23/1/09
Ταξίδι με τα καραβάκια του παρελθόντος
Μια ιστορία με παιδιά και μυρωδιές. Με εικόνες, χαμόγελα και ξεγνασιά. Ταξίδι στο βάθος του μυαλού εκεί που όλα είναι τακτοποιημένα, σαν εικονίσματα και κοιτούν με μάτια ορθάνοιχτα τους προσκυνητές.
-Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια σαγιονάρα που επιθύμησε να γίνει καράβι...
Τα καλοκαίρια ήταν ο παράδεισος των παιδιών. Με μια φέτα ζυμωτό ψωμί με φρέσκο βούτυρο και μαρμελάδα φράουλα στο χέρι, αράζαμε δίπλα στο μικρό πέτρινο αυλάκι, που καθοδηγούσε το ορμητικό, αφρισμένο νερό μέσα στους μπαχτσέδες..
Εκεί κόβαμε το «σαπούνι της γάτας» και προσπαθούσαμε να κάνουμε αφρό τρίβοντάς το μετά μανίας, μέσα στις παλάμες μας, κι αυτό για να μας κάνει το χατίρι άφριζε και έλιωνε...
Εκεί μια μέρα αποφασίσαμε να κάνουμε ένα μακρινό ταξίδι...
Το ταξίδι της σαγιονάρας.
Χωμένα, ως πάνω από το γόνατο, στα μπουζένια νερά, αφήσαμε τη μια μας σαγιονάρα να ταξιδέψει... και μείς στο κατόπι της τρέχαμε να προλάβουμε το ταξίδι της...
Ακόμα την ψάχνω εκείνη τη μικρή πράσινη σαγιονάρα με τη μαργαρίτα πάνω της...
-Μια φορά κι έναν καιρό οι βραδιές ήταν γεμάτες αστέρια και πυγολαμπίδες - κωλοφωτιές τις λέγαμε τότε - και φωτάκια φορτηγών πάνω στο βουνό, και μυρωδιές βασιλικού και δυόσμου...
Σκαλοπάτια, δύο, τσιμεντένια, μπροστά στην ξύλινη - ανοιχτή, πάντα ανοιχτή και ξεκλείδωτη - πόρτα.
Άλλοτε καθισμένη στα σκαλιά άκουγα «τους μεγάλους» να αφηγούνται τα κατορθρώματά τους, άλλες πάλι φορές, χωμένη στην αγκαλιά του πατέρα μου, άκουγα το «θέατρο» από το ραδιόφωνο με τα φιλντισένια κουμπιά...
Μα τις περισσότερες βραδιές τις γέμιζε το παιχνίδι: Παιδιά, που στέκουν ακίνητα, σα θίασος μυστικός, παίζουν «αγαλματάκια ακούνητα αμίλητα αγέλαστα».
Μπροστά στη βιτρίνα με τα ξανθά μέλια.
Με θεατές μια σειρά από γυναίκες - μάνες, γιαγιάδες, θείες - που κάθονταν στον ξύλινο κορμό ενός δέντρου και έπλεκαν τις λευκές δαντέλες που θα στολίσουν το μέλλον μας. Σκοποί ακούραστοι των περασμάτων, ζητούσαν πάντα το σύνθημα και το παρασύνθημα μετά από κάθε νεαρή «καλησπέρα».
«-Τίνος παιδί είσαι συ?»
Κι όλα μαζί ...ένα παιχνίδι!
Κρυφτό, τζαμί, σχοινάκι, τσινιά, πόλεμος και ειρήνη, κυνηγητό...
Σκουμπανιάααα κι αμπεμπαμπλόμ και κλειδιά που κριτσιανούν.
Κόκκινες καλές ντομάτες τις πουλούν στην αγορά μια δεκάρα την οκά.
Σας δίνουμε ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει...
Μοσχοβολούσαν τ' αστέρια από τα χαμόγελα,
Η κληματαριά σιγοτραγουδούσε τα κουτσομπολιά των γυναικών
Κι έκρυβε μέχρι τα «εκατό» τα μυστικά του κόσμου όλου.
Καλοκαίρια άγουρα.
Μεσημέρια που μύριζαν χόρτα ξερά και ώριμα ροδάκινα.
Νύχτες που το παιχνίδι ξεγελούσε τους φόβους μας...
Ετικετες
αναμνησεις,
απουσια,
οικογενεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου