14/7/10

Η κυρά μάνα...



Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται – η μάνα μου τρελάθηκε. Βγήκε στη ζητιανιά.

Όχι ότι μας τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια, αλλά απέχουμε αρκετά από τη χρεία να απλώσουμε το χέρι στους πλησίον. Όμως η μάνα μου τρελάθηκε – τη στήνει σε περάσματα, πιάνει τον κόσμο που περνάει απ’ το μανίκι. Άρχισε αθώα στην αρχή, κάπως σαν γκρίνια. Μια κούπα λάδι απ’ τις γειτόνισσες, απ’ τους θεούς μια μέρα τυλιγμένη σ’ ασημόχαρτο, απ’ το νερό να ’ναι καλό, να λεμονίζει.

Λέει πως δεν πρόλαβε ανοιχτά τα μαγαζιά, ξεβρόμιζε απ’ το πρωί δυο σπίτια, – το δεύτερο, του ανεπρόκοπου του γιου της το αχούρι. Έτσι μιλάει για μένα και το σπίτι μου. Τελεσιδίκως. Πράγματι, έρχεται σπίτι μου νωρίς, σηκώνει τα μανίκια, και με VΕTEX και σαπουνάδες με εκδικείται. Τα απογεύματα πάει και στους νεκρούς και συγυρίζει. Κι είναι πολλοί στο σόι μας οι πεθαμένοι – ίσως και δώδεκα φορές περισσότεροι απ’ τους ακόμα εν ζωή. Πού να προλάβει, η καημενούλα, τον ψωμά; πού τον μπακάλη;

Αλλά δεν έμεινε στα εδώδιμα. Καθώς περνούσανε τα χρόνια κόμπο-κόμπο και κάτι λεπιδόπτερα έπιασαν να φουρφουρίζουν στο κεφάλι της, άρχισε να ζητάει και χρήματα. Από τους πιο στενούς μας συγγενείς κι από τους φίλους τους παλιούς του μακαρίτη. Μιλάμε για ποσά καθ’ όλα αξιοσέβαστα, μα τα επέστρεφε στην ώρα τους. Συχνά, μαζί μ’ ένα κουτί γλυκά, ένα κλαδί ελιάς ολοζώντανο, μια μαύρη χάντρα. Πρόβαλλε λόγους και αιτίες αληθοφανείς που τα ζητούσε. Συνήθως – κάτι καινούργια φάρμακα ακάλυπτα απ’ το ΙΚΑ, κάτι επισκέψεις σε περσινές αρραβωνιαστικιές, που επέμενε ακόμα να εντυπωσιάζει κάτι τριήρεις που έπρεπε ν’ αρματωθούν για τη Σικελία...

Ως άνθρωπος του Λόγου του γραπτού, τιμώ εκ των πραγμάτων την επινοητικότητα της, στη φαντασία της μπροστά αποκαλύπτομαι. Μα τι στο διάολο τα ήθελε τα δάνεια; Αφού της έφτανε η σύνταξη – μαζί με το ΕΚΑΣ. Με χαρτζιλίκωνε κι εμένα κάθε μήνα πλουσιοπάροχα.
Από τούδε και στο εξής, τα πράγματα εξελίχθηκαν ανεπαισθήτως. Με αλλαγές απειροελάχιστες. Αλλά ασταμάτητα, χωρίς καμιά διακοπή, χωρίς λύση της συνεχείας του δέρματος. Σαν τις χελώνες του Δαρβίνου, που, μέχρι να πεις "κύμινο", είχαν αποκτήσει πνευμόνια πέτρινα κι απομυζούσαν το οξυγόνο ακόμα κι απ’ τις λάβες.

Θέλω να πω ότι μου διέφυγε η ακριβής στιγμή που, από δανειολήπτρια μιας άλφα συνεπείας, εξέπεσε στις διακονιάρισσας τη θέση. Τώρα ζητούσε πράγματα ασήμαντα – δυο δεκαρούλες, ένα αυγό, δυο πορτοκάλια να στύψει του παιδιού. Με μια φωνούλα λυγαριά.

Να ’χει λυγμό, και μοιρολόι, και λόξυγκα στο στρίφωμά της. Και τα ζητούσε από πολλούς. Σιγά-σιγά – απ’ όλους. Βέβαια, δε μιλάμε πια για δανεικά. Πώς να επιστρέψεις, άλλωστε, μια χούφτα χρόνου, ένα κελάδημα, μια ανάσα – έστω ανηφορίτισσα; Πώς επιστρέφεται το έλεος;

Μια Πέμπτη έφυγε για πάντα από το σπίτι. Πήρε τους δρόμους τους απέραντους, κι όπου έβρισκε να κοιμηθεί – κοιμόταν, κι όπου έβρισκε πικρό νερό να πιει – το ’πινε με τις χούφτες. Εμένα με θυμάται κάθε δεκαπέντε του μηνός. Μου στέλνει ταχυδρομικές επιταγές και χαιρετίσματα. Συχνά-πυκνά – κι ένα καλάθι με γλυκά, τουρσιά σε γυάλινα βαζάκια ή αποκεφαλισμένα πετεινάρια ετοιμοφάγωτα.

Πάω να βγω στο καφενείο το πρωί, κι όλοι στο δρόμο με κοιτάνε με μισό μάτι. Κανείς δε δέχεται καφέ να τον κεράσω, κι όταν ζητάω κάποιο στάνταρ στο ΠΡΟ-ΠΟ, μου λεν – «άντε γαμήσου». Τους εξηγώ – δεν φταίω εγώ που η μάνα μου... «Τρελάθηκε», προβάλλω ως δικαιολογία άλλοτε, κι άλλοτε ότι το ’χε τάμα.

«Μα τα λεφτά και τα καλούδια που σου στέλνει, τα δέχεσαι, αλήτη», μου ανταπαντούν και με αποστομώνουν.

***

Είναι μια κοντούλα με μαύρα και πρόσωπο πήλινο. Όπου πάει, από πίσω της έρχεται μια θλίψη περίτεχνη. Απλώνει το χέρι και λέει για έναν γιο αχαϊρευτο – ένα παιδάκι δυο χρονών μ’ ανίατη αρρώστια.

Μην τη λυπάστε – είναι βρωμερή.
Μην τη λυπάστε – είναι αχρεία.

Κρύβει στο στρώμα τιμαλφή αμύθητα. Σε αιγιαλούς απόκρημνους έχει ποντίσει τενεκέδες με λίρες. Προσφάτως δε, αγόρασε το ένα τρίτο της Ασίας. Λέει πως το κάνει για μένα, αλλά ψεύδεται. Δε μου ’χει εκχωρήσει τίποτα ακόμα από τις κτήσεις της. Δε λέω – στο όνομά μου όλα, αλλά με κάτι επικαρπίες και κάτι ψιλές κυριότητες, μου ’χει δέσει τα χέρια. Ως να πεθάνει, η κορακοζώητη. Μέχρι τότε, θα ζω μ’ εκείνα που μου στέλνει κάθε δεκαπέντε.

Απόσπασμα του Πάνου Σταθόγιαννη από την ανέκδοτη συλλογή κειμένων υπό τον γενικό τίτλο "Ο Γραφιάς''

3 σχόλια:

Side21 είπε...

Κάποιοι βγάλανε στη
ζητιανιά την "κυρά μάννα" μας
τάχα μου για να σώσει εμάς τα δύστυχα παιδιά της ...
Στην αλήθεια όμως εκπορνεύεται για να σώσει τις τράπεζες και τους τοκογλύφους μας !!!

dimitris είπε...

Τα κωλοπαιδα της ''μανας'' μας, [σε ολες τις οικογενειες υπαρχουν τετοια], την ''εβγαλαν'' στην αγορα και θα τρεχουμε παιδια και εγγονια, να την ''εξαγορασουμε'', ασε που βρηκαν ευκαιρια και ξεπουλανε τα ''προικια'' της,ο Σαλλας της Πειραιως, εκανε προταση πακετο, για Αγροτικη και Ταχ. Ταμιευτηριο και επεται συνεχεια, Τα κωλοπαιδα...

Καραβάκι είπε...

Side,

Πάντα αυτό γινότανε.Η Ψωροκώσταινα μια ζωή στη ζητιανά ήταν.Βέβαια κάποια στιγμή κατάλαβε ότι με τη λαμογιά θα πάρει περισσότερα.
Βούτηξε το δάχτυλο στο μέλι και γλυκάθηκε.
Δεν ξέρω πόσο ακόμη θα μπορούμε να τη λέμε κυρά μάνα...

ΥΓ. Όταν έρχεσαι στο καραβάκι να μου γράφεις νέα σας σε παρακαλώ.Φιλιά σε όλους σας και πολλούς χαιρετισμούς.

Δημήτρη,

Κάποτε υπήρχαν τα παλιόπαιδα τα ατίθασα, μα είχαν μπέσα και λόγο.Τώρα έμειναν τα κωλόπαιδα όπως γράφεις κι αυτά δεν έχουν τίποτα.Ούτε καν συνείδηση.Πουλάνε και την ίδια τους τη μάνα δίχως τύψεις.
Αν δεν την πουλήσανε ήδη...