Tα πράγματα μέρα με τη μέρα αγριεύουν. Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Παντού συναντάς Θυμωμένους ανθρώπους. Δίχως ίχνος χαμόγελου στα πρόσωπα. Με χείλια σφιγμένα. Με δόντια έτοιμα να ξεσκίσουν σάρκες. Με μάτια βουτηγμένα σε μια παράξενη λάμξη. Τη λάμψη που σου χαρίζει η αβεβαιότητα όταν έρχεται και φωλιάζει στη ζωή σου.
Κι αυτοί που το παίζουν ήρεμοι μέσα τους βράζουν. Ψάχνουν ευκαιρία να βγάλουν τα αποθυμένα τους σε ότι τους καταπίεζε χρόνια τώρα. Σε ότι θέλουν να στείλουν στο διαόλο και να μην ξανασχοληθούν μαζί του. Το όλοι για έναν και ένας για όλους δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση. Το δείχνουν άγρια με το δάχτυλο οι μέρες που ζούμε. Την πάρτη του κοιτάει ο καθένας. Το βόλεμα του. Τους υπόλοιπους τους έχει χεσμένους. Κι όση δύναμη κι αν έχει η πειθώ του λόγου, οι πράξεις έρχονται να γκρεμίζουν τις λέξεις μια μια με μανία.
Μια ανάσα κάθε βράδυ, μακρυά από την τρέλα που ζούμε είναι η καλύτερη τιμή που μου κάνει πια η ζωή μου...
Δεν γκρινιάζω...
Υπάρχουν και χειρότερα...
Υπήρχαν και καλύτερα... Και το κακό είναι ότι τα θυμάμαι... Όπως τα θυμόμαστε όλοι. Διότι η μνήμη αυτού του λαού- εκτός από ασθενής- είναι και επιλεκτική...
Και θυμόμαστε... Τα καλοκαίρια που οι παραλίες, το χάραμα, έπαιρναν το εκτυφλωτικό χρώμα του οινοπνεύματος. Θυμόμαστε τις θάλασσες με φύκια, αχινούς και πεταλίδες που τις ξεκολλάγαμε υπομονετικά με το σουγιαδάκι... Χωρίς πλαστικά ποτήρια να επιπλέουν, χωρίς την αποθέωση του βλακώδους καταναλωτισμού μεταμφιεσμένη σε άχρηστα υποπροϊόντανα ξεβράζεται στην άμμο...
Θυμόσαστε έναν ουρανό χωρίς όζον, έναν ήλιο χωρίς καρκίνο, ένα μπλε ολόλαμπρο χωρίς ρύπους, νέφη, καυσαέρια...
Θυμόμαστε μια Ελλάδα με βαθιές εισπνοές... Εισπνοές που σαν αποσκευές μας ακολουθούσαν τους μήνες του χειμώνα. Τους μήνες της δουλειάς, των σπουδών, της καθημερινότητας, της φθοράς, του «κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια».
Θυμόμαστε παιδιά που κλωτσάγανε το τόπι στις αλάνες... Θυμόμαστε τις ίδιες τις αλάνες... Θυμόμαστε το κουτσό στα τετράγωνα πλακάκια των πεζοδρομίων... Το σχοινάκι, το κυνηγητό και το κρυφτό...
Θυμόμαστε ευτελή- κι όμως πολύτιμα- παιχνίδια. Το μικρό αυτοκινητάκι, τον μολυβένιο στρατιώτη, την ξεμαλλιασμένη κούκλα, το διαλυμένο επιτραπέζιο που του λείπανε τα μισά πιόνια και τα αντικαθιστούσαμε με χαλίκια...
Θυμόσαστε γέλια και καβγαδάκια και έρωτες παιδικούς, πλην αβυσσαλέους... Θυμόμαστε μαμάδες να βγαίνουν την ώρα του φαγητού και να μας μαζεύουν... Θυμόμαστε τα παγωτά ξυλάκια, τον πασατέμπο, το θερινό σινεμά της γειτονιάς... Θυμόμαστε την ίδια τη γειτονιά...
Θυμόμαστε... Εμείς, τα παιδιά «με το γρατσουνισμένο γόνατο»... Η μυρωδιά του οινοπνεύματος που έτσουζε πάνω στην πληγή, το ιώδιο- παράσημο μιας γενιάς που γνώρισε την παιδική ηλικία... Και την κουβαλάει μέσα της... Σαν την πληγή απ΄ το γρατσουνισμένο γόνατο... Σαν το τραύμα που έκλεισε... Αλλά μια τόση δα, σχεδόν αόρατη, ουλή πάντα θα στο θυμίζει...
Και οι νύχτες διάσπαρτες από ράντζα που μέτραγαν τα αστέρια... Έτσι κοιμόταν ο κόσμος τότε. Χωρίς κλιματιστικά, χωρίς κλειδωμένες πόρτες, χωρίς αμπαρωμένα παράθυρα... Με ένα τρανζιστοράκι να τους νανουρίζει απαλά... Και το πρώτο φως της μέρας να τους χαϊδεύει το νυσταγμένο πρόσωπο...
Τι γράφω, τι περιγράφω σήμερα;
Μια άλλη εποχή, μια άλλη χώρα, έναν άλλο πλανήτη, μια άλλη στρατόσφαιρα; Η επιλεκτική μου μνήμη έχει τρυπώσει στα αρχεία του υπολογιστή και δεν λέει να με αφήσει σε ησυχία.
Κι αυτό το «θυμάμαι» πονάει... Όπως κάθε τι που είναι ακόμα ζωντανό, ακόμα υπαρκτό, ακόμα «παρών και τα πάντα πληρών». Κι αν οι βαθιές ανάσες κρύβονται σε επώδυνες αναδρομές, αξίζουν τον κόπο...
Νομίζω...
«Σπάνια όταν προσπίπτει η θάλασσα στα πόδια μου
και μου ζητάνε οι αφροί συγγνώμη διαλυόμενη τότε,
είναι η αλήθεια συγκινούμαι...
Πόσο να κρατήσει ο θυμός;
Δεν το έκανε εκ προμελέτης η ρηχότητα που είμαστε.
Ούτε μας έδωσαν γραπτή την παρουσία τους τα βάθη.
Και ξεδίνω λιγάκι...
Ακομπανιάρω τους λουόμενους στο αδελφωμένο ασματίδιο της επίπλευσης».
Κική Δημουλά, «Τα πάτρια όρη»
ΥΓ1 Καλό καλοκαίρι- όπου, όπως το βρούμε...
ΥΓ2 Με βαθιές ανάσες- όπου, όπως τις βρούμε...
ΥΓ2 Με βαθιές ανάσες- όπου, όπως τις βρούμε...
ΥΓ3 Να βγούμε αλώβητοι από τούτο το καλοκαίρι - όπου και όπως μπορούμε!
ΥΓ4 Τα κολλάζ είναι δημιουργίες της Sian Robertson's
2 σχόλια:
Πόσο μακρινές μα πόσο κοντά μας οι μνήμες τούτες..
εποχές που χάθηκαν με τις πολυκατοικίες, τα ανοικτά σύνορα, την αστυφιλία, τα εξοχικά, τον φπα, την δημοκρατία μας..
καληνύχτα καραβάκι που πάς γιαλό γιαλό..
Εποχές που χάθηκαν γιατί χάσαμε την ανθρωπιά μας,τις ευαισθησίες μας,την ψυχή μας... Την πουλήσαμε στο διάολο.Για ένα 4Χ4 και καναπέδες επώνυμους... Είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Δημοσίευση σχολίου