12/2/10

Μέρος 3ο "Νιάνια"



Η γραφή του θεατρικού έργου «Νιάνια», βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.

Παρακολουθώντας κανείς τη Νιάνια, σαν παράσταση ή και διαβάζοντας τη δεν μπορεί παρά να γελάσει και να συγκινηθεί με το προξενιό της. Στην Κοζάνη αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, τις περασμένες δεκαετίες συνήθιζαν να δίνουν τα κορίτσια κυρίως με το θεσμό του προξενιού.



Δυστυχώς στις πατριαρχικές οικογένειες εκείνων των δεκαετιών θεωρούνταν απόλυτα φυσιολογικό ο γονιός να «παζαρεύει» την τύχη του κοριτσιού του. Γιατί για παζάρεμα επρόκειτο με πρώτιστο προσόν την παιδική της ηλικία, άρα την παρθενιά της, κι έπειτα την προσωπικότητα της.



Στις οικογένειες εκείνες τα παιδιά θηλυκού γένους αποτελούσαν βάρος για την συνέχεια της περιουσίας και έπρεπε να τα διώχνουν το συντομότερο και χωρίς μεγάλο κόστος. Το ότι το προξενιό είχε αίσιο τέλος μόνο με την περάτωση και επισφράγιση των δυο οικογενειών με το προικοσύμφωνο, λέει πολλά. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που διαλύθηκαν αρραβώνες λόγο μη τήρησης των συμφωνημένων.



Το στίγμα για το γονιό που αθέτησε τον «λόγο» και δεν απέδωσε στον γαμπρό όλη την προίκα, θα καθόριζε την μοίρα του κοριτσιού του αλλά και των άλλων κοριτσιών της οικογένειας, που δεν θα είχαν «πρόσωπο» στην κοινωνία.



Υπήρχε ο θεσμός, κατά τον οποίο η πατριαρχική περιουσία έπρεπε να μένει ενωμένη στα άρρενα μέλη της, για να μπορεί και να τρέφει την οικογένεια, αλλά και να εξασφαλίζει την θέση, την ισχύ και την καταξίωση τους στην μικρή κοινωνία.



Τα βαρίδια που ήταν τα κορίτσια έπρεπε να απομακρύνονται για να μπορέσει να εξελιχθεί η δύναμη της πατρικής οικογένειας.



Καταλληλότερο για σύντροφο της κοπέλας θεωρούσαν εκείνον ο οποίος δεν θα τους αποσπούσε μεγάλο κομμάτι της περιουσίας ή και καθόλου, ζητώντας το μερίδιο του για να τους απαλλάξει από αυτό το «βάρος». Εννοείται ότι καταλληλότερος ήταν εκείνος που δεν θα ήθελε τίποτα από τα περιουσιακά στοιχεία και έπαιρνε μόνο το κορίτσι!



Τι σημασία είχε αν δεν ήταν τις πιο πολλές φορές ο κατάλληλος για το παιδί που παζάρευαν; Όλοι θεωρούσαν το γεγονός ως απόλυτα φυσικό αφού αυτό ήταν το τυχερό της. Η ηθική υπόσταση αυτής της συνναλαγής επισφραγιζόταν και με την ενυπόγραφη πιστοποίηση του ιερέα ώστε όλα να γίνονται νόμιμα, ηθικά και αξιοπρεπή.



Στην θεατρική παράσταση η «Νιάνια» είναι από τα τυχερά κορίστια, γιατί ο νέος που της προξενεύουν δεν της ήταν τελείως άγνωστος, δεν ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, τη θέλει ο ίδιος χωρίς κανένα απολύτως οικονομικό αντάλλαγμα, «ξεβράκωτη» όπως λέει, μα πάνω από όλα γιατί η ίδια αναπτύσσει μηχανισμό άμυνας και αποδοχής, τον έρωτα.



Το αθώο παιδικό παιχνίδι μετατρέπεται σε έρωτα για τον Μπατζόλα, ο οποίος θα είναι το νέο μέλος της οικογένειας, που θα παίζει τώρα το ρόλο του συζύγου. Το ομολογεί με πάθος ότι τον αγαπάει. Όπου υπάρχει έρωτας, οι διαφορές ηλικιών παίζουν δευτερεύοντα ρόλο.



Η Νιάνια μπροστά στον Μπατζόλα είναι ακόμη παιδί. Παίζει με τις φίλες της, αγαπάει το σχολείο, τη ζωή. Το μόνο που δεν ονειρεύεται είναι ο γάμος. Από την άλλη η ηλικία της «φεύγει». Μεγαλώνει κι ο φόβος της μάνας «μην απουμείνει όπως η Λίνη κι αραδάει ύστ'ρας όπους αυτήν». Και δεν φοβάται για την ικανότητα της να ανταπεξέλθει στον ρόλο της μάνας, της γυναίκας, της νοικοκυράς, γιατί από μικρή, είχε εκπαιδευτεί σωστά γι αυτό το ρόλο από την ίδια την μάνα.



Παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον, ο τρόπος με τον οποίο κοινοποιούσαν οι οικογένειες στην τοπική κοινωνία, ότι το κορίτσι τους είναι έτοιμο για γάμο, με το μοίρασμα του ζυμωμένου ψωμιού σε όλη τη γειτονιά, το οποίο είχε ζυμωθεί από τα ίδια της τα χέρια. Με αυτόν τον τρόπο έδειχναν την είσοδο της στον κύκλο των γυναικών, ενώ παράλληλα φαίνονταν και η ικανότητα της να αντιμετωπίσει τη ζωή. Εν ολίγοις κοινοποιούσαν σε όλους ότι είναι πια γυναίκα -σημάδι εμμήνου ρήσης- άρα κατάλληλη για να μπει στην αναπαραγωγική διαδικασία.



Ο Μπατζόλας την είχε βάλει στο μάτι, αδιαφορώντας για τις άλλες κοπέλες της γειτονιάς, όπως η Λίνη για παράδειγμα, για δυο λόγους. Ο πρώτος το ότι είναι εκπαιδευμένη σωστά για όλες τις δουλειές, «να φκιάν' όλα τα χουσμέτια» και για τα νιάτα της, που της αποδίδουν το προσωνύμιο «κισκίμου», σβελτάδα ελαφίνα. Μάλιστα οι ίδιες οι δασκάλες έρχονται στο σπίτι να παρακαλέσουν την οικογένεια της να την αφήσουν έστω και αρραβωνιασμένη να τελειώσει το σχολείο της, επ' ωφελείας της γιατί είναι τόση έξυπνη που «τσακών' πλια στουν αέρα».



Θεωρώ θετικό το γεγονός ότι η οικογένεια του Ναούμ δεν στερεί από τα παιδιά της την βασική εκπαίδευση. Ίσως γιατί ο ίδιος δεν έχει να προσφέρει τίποτα καλύτερο στον εαυτό του και στην οικογένεια, παρά μόνο προβλήματα. Η ανεργία, η αγγραματοσύνη και οι ατελείωτες ώρες στα καφενεία για να «σναζ' κούπις» έχουν γίνει εν μέρει και πρότυπο για τον Νάτσιο, το αγόρι της οικογένειας, ο οποίος όπως θεωρούν φυσικό δεν είναι απαραίτητο να κάνει χουσμέτια. Γι αυτά ικανή είναι μόνο η Νιάνια.



Αυτή η αναγνώριση της ικανότητας, της καπατσοσύνης, η εμπιστοσύνη που δείχνουν στην Νιάνια, τη βοήθησαν να γίνει πιο έξυπνη, πιο μαχητική, διεκδιτική με ώριμη σκέψη και θάρρος να ομολογεί τα «θέλω» της.



Είναι συγκλονιστική η δύναμη της να σηκώσει ανάστημα απέναντι στον εγωισμό της μάνας και της πεθεράς της με το μικρό της σωματάκι, τη δύναμη της αγάπης της για τον Μπατζόλα αλλά και του «εγώ» της. Ο δυνατός λόγος της «ιγώ τα κάμου παρέλασ' κι δεν πάνα λέτι ότι χαλιεύτι ισύ κι η μπίμπα η πιθιρά μ'», δεν λέγεται εύκολα από ένα στόμα, που δεν είναι αποφασισμένο να συγκρουστεί με το κατεστημένο, με τις απόψεις των γονιών που μονίμως λένε «δεν σι πέφτ' ισένα λόγους, ιμείς σι αρραβωνιασάμι», «ιμείς τα σι χουρίσουμι άμα χαλιεύουμι γιατί... Έτσι!».



Εκεί που κάνει τη μεγάλη επανάσταση είναι η ομολογία της πως είναι ερωτευμένη. Πράγμα αδιανόητο για τη μάνα, η οποία έχει δασκαλευτεί κι έχει δασκαλέψει πως το σεξ είναι ανήθικο και καταδικαστέο πριν το γάμο. Η Νιάνια ομολογεί, κάτω από παράδοξο τρόπο, αφού την έχουν αφήσει στο σκοτάδι, πως τελικά το φιλί στο παιχνίδι της αγάπης είναι πολύ γλυκό. Σιρμπέτ!





Η Νιάνια θα απογυμνώσει τους δυο κόσμους που την περιβάλλουν, τον γονεικό και αυτόν της μέλλουσας οικογένειας της. Θα τους δείξει κατάματα, τη γύμνια τους σε επιχειρήματα, εξευτελίζοντας τους με την παιδική φρεσκάδα και ειλικρίνεια, πως τα νιάτα είναι μόνο μια φορά και αξίζει να τα ζεις σε όλο το μεγαλείο τους, κρατώντας τα έξω από καθωσπρεπισμούς, τις φοβίες και προλήψεις για το θάνατο και δεισιδαιμονίες γιατί «τόχ'ν ουρσουζιά», τα οποία φέρνουν τη μεγάλη σύγκρουση στις συμπεθέρες και γίνονται αιτία για τη διάλυση του αρραβώνα.





Η αγάπη όμως στο τέλος θα νικήσει.

Σήμερα τα πράγματα δεν είναι ίδια. Όσο κι αν οι συγγενείς βαθιά μέσα τους θέλουν να παροτρύνουν τις κοπέλες να παντρευτούν με την ώρα τους, γιατί όσο περνούν τα χρόνια παραμονεύει η μοναξιά, τα ψήγματα της ηθικής, η δήθεν τήρηση των ηθών και εθίμων του παρελθόντος κι ορισμένες αρχές, δεν έχουν απαλειφθεί από μέσα μας. Ο εγωισμός και η δήθεν προσκόληση στον ηθικό κόσμο του παρελθόντος, τον αγνό και άδολο των παππούδων μας, απέχει πολύ από την αλήθεια.





Και η αλήθεια που κρύβεται πίσω από κάθε μια τέτοια συναλλαγή, ένα τέτοιο παζάρεμα ψυχών είναι απλά, το οικονομικό συμφέρον. «Τι μι δείντ'ς για να τ' πάρου». Είναι ένα καθαρό παζάρι κι όπως λέει κι ο προξενητής στο έργο σαν τους ζωέμπορους που αγοράζουν δαμάλες προς σφαγή, μόλις δίνουν τα χέρια πατέρας και γαμπρός «σών' το παζάρ'!».





Η Νιάνια ανέβηκε στη θεατρική σκηνή για πρώτη φορά το χειμώνα του 1994. Έχουν περάσει από τότε 17 ολόκληρα χρόνια. Σήμερα η παράσταση είναι άλλη, αφού η σκηνοθετική ματιά κι ο χρόνος επιτρέπουν να προβληθούν και τα δραματικά στοιχεία της πρώτης γραφής. Η μουσική επιλογή για το δέσιμο των σκηνών παίζει αυτό τον καταλθτικό ρόλο.





Έτσι η παράσταση από ηθικογραφική, μεταβάλλεται σε δραματική κωμωδία καταστάσεων. Η ζωή όπως κι αν είναι, δεν αλλάζει. Έχει καταγραφεί η αλήθεια, το ίδιο το γεγονός που συνέβη στην Νιάνια, η οποία μια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκε και έζησε στην Κόζάνη του περασμένου αιώνα.



Σήμερα η Νιάνια αναπολώντας το παρελθόν της, καθισμένη μπροστά σε ένα παράθυρο ενός οίκου ευγηρίας περιμένει καρτερικά το τέλος ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων της, όπως και το σπίτι της περιμένει τις μπουλντόζες του εργολάβου, για να δώσει τη θέση του στο νέο.

Την πολυκατοικία και την αποξένωση των ανθρώπων.

Γιώργος Παφίλης

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ [Τα πρόσωπα της σκηνής]
ΝΙΑΝΙΑ: Μικρή κόρη της Τάνιας σχεδόν 14 χρονών ΤΑΝΙΑ: Μάνα της Νιάνιας και του Νάτσιου σχεδόν 40 χρονών
Μπαίνει η Τάνια. Στο σπίτι η Νιάνια κάθεται. Έχει γυρίσει απ έξω και μουτρωμένη μονολογεί.
ΝΙΑΝΙΑ: Καγκαμνιάν δεν ήταν όξου! Τέτοια ώρα π' έσουσα ιγώ...
Ιμένα χα' να καρτιρούν ιτούτις...

(Μπαίνει μέσα η Τάνια τη βλέπει στεναχωρημένη)

ΤΑΝΙΑ: Ήρθις κουρίτσι μ';
ΝΙΑΝΙΑ: Ήρθα...

ΤΑΝΙΑ: (Μικρή σιωπή. Προσπαθεί να βρει λόγια να τη "μιλήσει")
Μαρ΄ Νιάνια...
ΝΙΑΝΙΑ: Τι μα; Μ΄αράδ' τσις;
ΤΑΝΙΑ: Ουόχι, ουόχι... δε σι χράσ'κα...
ΝΙΑΝΙΑ: Ια θάρ'σα μι χάλιψις τίπουτας...
ΤΑΝΙΑ: Ια μαρ κουρ'τσάκι μ'... χάλιβα να σ' αρουτήσου... (διστάζει)
ΝΙΑΝΙΑ: Τι ...πε...
ΤΑΝΙΑ: ...Ια. Δε μι λες; Τουν... ξέρ'ς του Μπατζόλα τ'ς Σανάκους;
ΝΙΑΝΙΑ: Τουν ξέρου! Τουν γλέπου σιακάτ' στου παζάρ' που παένου.
ΤΑΝΙΑ: Α, τουν ξέρ'ς...
ΝΙΑΝΙΑ: Τουν ξέρου... Μαρ μάλη ξέρ'ς κατιτίς...;
ΤΑΝΙΑ: Τι μαρ...;
ΝΙΑΝΙΑ: Ια. Ιέχ' ένα σάκου μακρύ μι γούνα...
ΤΑΝΙΑ: Δεν μι λες μαρ... Σ' αρέσ';
ΝΙΑΝΙΑ: Ποιος ου σάκους;; Ααααα, καλός είνι...
ΤΑΝΙΑ: Ου Μπατζόλας μαρ αχμάκ'σα! Πέμι... Καλός είνι;
ΝΙΑΝΙΑ: Εεεεεε... Καλός είνι κι αυτός, εχ' κι καλόν σάκουν...
ΤΑΝΙΑ: (Μονολογεί) Αα! καλός αυτός, καλός κι ου σάκους... Ιδώ μαρ... Δεν μι λες μανάρι μ'... Θελ'τς να σ' αρραβουνιάσουμι μ' αυτόν;
ΝΙΑΝΙΑ: Μ' αυτόόόόόόν!;
ΤΑΝΙΑ: Ναι μαρ μ' αυτόν! Γιατί;
ΝΙΑΝΙΑ: Μάλη, τουν πουνούν τα μάτια αυτόν, να ξέρ'ς!!
ΤΑΝΙΑ: Που ξέρ'ς ισύ μαρ!; (Μονολογεί) Ααχ!!! Ου μιθούκας. Σι γκαβόν το'δουκιν του κουρίτσι!!! Του χαντάκουσιν!!!
Πε μαρ που ξέρ'ς ισύ;
ΝΙΑΝΙΑ: Ξέρου! Όταν μι τηράει σιακάτ' στου παζάρ', τζιβών' ιέτσια του ένα του μάτ', «τράκ», τζιβώνει του μάτ' φόντς μι γλέπει (Κάνει "ματιά"). Ιγώ μαξούς τηρώ να ιδούμι του διάβ'κιν; Κι αυτός «τράκ» του τζιβώνει πάλι! Ια ιέτσ' κάμ'! (Κάνει ματιές) Τουν πουνούν τα μάτια σι λέου μάλη!
ΤΑΝΙΑ: Αααχ κουρ'τσάκι μ'! Ιέτσια κάμ'ν οι άντρ' μαρ, άμα λιμπέβουντι κάνα καλό κουρίτσι σαν ισένα, κι χαλιεύν να του παντριφτούν! Τ'ς «πουνούν» τα μάτια μαρ!!!...
ΝΙΑΝΙΑ: Τι μι λες μαρ μάλη! Ια αυτόια πάλι, δεν του'ξιρα!
ΤΑΝΙΑ: Τώρα το'μαθις. Αειντι τ' Αη-Θανασιού π' τα'ρθεί τα τα «πούμι».
ΝΙΑΝΙΑ: Να μην τζιβών' τα μάτια;
ΤΑΝΙΑ: Μαρ να ουμιλήσουμι για τ'ς αρραβώνις!
ΝΙΑΝΙΑ: Αει καλά...! Μάλη... Μούτλακ' τα μ' αρραβουνιάστι;
ΤΑΝΙΑ: Ναι! Πρώτα -άμα χαλεύς κι συ- τα δώσουμι τουν «λόγου»... ...
ΝΙΑΝΙΑ: Τα μ΄αφήν' να παίζου;
ΤΑΝΙΑ: Μη σκάιζ'! Όσου για τούτου... Τα τουν πω ιγώ κι τα σ'αφήν' κουρίτσι μ'!
ΝΙΑΝΙΑ: Α, μάλη... Να τουν πεις κόμα, να μ' αφήν' να παένου κι στου σκουλειό!
ΤΑΝΙΑ: Τα τουν πούμι να σ' αφήν', να παέν'τς κι στου σκουλειό!
ΝΙΑΝΙΑ: Τα μ΄αφήν΄;... Α, καλά ιτότι... Χαλιεύου να μι αρραβωνιάσ΄τι!!
ΤΑΝΙΑ: Μαρ ιδώ, τώρα π΄είμαστι οι δυο μας, μάνα κι θυγατέρα, τα σι πω! Άμα πει του «ΝΑΙ» ου Μπατζόλας κι δώσουμι του «λόγου», αυτός τα να΄ρχητι ύστρας κάθι μέρα ιδώ. Τήρα μην τουν αφήκ΄ς αχμάκ΄σα κι σ΄αμαξώνει ντιπ! Μην τύχ΄, σι ξιγιλάσει σι φκιάσ΄κα΄να χ΄νερ΄κι σ΄αγκαστρώσ΄, μαύρα φίδια τα σι φαν΄φουκαρούμ΄! Δεν είσι ΄κόμα για γκαστρά ισύ! Άκσις; Άκ΄σα πε, κουρμάδα μ΄!!!
ΝΙΑΝΙΑ: Κι σαν; Ιγώ κι αγκαστρουμέν΄μπουρώ να παίζου του τσουλουνάτου!
ΤΑΝΙΑ: Μούλουξι μαρ ουρσούζα... Βρήκις ν΄ώρα να κασμιρέψ΄...
ΝΙΑΝΙΑ: Αει μαρ μάλη, ένα σιακάδ΄έκαμα! Ιδώ μαρ μάλη! Πως να γκαστρουθώ; Αφού λες τα μ΄αφήν΄να παίζου κι να παένου στου σκουλειό. Όταν τα΄νάρχιτι αυτός, δεν τα μι βρήσκ΄ιδώ! Ιγώ τα΄νάμι όξου κι τα παίζου μι τα κουρίτσια! Μη φουβάσι μάλη! Δεν τα πάθου καντίπουτας! ΤΑΝΙΑ: Α, μακάρ΄κουρμάδα μ. Αει ΄κείνα τώρα μέσα να πούμι τα χαιρλίθ΄κα του μπαμπάκα σ΄, να χαρεί κι τούτους ψίχα!











2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Να είσαι καλά Καραβάκι! Δεν ξέρεις πόσο μου έλειψαν τα Κοζανίτικα, 15 χρόνια Αγγλία τώρα! Γιάννης

Καραβάκι είπε...

Σε καταλαβαίνω Γιάννη.Έχω κάνει κι εγώ στην ξενητιά πολλά χρόνια και ξέρω πως είναι.Να είσαι καλά εύχομαι και να περνάς από το καραβάκι όταν σου λείπει η πατρίδα.Πάντα υπάρχει μια πινελιά από την πόλη μας.