Μια χώρα σαν πλάτωμα. Σαν οροπέδιο ηφαίστειου που έσβησε για πάντα και τώρα ανθίζει στη μέση της θάλασσας. Στις πλαγιές χλωρά τετράγωνα χωραφιών και σχηματισμοί οπωροφόρων - κι εδώ πάνω μια πλατεία με το φως σαν πηχτό υγρό να στραγγίζει στα κράσπεδα.
Από μακριά οι καλεσμένοι. Με τριμμένα ρούχα σε λάντζες και μονόξυλα. Εξαρτυμένοι με ασκούς και τουμπελέκια πλησιάζουν τραγουδώντας:
Με τελετουργία αρχαίας συμφωνίας πλευρίζουν την ακτή. Με στρεβλά σώματα αποβιβάζονται. Κυφωτικοί και ανάπηροι βυθίζουν τα βήματά τους στην άμμο. Με τραύματα αιώνων και στρώματα αλατιού λυγίζουν τα βλέφαρά τους στο φως. Στα παράλια ανοίγουν την αγκαλιά τους ναυτικοί και σφουγγαράδες να τους προϋπαντήσουν:
Με ατέλειωτη χάρη στηρίζουν ο ένας τον άλλο μέσα στην πυκνή βλάστηση. Ν’ αναρριχηθούν ως τη γιορτή κι εκεί ανάμεσα στις επιφάνειες του φρέσκου ασβέστη … με τις νέες να ενώσουν τα κορμιά τους σε σούστες και σε μπάλους. Μέσα σε μουσικές να σβήσουν για πάντα τα δηλητηριώδη οράματα.
Ά, φωνές να αφυπνίσουν τα μεγάλα χωράφια του πρωινού. Γυναίκες να προβάλουν στα κατώφλια ξαναμμένες. Βροχή να ρυτιδώσει τη θάλασσα και μέδουσες μαύρες σαν βελούδινα σκουφιά.
Η επίπεδη γη μου για να περιπλέω και να χαίρομαι. Ανάλαφρα σαν υπνοβασία και με το χέρι μου αγκιστρωμένο για πάντα στα φευγάτα σύννεφα.
Πανέμορφος, αφού με τίποτα δεν συγκρίνω, ν’ αρχίσω πάλι από παντού.
Γιάννης Ζέρβας, Ημεροδρόμιο Μεγάλης Βδομάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου