25/4/10

Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ...



Το ανάστημα, η αρχοντιά και η αγέρωχη εμφάνιση του Γρηγόρη Μπιθικώτση δεν καθρέφτιζαν μόνο το χαρακτήρα του αλλά και αυτό ακριβώς που εκπροσώπησε στο ελληνικό τραγούδι επί 55 χρόνια. Η «ξύλινη» φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, «δωρική» την είπαν άλλοι, έφερε τα πάνω κάτω στο τραγούδι, δημιούργησε σχολή, κυρίως όμως έδωσε την αμεσότητα του λαϊκού στον ήχο του έντεχνου. Μια φωνή που, χωρίς εύκολα τεχνάσματα και επιδεικτικές τσαλκάντζες, πάντρεψε τη μελοποιημένη ποίηση με τη λαϊκή δύναμη, που έφτασε από τα αλώνια μέχρι τα σαλόνια. Αυθεντικός λαϊκός καλλιτέχνης, πολύ καλός μουσικός και συνθέτης 250 τραγουδιών, κορύφωσε την καριέρα του τραγουδώντας τον «Επιτάφιο» και το «Αξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη, συμβάλλοντας με την ερμηνεία του στην αλλαγή της πορείας του τραγουδιού τα χρόνια του '60. Ηταν ο καταλληλότερος ερμηνευτής των ποιητών, γιατί η φωνή του είχε μέτρο, χροιά, λαϊκότητα, δύναμη και κρυμμένο αυστηρό λυγμό. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ερμηνείες του δεν ξεπεράστηκαν από κανέναν άλλο έως σήμερα.

«Σερ Μπιθί» τον βάφτισε ο Ψαθάς, τίτλος που του άρεσε -δεν το αρνιόταν- όπως δεν αρνήθηκε, όμως και το άλλο του μισό, τη λαϊκότητα της καταγωγής του. Μάγκας επίσης, «σωστός» όπως του άρεσε να λέει, «κύριος» για όσους τον γνώριζαν και, πάνω απ' όλα, θυμόσοφος. Η φωνή του ταυτίστηκε με τα κοινωνικοπολιτικά σκαμπανεβάσματα της Ελλάδας που τα τραγούδησε με αρχοντικό αίσθημα. Εκπροσώπησε την άλλη πλευρά της χώρας, μια εποχή που το κοινό διχαζόταν ανάμεσα στο παράπονο του Καζαντζίδη και την περήφανη συγκίνηση του Μπιθικώτση.

Του άρεσε να θυμούνται ότι είναι συνθέτης -ιδίως τα τελευταία χρόνια που ήθελε αυτό να μπαίνει πάνω από τον τραγουδιστή Μπιθικώτση- δεν ήταν τσιγκούνης στα συναισθήματα, αντιθέτως ήταν γενναιόδωρος και ευχαριστημένος. Από τους ελάχιστους ίσως καλλιτέχνες που έφυγαν ευχαριστημένοι, δικαιωμένοι και τιμημένοι εν ζωή.



Τελευταία εικόνα του από το 2000, στο σπίτι του στην οδό Έβρου, στο Χαλάνδρι. Το ίδιο κομψός όπως παλιά, με ελαφρά κυρτωμένους τους ώμους από τις περιπέτειες της υγείας του, αλλά όπως πάντα συγκινητικός και αφοπλιστικός. Το κομπολογάκι σταθερή αξία στο χέρι και το χαμόγελο, αληθινό και μετρημένο.

«Αυτά που σου λέω να τα ακούς. Είναι νόμος. Το' πε ο Μπιθικώτσης».

Καλός οικογενειάρχης και ερωτευμένος με τη σύζυγό του Μεταξία, που επαινούσε διαρκώς για τη νοικοκυροσύνη της, έπαιζε το κομπολογάκι, ξετυλίγοντας την ιστορία του και μαζί την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και την ιστορία της Ελλάδας. Πώς χτύπησε το χέρι στο τραπέζι προκειμένου να πείσει τον Μηλιόπουλο της Κολούμπια για να πει ο ίδιος τα τραγούδια του, λέγοντας ορθά κοφτά: «Θα γίνω ο καλύτερος τραγουδιστής της Ελλάδας». Πώς δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ όταν πρωτοάκουσε τη «Μαργαρίτα Μαργαρώ» του Θεοδωράκη με τον Χιώτη. Για τους σημερινούς τραγουδιστές που γδύνονται, σε αντίθεση με την εποχή του που «ξόδευαν πολλά για να ντυθούν», για το μεγαλύτερο παράπονο της ζωής του.

«Επί χρόνια δεν ήξερα τι ημέρα είναι. Τα Χριστούγεννα τα κατάλαβα από τον καιρό που σταμάτησα τα μαγαζιά».



- Οι ποιητές πώς σας αντιμετώπιζαν;

- Το χέρι του Ελύτη ακόμη το αισθάνομαι πάνω στον ώμο μου. Στο στούντιο, όταν τελείωσα το «Αξιον Εστί», με αγκάλιασε. Το 'πα μια κι έξω. Ο Μίκης γύριζε τις παρτιτούρες και εγώ τις σελίδες με τον στίχο.

- Ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης;

- Όλοι αυτοί της διανόησης με αγάπησαν.

- Οι δικοί σας, από την άλλη, πώς το πήρανε; Ηταν πιο λαϊκοί.

- Με κοροϊδεύανε. Μου λέγανε «τι σαχλαμάρες είναι αυτά που λες». Δεν ξέρω κατά πόσο το πιστεύανε. Μετά τα τραγούδησαν και οι ίδιοι, όλοι αυτοί που τα κατηγόρησαν.

- Εσείς τα πιστεύατε τότε;

- Κι εγώ τα κατηγόρησα. Δεν είχα μπει στο νόημα. Ηταν και η μουσική νεοφερμένη και ο στίχος του ποιητή περίεργος. Ηταν όμως όλα τυχερά.

- Τα αγνοούσατε αλλά δεν τα περιφρονούσατε.

- Έδιωξα πολλά τραγούδια. Και του Μίκη δεν είπα πολλά και του Χατζιδάκι. Αν ξυπνήσεις έναν Ελληνα νυχτιάτικα σε μια γειτονιά και του ζητήσεις να σου πει ένα τραγούδι του Χατζιδάκι θα σου πει ή το «Γαρύφαλλο στ' αφτί» ή τον «Αητό χωρίς φτερά». Το «Χάρτινο το φεγγαράκι» το ξέρει διαφορετικός κόσμος. Εγώ ξέρω τι θα πει «Τζοκόντα», όμως το 80% του λαού ξέρει τι θα πει «Αητός».



Η δισκογραφία του Γρηγόρη Μπιθικώτση είναι από τις πλουσιότερες στην ελληνική μουσική σκηνή. Εχει τραγουδήσει τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Σταύρου Ξαρχάκου, Βασίλη Τσιτσάνη, Μάρκου Βαμβακάρη, Δήμου Μούτση, Γιάννη Σπανού, Ακη Πάνου κ.ά,. ενώ έχει συνθέσει ο ίδιος περισσότερα από 250 τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες όπως τα: «Επίσημη αγαπημένη», «Αμφιβολίες», «Μια γυναίκα φεύγει», «Το μεσημέρι καίει το πρόσωπό σου», «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Τρελοκόριτσο», «Εγνατίας 406» κ.ά..

Πηγή: Κείμενο Καθημερινή |Φωτογραφίες από το Διάζωμα


Δεν υπάρχουν σχόλια: