13/5/10

Ιδανικός καιρός γι αγάπες και ψέματα...



… Στο σπίτι μας έρχονται συχνά διάφοροι φίλοι του μπαμπά, ακούνε σιγανά μουσική, πίνουν κρασί, τσιμπολογάνε διάφορους μεζέδες που έχει ετοιμάσει ο μπαμπάς μου και εγώ τους έχω τοποθετήσει με ωραίο τρόπο στις πιατέλες, και συζητάνε. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι συγγραφείς. Υπάρχουν και δυο τρεις που δεν είναι.

Συζητάνε διάφορα, για την πολιτική, για τους Αμερικανούς, για τους Γιαπωνέζους, για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την τηλεόραση, για θεατρικές παραστάσεις, για ζωγράφους, για βιβλία, για δικαστήρια, για τον Νταλάρα, για κάποιον Ταρκόφσκι, για ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, γιατί έχουν πολλά ενδιαφέροντα.

Μα πιο πολύ συζητάνε για τα γραπτά τους και για τα γραπτά των άλλων συγγραφέων. Κάτι φορές τα διαβάζουν κιόλας.



Μου αρέσει πολύ να κάθομαι και να τους ακούω. Κουρνιάζω στον καναπέ, δε μιλάω πολύ, ακούω τα παράξενα που λένε (γιατί λένε και κάτι πράγματα πολύ παράξενα) και μερικές φορές, έτσι όπως κάθομαι, με παίρνει γλυκά ο ύπνος. Κάποια στιγμή ξυπνάω, εκείνοι συζητάνε ακόμα, κι αισθάνομαι λες και όλα τα άσχημα είναι έξω από το σπίτι μας, και είμαι ευτυχισμένη.

Δεν έχω διαβάσει ακόμα κανένα βιβλίο για μεγάλους, αλλά σ’ αυτές τις συναντήσεις του πατέρα μου με τους φίλους του έχω ακούσει να διαβάζουν βιβλία του Β. Π., του Γ. Σ., του Γ. Ζ., του Δ. Σ., του Α. Β., της Ν. Λ., και μερικών άλλων, προτού αυτά εκδοθούν. Σε μερικά από αυτά έχω χάσει μεγάλα κεφάλαια, γιατί, όπως σας είπα, όπως κουρνιάζω στον καναπέ και τους ακούω, πολλές φορές με παίρνει γλυκά γλυκά ο ύπνος. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι αυτό δε συμβαίνει πια, γιατί τώρα κάθομαι κανονικά σε μια καρέκλα και όχι ξάπλα στον καναπέ, κι όταν νιώσω ότι νυστάζω, λέω καληνύχτα, φιλάω τον μπαμπά μου στην κορυφή του κεφαλιού του, εκεί όπου έχει αρχίσει μα κάνει φαλάκρα, και πηγαίνω στο δωμάτιό μου να ξαπλώσω.



…Όταν τους καληνυχτίσω και πάω να κοιμηθώ, μιλάνε για γυναίκες, για τις κατακτήσεις που είχαν στα νιάτα τους, λένε χαμηλόφωνα άσεμνα ανέκδοτα, κουτσομπολεύουν άλλους συγγραφείς, κοκορεύονται ο ένας στον άλλον, καπνίζουν περισσότερο.

Κάτι φορές, με το που κλείνω την πόρτα του δωματίου μου, μου φεύγει κατευθείαν όλος ο ύπνος και ξέρω καλά ότι θα στριφογυρίζω κάνα δυο ώρες άυπνη στο κρεβάτι και θα μου σπάνε τα νεύρα. Κάθομαι λίγο, κάνω ένα γρήγορο ζάπινγκ στην τηλεόρασή μου, την κλείνω, κοιτάζομαι στον καθρέφτη μου και κάνω διάφορες γκριμάτσες, άλλοτε αστείες κι άλλοτε σοβαρές και μεγαλίστικες, κλείνω το φως και χτενίζω τα μαλλιά μου για να δω τον ηλεκτρισμό στη χτένα μου, και επιστρέφω πάλι στο σαλόνι.



«Δε μου κολλάει ύπνος», λέω και ξέρω ότι τα λόγια μου ακούγονται ναζιάρικα.

«Κάτσε, κάτσε», μου λένε όλοι.

Ο μπαμπάς έχει ανοίξει ένα μπουκάλι με ένα άσπρο ποτό που έφερε από τη Σουηδία και το λένε άκβαβιτ. Δεν τους έχω προλάβει. Έχουν ήδη πιει και έχουν εκφράσει τη γνώμη τους αν είναι καλό ή όχι. Με τρώει η περιέργεια. Σκέφτομαι την άλλη μέρα να δοκιμάσω λίγο να δω πώς είναι, αλλά είμαι σίγουρη ότι σε λίγο θα αδειάσουν όλο το μπουκάλι. Περιμένω να τελειώσει ο μπαμπάς μου που τους λέει, ότι εμάς τους Έλληνες και τους άλλους νότιους στη Σουηδία οι ρατσιστές μας φωνάζουν "μαυροκέφαλους", και τον πλησιάζω. Τον ρωτάω σιγανά στο αυτί αν μπορώ να δοκιμάσω λίγο από το ποτήρι του. Χαμογελάει και μου επιτρέπει. Βρέχω λίγο τα χείλη μου και στραβομουτσουνιάζω. Το ποτό είναι χάλια στη γεύση και καίει πολύ. Κάνω μια γκριμάτσα και σκέφτομαι:

«Λες τώρα που στραβομουτσουνιάζω να εμφανίστηκε στο αριστερό μου μάγουλο εκείνο το λακκάκι που εμφανίζεται όταν γελάω;»

Στρέφουν όλοι την προσοχή τους σ’ εμένα. Τώρα δε με ρωτάνε τα τυπικά για το σχολείο και τα μαθήματά μου, αλλά πιο σοβαρά πράγματα. Περιμένω από τον μπαμπά μου να το πει. Πράγματι, το λέει:

«Όταν η Ιωάννα ήταν μικρή, τριών χρονών, είχε κάνει την εξής καταπληκτική ερώτηση: "Όταν μεγαλώσω και δε μου κάνουν τα ρούχα που φοράω, με τι ρούχα θα πάω να αγοράσω καινούργια;". Τρελάθηκα…»



Γελάνε όλοι. Και αν τύχει να μη γνωριζόμαστε πολύ καλά, αρχίζουν να με ρωτάνε αν μου αρέσει να γράφω και τι. Τους απαντάω ότι με τον μπαμπά μου παίζουμε ένα παιχνίδι με ομοιοκαταληξίες, όπου λέει μία ο ένας και μία ο άλλος, και χάνει εκείνος που δεν μπορεί να απαντήσει μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα. Για παράδειγμα – πόσο, καμπόσο, ωστόσο, μαλώσω, αθωώσω…



Από αυτές τις ομοιοκαταληξίες έχουμε βγάλει μαζί κάτι πολύ ωραία ποιήματα, από τα κουφά, που τα λέμε και γελάμε. Έχουμε γράψει ένα ποίημα για κάποιον που κερδίζει συνέχεια στο ΛΟΤΤΟ και αυτό του έχει σπάσει τα νεύρα και λέει:

«Ρε, γαμώτο, ρε γαμώτο / πάλι κέρδισα στο ΛΟΤΤΟ…»

Σε ένα άλλο, όπου παίζουν διάφοροι και γίνεται χαμός, ο τελευταίος

«πέφτει κάτω και ψοφάει / τρώγοντας μια apple-pie…»



Μπορεί να γίνω κτηνίατρος όταν μεγαλώσω, αλλά αν καταλάβω ποτέ μέσα μου ότι είμαι κ α ι συγγραφέας, όταν δεν ασχολούμαι με τα ζώα μου και τα άλλα που θα μου φέρνουν να γιατρέψω, θα κάθομαι και θα γράφω. Από τη μία θα έχω ένα επάγγελμα για να μη τα βγάζω δύσκολα πέρα, κι από την άλλη θα κάνω το κέφι μου. Γιατί είναι μεγάλο κέφι να γράφεις. Αυτό το ξέρω όχι τόσο από τον εαυτό μου, αλλά κυρίως από τον μπαμπά μου. Θα πρέπει να περνάει πολύ καλά όταν γράφει, γιατί μπορεί να είμαστε κάπου, ας πούμε στη Ρόδο, έξω να είναι χαρά Θεού, κι εκείνος να μη θέλει να το κουνήσει από το λάπτοπ του. Έχει και λάπτοπ. Αυτό κι αν είναι παλιατζούρα…



Μάλλον θα γίνω συγγραφέας και για ένα λόγο ακόμη. Οι συγγραφείς ταξιδεύουν συχνά σε ξένα μέρη. Τους καλούν σε διάφορα συνέδρια από δω κι από κει. Μ’ αυτό τον τρόπο ο μπαμπάς μου έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ακόμη και σε μέρη που δεν ήξερα ότι υπάρχουν, αλλά από τις φωτογραφίες που είδα αργότερα είναι πολύ ωραία.



Πριν από ένα δυο χρόνια, δε θυμάμαι καλά, τότε που ο μπαμπάς μου είχε πάει στη Σουηδία και όλοι τον φώναζαν ‘‘μαυροκέφαλο’’, εγώ είχα στενοχωρηθεί πολύ που δε γινόταν να πάω μαζί του. Ήταν μόνο για συγγραφείς κι εγώ δεν έχω βγάλει ακόμα βιβλίο. Αν βγάλω έστω κι ένα βιβλίο, τότε ο μπαμπάς μου θα μπορεί να με παίρνει μαζί του σαν συγγραφέα και όχι σαν κόρη του, και κανείς δε θα μπορεί να του πει κουβέντα. Την τελευταία φορά που τον κάλεσαν στο Διεθνές Κέντρο Λογοτεχνών και Μεταφραστών Ρόδου στενοχωρήθηκα τόσο πολύ που θα με άφηνε πίσω μια ολόκληρη βδομάδα, που αναγκάστηκε να τηλεφωνήσει στους διοργανωτές και να τους παρακαλέσει να πάρει κι εμένα μαζί του. Πάντως περάσαμε πολύ ωραία…

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Πάνου Σταθογιάννη, "Ιδανικός καιρός γ΄ αγάπες και ψέματα", εκδόσεις Κέδρος 2008)



ΥΓ1. Οι πρώτες ευχές που πήρα, ήταν βάλσαμο και με έκαναν να νιώσω άλλος άνθρωπος. Γέμισαν την ψυχή μου χαρά και μου πρόσφεραν το πιο όμορφο δώρο.
Ένα μεγάλο, ζεστό χαμόγελο!

ΥΓ2. Έπαιξα Lotto σήμερα. Το επόμενο μαζί...

2 σχόλια:

OOO είπε...

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΓΛΥΚΑ

Καραβάκι είπε...

Σε ευχαριστώ πολύ AdeGia.
Κι εσύ ότι ποθείς.