόμα και για τους δυο του γιους προπαντός των Τζώρτζιο, Γιώργο όπως τον έλεγε, που δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ζωγραφίζει, ζωγράφιζε ωραία άλογα του θεσσαλικού κάμπου, κι’ ο μικρός έκανε κι’ αυτός το ίδιο. Η συζήτηση με τον κ. Αγγελίδη πολλές φορές γινόταν στα γαλλικά και τότε έπαιρνε μέρος και ο Μπόρις γιατί αυτός ο διαολεμένος Μπόρις μιλούσε πολλές γλώσσες εκτός από τα ρωσικά, μιλούσε προπαντός άψογα γαλλικά αλλά μιλούσε και γερμανικά και ιταλικά. Ακόμα και τούρκικα μιλούσε ο Μπό¬ρις και τότε η συζήτηση έπαιρνε χρόνο και ζωντάνια. Μόνο που ο Μπόρις ήταν πολύ ζορισμένος, δεν είχε βάλει τόση ώρα στο στόμα του σταγόνα τσίπουρο ραψανιώτικο, και ζητούσε ευγενικά συγγνώμη και αποσυρόταν στην πρωτόγονη τουαλέτα του καφενείου να κατεβάσει μερικές γεμάτες γουλιές, τσίπουρο από το πλακέ μπουκαλάκι που έσερνε πάντα μαζί του στην τσέπη του σακακιού του.
Επιτέλους χαιρετιόνταν, ο Μπόρις βοηθούσε την κυρία διευθυντού να ανέβει στο άλογο της κι’ αυτή χαιρετούσε τον κύριο Αγγελίδη με το μικρό δαντελένιο μαντηλάκι της φωνάζοντας τρυφερά «ορεβουάρ, ορεβουάρ μεσσιέ Αγγελίντις» κι’ έπειτα έδινε μια ελαφρή καμτσικιά στα καπούλια της φοράδας της, την ακολουθούσε ο Μπόρις μισολέγοντας στον κ. Αγγελίδη ένα βαρύ «ορεβουάρ».
Φτάνοντας στη Σχολή τη βοηθούσε να ξεπεζέψει κι’ εκείνη κατέβαινε με χάρη από το άλογο της, του έλεγε, «μερσί, Μπορίς» κι’ αυτός υποκλινόταν ευγενικά κι’ έφευγε με τα δυο άλογα κρατώντας τα από τα χαλινάρια και τα οδηγούσε στο σταύλο.
Τότε θα ήμουν 10 με 11, μπορεί και 12 χρονών. Στο «Κονά¬κι» είχε έρθει να δουλέψει ο Σλέπ. Ήξερε από άλογα, δούλευε στο ιπποφορβείο της Γεωργικής Σχολής με τον Μπόρις. Ο Σλέπ, ήταν κοντούλης κι’ αδύνατος, απόμαχος τζόκεϊ. Ήταν παντρεμένος με μια καραγκούνα από το Μετεσελή. Δε τον μπορούσε πια το Μπόρις, προπαντός δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει στην «τσιπροποσία». Ήρθε στο κονάκι να φροντίζει τα άλογα. Ανάμεσα σ’ αυτά, ήταν κι’ ο «Πρίγκιπας» όπως τον έλεγε ο παππούς. Μαύρο, ωραίο καθαρόαιμο αραβικό άλογο, ήταν το καμάρι του παππού. Ο Σλέπ μόλις με γνώρισε με συμπάθησε γιατί αγαπούσα τα άλογα. Μου έμαθε πολλά μυστι¬κά προπαντός πώς να τα περιποιούμαι και να τα ταΐζω σωστά. Ο παππούς είπε στον Σλέπ ότι μπορώ να καβαλάω τον «Πρί¬γκιπα». Αυτός - ο παππούς - ήταν πια ανίκανος να ιππεύει, καθηλωμένος από την «Πάρκινσον» στο κρεβάτι.
Για μένα ήταν μια μεγάλη ευτυχία, να καβαλικέψου τον «Πρίγκιπα».
Το άλογο ήξερε καλά τον κάμπο, όλα τα μονοπάτια, τα μεγάλα ρέματα, τ’ αυλάκια. Μπορώ να πω πως και ο Πρίγκιπας με ήθελε για αναβάτη, ίσως θέλησε να μου δώσει τη βαθιά εμπειρία να δεθώ μαζί του. Ήθελε να με ενσωματώσει στο ωραίο του σώμα και την προσωπικότητα του. Γι’ αυτό με δέχτηκε, με αγάπησε, με φύλαξε και μου έδωσε όλη την απεραντοσύνη της δικής του ελευθερίας, τη δική του ευαισθησία κι’ ομορφιά. Ολ’ αυτά τα πέρασε στην δική μου προσωπικότητα.
Τρέχαμε, εγώ κολλημένος ελαφρά στη ράχη του αγκαλιάζοντας το λαιμό του με την πλούσια μαύρη χαίτη του. Ποτέ δεν τον «τσίνισα» κι’ εκείνος έτρεχε τρελά και με σιγουριά και συντόνιζε το ρυθμό του με τη δική μου ανάσα κι’ εγώ ανάπνεα με το δικό του ρυθμό. Κάλπαζε, πετούσε, πηδούσε πάν(υ από τους φράχτες, τα μικρά και τα μεγάλα αυλάκια του νερού, έχοντας ψηλά το κεφάλι του κοιτάζοντας τον ουρανό και πάλι κάλπαζε ελεύθερα και γρήγορα σχίζοντας τον αέρα, κάνοντας μεγάλες ατέλειωτες στροφές στον πράσινο κάμπο, που πάνω του αστραποβολούσαν πολύχρωμες δροσοσταλίδες.
Όταν επιστρέφαμε ο «Πρίγκιπας» ήταν κάθιδρος, πηδούσα κάτω και αγκάλιαζα με λατρεία το λαιμό του, με την ωραία χαίτη, χάιδευα την ευγενική του μουσούδα κι’ εκείνος με κοιτούσε με βαθιά, σοβαρή τρυφερότητα. Αυτός μ’ έκανε να νιώσω, άντρας καβαλάρης, λεύτερος και τρυφερός. Δεν ξεχνώ, δεν θα ξεχάσω ποτέ τον «Μαύρο Πρίγκιπα».
Τρόμαξε πολύ για τα άλογα, τι θα τα κάνουν τα ωραία άλογα, τί ‘θα την κάνουν τη Λευκή; Την κάτασπρη φοράδα με τα λεπτά σφύρα, την πλούσια χαίτη και ουρά και τα εκφραστικά μάτια;
Η Ολυμπία του είχε διηγηθεί την ιστορία της, του είπε ότι ο παππούς την είχε αιχμαλωτίσει από άγριο κοπάδι της Μπάκραινας κι’ αυτή αρνήθηκε να ξανατρέξει. Άφησε κάνα δυο φορές τον παππού να καθίσει στη ράχη της, όμως αμέσως έκανε τόσο απότομες και νευρικές κινήσεις, τον έριχνε κάτω ή άλλες φορές έμεινε ακίνητη, πετρωμένη δίχως καμιά αντίδραση στα χάδια, τα παρακάλια, τις άγριες καμτσικιές. Έμενε έτσι, ασάλευτη για ώρες εκεί, με υγρά μάτια και δεν επέτρεψε στον παπ¬πού ή σε κανέναν άλλον να καυχηθεί ότι τη δάμασε ή την έτρεξε.
Ο παππούς είχε φρενιάσει μ’ αυτή τη φοράδα, ήταν σα γυναίκα που δεν του παραδίνονταν, δεν ήταν συνηθισμένος να του αντιστέκονται κι’ αυτό τον έκανε τρελό, τόσο τρελό, που μια φορά έβγαλε το περίστροφο να τη σκοτώσει. Ακούμπησε την κά¬νη στο κούτελο της, στο μέτωπο, ακριβώς εκεί που η Λευκή είχε ένα μικρό γκρίζο σημάδι σαν αστεράκι, εκείνη έμεινε ακίνητη, μόνο που άρχισε να δακρύζει και τα δάκρυα της έσταζαν πάνα) στα ξηρά χόρτα. Ο παππούς δεν μπόρεσε να πιέσει τη σκανδάλη.
Το πήρε απόφαση, η Λευκή δεν ήταν άλογο, είχε ψυχή η Λευκή, η Λευκή ήταν ατίθαση και περήφανη, γι’ αυτό την αγάπησε σα μια φανταστική γυναίκα που την ονειρεύονταν όλα του τα χρόνια και ποτέ δε θα την χαιρόταν. Διέταξε να τη βάλουν σε δικό της σταύλο, να την περιποιούνται και να την ταΐζουν σούστα, να μην παχύνει, μια και δεν έτρεχε, να την αφήσουν λυτή και με ανοιχτή την πόρτα του σταύλου της. Εκείνη όμως δεν έφυγε. Κι ο παππούς πήγαινε καθημερινά, όσο μπορούσε και στεκόταν στα πόδια του, και την έβλεπε, της χάιδευε το μέτωπο, τη χαίτη, τα καπούλια, τη μακριά της ουρά και μιλούσε μαζί της με τις ώρες. Τί της έλεγε ποτέ κανένας δεν κατάλαβε.
Το τελευταίο βράδυ πριν πεθάνει ο παππούς, έπιασε άγρια καλοκαιριάτικη μπόρα, ο ουρανός χαρακωνόταν απ’ άκρη σ’ άκρη με αστραπές, οι βροντές τον ξεκούφαναν, η βροχή έπεφτε κύματα-κύματα κι’ ο αέρας λυσσομανούσε.
Σκεπάστηκε με την κουβέρτα του, πάτο και κορφή να μην βλέπει τις ξαφνικές λάμψεις, να μην ακούει τις βροντές και τα αστροπελέκια που έπεφταν απανωτά. Σε μια στιγμή άκουσε από το στάβλο το άγριο χλιμίντρισμα της Λευκής. Αλαφιάστηκε και τόλμησε να σηκωθεί και να πάει στο παράθυρο. Σε λίγο ξανακούστηκε το χλιμίντρισμα κι’ αμέσως μετά ένας βίαιος, δυνατός κρότος από το σταύλο, όμοιος με κεραυνό, η Λευ¬κή έσπασε με τα μπροστινά της πόδια την πόρτα του σταύλου κι’ έπειτα, μ’ ένα τεράστιο πήδημα, την είδε από το παράθυρο μέσα στο πράσινο φως της αστραπής, πήδηξε τον ψηλό φράκτη της αυλής και ξαμολήθηκε καλπάζοντας δαιμονισμένα μέσα στη νύχτα και την άγρια μπόρα. Σε λίγο, οι βροντές χώνεψαν τον καλπασμό της. Χάθηκε.
Την άλλη μέρα το πρωί οι χωριάτες τη βρήκαν σκασμένη, στην άκρη της λίμνης.
Από μακριά άκουσε την καμπάνα του χωριού να χτυπάει νεκρικά για τον παππού.
Σήκωσε το κεφάλι του και ξαφνικά είδε βαθιά στον ορίζοντα να προβάλλει η γιαγιά, φορώντας το μακρύ λευκό φόρεμα της, να κυματίζει στον άνεμο που φυσούσε καθώς αυτή πετούσε στο αέρα με μεγάλες δρασκελιές. Πίσω της ακολουθούσε η Λευκή, το αγαπημένο άλογο του παππού, σέρνοντας το μακρύ του φέρετρο, τροτάροντας αργά κι’ επίσημα κι’ η μακριά της ουρά διέγραφε αρμονικές καμπύλες στον ουρανό. Ακολουθούσε ένα μεγάλο κοπάδι άγρια άλογα τρατάροντας κι’ αυτά στον επίσημο ρυθμό της Λευκής. Η γιαγιά και όλη η πομπή πέρασε πετώντας πάνω από το κεφάλι του και συνέχισαν την πορεία τους στον ουρανό αθόρυβα, μόνο ο νεκρικός αργός ήχος της καμπάνας ακούγονταν μακριά, συνέχισαν την πορεία τους ως το βάθος του ορίζοντα και χάθηκαν αργά.
Όταν συνήλθε μαγεμένος από το όραμα, σκέφτηκε ότι ο παππούς δεν είχε άγγελο, άγγελος του ήταν ένα άγριο άλογο, ο φύλακας άγγελος του ήταν η Λευκή, η αγαπημένη του φοράδα.
Η τελευταία φορά που είδαν τον Ματία οι άνθρωποι του κάμπου ήταν εκεί κοντά στα Τέμπη. Τον Ιούλιο. Κατακαλόκαιρο.
Έτρεχε πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο, φορώντας ένα μακρύ λευκό χιτώνα που ανέμιζε στον γαλάζιο ουρανό και οι τελευταίες του πτυχές άγγιζαν τον Ευαγγελισμό. Φτάνοντας στο έμπα της Κοιλάδας άρχισαν να πετούν, αυτός και το άλογο και
ν’ ανεβαίνουν τις ψηλές χαράδρες του Όλυμπου. Οι άνθρωποι τον έβλεπαν να χάνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και να γίνεται σε λίγο ένα λευκό σημαδάκι κι’ ο μακρύς του χιτώνας μια χρυσή, λεπτή ουρά διάττοντα. Αστραπιαία έσβησε και χάθηκε σαν ένα βέλος που μπήχτηκε στο γαλάζιο ατλάδι του ουρανού και πέρασε από την άλλη μεριά.
Όλοι αναρωτήθηκαν αν ο Ματιάς έζησε ή ήταν μια ψευδαίσθηση που δημιούργησε η ταραγμένη τους φαντασία.
Ποιος ξέρει;
(Τα «άλογα» είναι αποσπάσματα από το ανέκδοτο βιβλίο του Μάκη Λαχανά, «Η πόλις, ανθρωπογεωγραφία της Λάρισας και του κάμπου». Το τελευταίο απόσπασμα είναι, από το μικρό διήγημα του ίδιου, «Ματίας», σπαρμός Νο 19. Το βιβλίο εκδίδεται σε 99 αντίτυπα, αριθμημένα και κυκλοφορούν εκτός εμπορίου-αρ. αντ. 38/99)
2 σχόλια:
Πολύ όμορφο κείμενο.
Κρίμα αν δεν βρήκε εκδότη.
Εύχομαι γρήγορα να διορθωθεί αυτό.
Idom
Τα καλύτερα θάβονται στην χώρα τούτη.Δυστυχώς...
Δημοσίευση σχολίου