Στην Αθήνα, εμείς οι βορειοελλαδίτες δυτικομακεδόνες, άνευ υπάρξεως συγγενικής ή άλλης σοβαρής σχέσης, δεν πηγαίνουμε συχνά. Όταν επιθυμήσουμε μια κάποια πρωτεύουσα, την επιθυμία μας εκπληρώνουν η θάλασσα και τα κάστρα της Θεσσαλονίκης κι αφήνουμε την πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, που τόσο είχε ερωτευτεί η Αμαλία, η πρώτη βασίλισσά του, για κάποια …άλλη στιγμή.
Συνήθως αυτή η άλλη στιγμή αργεί να έρθει, ίσως να μην έρθει και ποτέ, μα ούτε τότε μας λείπει. Η Αθήνα είναι δύσκολη πόλη και πρέπει να τη γνωρίσεις για τη νοσταλγήσεις. Κι εμείς, αυτή την πόλη δεν τη γνωρίζουμε. Ήμασταν πάντα πολύ μακριά της, αδιαφορούσε κι εκείνη πάντα για μας κι έτσι δε μάθαμε να τη νοσταλγούμε.
Στην Αθήνα βρέθηκα τελευταία φορά χρόνια πριν, το Σεπτέμβρη του 1994. Ούτε κι εγώ επισκέπτομαι συχνά την πρωτεύουσα, δεν έχω πάει ξανά από τότε και στ’ αλήθεια δε μου λείπει καθόλου. Κατά την τελευταία επίσκεψη μου εκεί το Σεπτέμβρη του 1994 είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ ανάμεσα στα άλλα τον Εθνικό Κήπο, τη Βουλή των Ελλήνων, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, την Ακρόπολη και την Πλάκα. Τελευταίο και το Α΄ Νεκροταφείο.
Ακούγεται κάπως παράλογο, ίσως και λίγο μακάβριο, να πηγαίνεις κάπου εκδρομή και να επισκέπτεσαι ένα νεκροταφείο, μα το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δεν είναι πλέον ένας απλός τόπος ανάπαυσης των νεκρών. Σήμερα θυμίζει περισσότερο έναν τόπο μνημείων, που φιλοξενεί και κάποιους τάφους σημαντικών ανθρώπων, άρα άξιους επίσκεψης. Θυμάμαι πως μόλις μπήκαμε μέσα στον περίβολο, αντικρίσαμε τον τάφο του Γεωργίου Γεννηματά, λευκό μάρμαρο με την υπογραφή του σκαλισμένη στην όψη, καλλιτέχνημα. Εκτός από τον τάφο του Γεννηματά και την Κοιμωμένη, το αριστούργημα που ερωτεύτηκε παράφορα ο δημιουργός του Γιαννούλης Χαλεπάς στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, που πέθανε από φυματίωση στα 18 της χρόνια, δε θυμάμαι ποιους άλλους «συναντήσαμε» εκείνο το πρωινό. Είχαμε πλέον πάρει το δρόμο της επιστροφής, όταν ένας λιτός τάφος, μία απλή επιγραφή σε λευκό μάρμαρο, τράβηξε την προσοχή μας. Το όνομα ήταν γνωστό. «Γεώργιος Λασσάνης. 1793-1870. Φιλικός-ιερολοχίτης».
Κάποια υποσυνείδητη λειτουργία του εγκεφάλου είχε οδηγήσει τα βήματά μας εκεί κι ας μη ξέραμε καν πού ήταν η τελευταία κατοικία του γενναίου συμπατριώτη μας. Εδώ λοιπόν αναπαυόταν ο γείτονάς μου, γιατί γείτονάς μου ήταν πάντα ο Γεώργιος Λασσάνης. Λίγα μέτρα παρακάτω από το σπίτι του είναι το πατρικό μου. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη σήκωσα τη φωτογραφική μηχανή κι έβγαλα μία φωτογραφία. Όταν εμφανίστηκαν οι φωτογραφίες, μέρες μετά, ανακάλυψα με θλίψη πως το όνομα Γεώργιος δε φαινόταν σχεδόν καθόλου, το επώνυμο Λασσάνης όμως διακρινόταν καθαρά. Και την έδειχνα από τότε με περηφάνια σε όποιον αμφισβητούσε την αλήθεια των λόγων μου και σε όλους.
Έξω από το σπίτι του Γεωργίου Λασσάνη περνούσα και περνώ ακόμα καθημερινά και είναι κάπως περίεργο να μεγαλώνεις δίπλα και κάτω από τη σκιά μίας σημαντικής ιστορικής προσωπικότητας, όπως αυτή, που ωστόσο δεν αναφέρεται πουθενά ή μάλλον αναφέρεται ελάχιστα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Άλλωστε, έχουμε μάθει πως ζούμε σε μία πόλη χωρίς ιστορία, καθώς στη χώρα μας οι σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες και στιγμές είναι προνόμιο μόνο της Νοτίου Ελλάδας ή έστω των μεγάλων πόλεων. Το σπίτι του Λασσάνη, κτίσμα δύο και πλέον αιώνων, το θυμάμαι πάντα στη γειτονιά μας. Και το θυμάμαι πάντα κατεστραμμένο κι ας είχε ανακηρυχτεί παραδοσιακό διατηρητέο μνημείο. Επί Υπουργείας Μελίνας Μερκούρη είχαν εκφραστεί ακόμα και σκέψεις κατεδάφισής του, ειδικά μετά από έναν άσχετο σεισμό 5R -τότε ήμασταν ακόμα στην προ Σεισμού εποχή και δεν ξέραμε από R κι αναταράξεις των λιθοσφαιρικών πλακών- που έριξε τη μία καμινάδα του σπιτιού ή ό,τι τέλος πάντων από αυτή κατέρρευσε, πάνω στο περίπτερο, που ήταν από κάτω. Οι σκέψεις κατεδάφισης ωστόσο, πάλι με προτροπή της Υπουργού, ξεχάστηκαν γρήγορα, για να επανέλθουμε στην ακινησία και αδιαφορία, που αγκαλιάζει όλα τα χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα κτίσματα στην Κοζάνη.
Την ολοκλήρωση της ανανέωσης του σπιτιού, που ξεκίνησε κάποια στιγμή απροειδοποίητα κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, με σκοπό τελικά να φυλαχτεί εκεί η Χαρτογραφική Συλλογή της Κοζάνης -φυλασσόμενη μέχρι τότε στη Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη- την πληροφορήθηκα το 1999. Θυμάμαι πως έγραψα τότε ένα σύντομο ρεπορτάζ αναγγέλλοντας την είδηση -μόλις 239 λέξεις, δημοσιεύτηκε στο ΘΑΡΡΟΣ στο φύλλο της 11ης Σεπτεμβρίου 1999- και περίμενα κι εγώ την επίσημη έναρξης λειτουργίας της. Αφορμή του ενδιαφέροντος για τη χαρτογραφική συλλογή της Κοζάνης είχε αποτελέσει η ημερίδα, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1997 στην Κοζάνη για τα 200 χρόνια της Χάρτας του Ρήγα. Στην Κοζάνη φυλάσσεται ένα από τα 16 εναπομείναντα αντίτυπα της Χάρτας. Ωστόσο, ο υπεύθυνος της Χαρτογραφικής Επιστημονικής Εταιρείας Ελλάδος, που μου είχε μιλήσει τότε, ήταν πολύ αισιόδοξος. Ήλπιζε πως η χαρτοθήκη της Κοζάνης θα είναι έτοιμη το επόμενο καλοκαίρι (2000), αγνοώντας πιθανώς πως και τα πιο απλά πράγματα στην Ελλάδα, έχουν την καθυστέρησή τους. Με αφορμή αυτή την είδηση έψαξα τότε να βρω τη φωτογραφία του τάφου του Λασσάνη. Δεν τη βρήκα πουθενά, μα κάτι με είχε προτρέψει να τη σκανάρω μία μέρα που ήμουν στα γραφεία του ΘΑΡΡΟΥΣ. Δεν την είχα πλέον σε έντυπη, αλλά σε ηλεκτρονική μορφή. Άρα η αναπαραγωγή της ήταν ιδιαίτερα εύκολη. Όπως και η βελτιστοποίηση της εικόνας, ώστε να διακρίνεται καλύτερα το όνομα πάνω στο λευκό μάρμαρο.
Τη φωτογραφία και τον τάφο του Λασσάνη τα θυμήθηκα ξανά, όταν ανακοινώθηκαν τον Οκτώβρη του 2008, τα επίσημα εγκαίνια της χαρτοθήκης. Τελικά, έμαθα, δεν είναι αυτός που εγώ φωτογράφισα ο τάφος του. Αυτή είναι μία απλή επιτύμβια στήλη με το όνομά του. Τα οστά του φυλάσσονται μαζί με τα οστά της συζύγου του, Ευφημίας Στάμου Λιανοσταφίδα σε άλλο τάφο, πάλι στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Η γυναίκα του καταγόταν από την Πάτρα. Αν και έζησαν μαζί 30 ολόκληρα χρόνια, δεν απέκτησαν παιδιά.
Ο Γεώργιος Λασσάνης πέθανε το 1870 σε ηλικία 77 χρόνων. Στη διαθήκη του κληροδοτεί στην πατρίδα του Κοζάνη ένα σεβαστό χρηματικό ποσό με την υποχρέωση να βραβεύει κάθε χρόνο δύο θεατρικά έργα, «διαγωνίσματα» τα χαρακτηρίζει, μία κωμωδία και ένα δράμα. Ο «Λασσάνειος Δραματικός Διαγωνισμός» λειτούργησε την περίοδο 1889-1910. Παράλληλα ορίζει χίλιες δραχμές κατ’ έτος να διατίθενται ως δίδακτρα σε δάσκαλο που θα διδάσκει σε νέες και νέους την τέχνη του ηθοποιού. Και η χαρτοθήκη, που από το 2008 φιλοξενείται στο σπίτι του, ονομάστηκε «Λασσάνειος Δημοτική Χαρτοθήκη Κοζάνης».
Γιατί σας τα λέω τώρα όλα αυτά; Γιατί νιώθω αφόρητες τύψεις που δεν επισκέφτηκα ακόμα τη Λασσάνειο Δημοτική Χαρτοθήκη, εκατό μέτρα πάνω από το σπίτι μου, μα το πιασμένο πόδι δεν επιτρέπει ακόμα κούραση κι αναστατώσεις. Ελπίζω τουλάχιστον ο Γεώργιος Λασσάνης να με συγχωρέσει γι’ αυτή μου την ολιγωρία, μα οι περιπέτειες της υγείας δεν ήταν και δεν είναι ποτέ στα χέρια των ανθρώπων, το ήξερε αυτό και νιώθω πως με καταλαβαίνει. Και με τη νέα χρήση του σπιτιού του, που βγήκε επιτέλους από τη λήθη, έπαψε να είναι ο ξεχασμένος ήρωάς μας.
Η λειτουργία του χώρου, με το όνομά του σε πρώτο πλάνο, έδωσε σε όλη την πόλη, σε όλο το νομό Κοζάνης και σε όλη τη Δυτική Μακεδονία την αφορμή και την ευκαιρία να γνωρίσει εκ νέου μία σημαντική μορφή του νέου ελληνικού κράτους. Κι αν τα επίσημα βιβλία ιστορίας παραβλέπουν και ξεχνούν το Γεώργιο Λασσάνη, έχουμε υποχρέωση εμείς, οι συμπατριώτες του να τον θυμηθούμε και να κάνουμε γνωστό το όνομά του, το έργο του σε εαυτούς και αλλήλους. Να τον τοποθετήσουμε στη θέση που του αξίζει και δικαιωματικά του ανήκει ανάμεσα στις άλλες σημαντικές μορφές του νέου ελληνικού κράτους. Για να αποδώσουμε επιτέλους τα ««του Καίσαρος τω Καίσαρει» και στην ελληνική ιστορία μία ακόμα αυθεντική και λαμπρή σελίδα της.
Της Κατερίνας Μ. Μάτσου
Κοζάνη, Ιούλιος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου