31/8/10

Να μας βρει αλλού ο Σεπτέμβρης που θα έρθει...



Η ελευθερία του ενός, τελειώνει εκεί που αρχίζει του άλλου. Και η δική μου συνεχώς παραβιάζετε. Θα ήθελα να βάλω γύρω μου ένα ηλεκτρικό συρματόπλεγμα. Στη κάθε παραβίαση του ορίου να πετάγονται μακριά, αυτόματα.

Θα ήθελα να μπορώ να φωνάξω στο πρόσωπο κάποιου για να γίνει αισθητή η παρουσία μου και να μπορώ να εξαφανίζομαι δια μαγείας όταν αγωνιώ να γλιτώσω από αδηφάγους ανθρώπους. Και θα ήθελα, παρακαλώ, να μην χρειάζεται τόση μεγάλη προσπάθεια.





Μέσα στην πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει συνηθίσαμε, σταματήσαμε να πιστεύουμε πως μπορούμε να είμαστε ευτυχείς, με απλά πράγματα. Καλοκαίρι είναι και οι πόλεις μας πνίγουν. Απλό θα είναι το να φύγουμε.

Κι αν δε μπορούμε;

Τότε να φερθούμε ελαφρώς εγωκεντρικά, να γυρνούν όλα γύρω από μας, για να μπορέσουμε να αναπνεύσουμε και πάλι. Βασικό, να μην κάνουμε πράγματα που δε θέλαμε να μας κάνουν, και να φεύγουμε μακριά από αυτούς που δε το σέβονται. Κι αυτό απλό μοιάζει. Αλλά, την πολυπλοκότητα όπως είπαμε, τη συνηθίσαμε. Και η συνήθεια είναι κακό πράγμα.

Σαν το τσιγάρο που σου κάνει κακό μα δε το κόβεις.





Να μας βρει αλλού ο Σεπτέμβρης που θα έρθει, να μας βρει κυρίως «αλλιώς», και να πάρουμε μαζί μας κι άλλους. Αν η ψυχή μας μοιάζει με παράθυρο, να ευχόμαστε να φυσήξει και λίγο γλυκός Νοτιάς. Να μας αλλάξει, να μας γλυκάνει. Λίγο περισσότερο άνθρωποι να γίνουμε.

30/8/10

Αγριάδες...



Φανταστείτε ότι βρίσκεστε στο σαλόνι σας. Ηρεμοι και χαλαροί, και απολαμβάνετε την ησυχία σας.

Φανταστείτε τώρα ότι, ξαφνικά, μπαίνει αιφνιδίως στο σπίτι σας ένας καρχαρίας και αρχίζει να σας βγάζει φωτογραφίες. Ή ότι μπαίνει από το μπαλκόνι μια μαϊμού και προσπαθεί να σας μπουκώσει μπανάνες. Ή ακόμα ότι ένας σκύλος σας δείχνει στους φίλους του ενθουσιασμένος, σαν να είσαστε ένα μυστήριο της Φύσης. Φανταστείτε ότι μια γάτα σας πλησιάζει για να σας χαϊδέψει σώνει και καλά και ότι μια ομάδα τίγρεων παίρνει θέση για να φωτογραφηθεί μαζί σας.





Θα εκνευριζόσασταν, έτσι δεν είναι; Όχι, σκεφτείτε το και πείτε ειλικρινά. Θα τσαντιζόσασταν και το πιθανότερο είναι ότι θα αρχίζατε στα μπινελίκια τους εισβολείς. Αν μάλιστα ήταν του χεριού σας, θα ρίχνατε και καμιά σφαλιάρα.

Και αν το σενάριο σας φαίνεται τραβηγμένο, προσπαθήστε να το αντιστρέψετε.





Γιατί, αντίστροφα, τέτοιου είδους εισβολές γίνονται σε καθημερινή βάση. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που πληρώνουν αδρά για να συμμετάσχουν σε οργανωμένα σαφάρι, να μπουν σε μεταλλικά κλουβιά για να ταΐσουν καρχαρίες, να χαϊδέψουν μαϊμούδες και άλλα μικρά ζωάκια, να φωτογραφίσουν λιοντάρια, ελέφαντες, ζέβρες, τίγρεις, αετούς, θαλάσσιες χελώνες, να έρθουν, με δυο λόγια, όσο το δυνατόν πιο κοντά μπορούν στα ζώα.



Μόνο που τα ζώα έχουν τις αντιρρήσεις τους. Και κάποιες φορές δεν διστάζουν να το δείξουν, κάνοντας τους «περιπετειώδεις» τουρίστες να τρέχουν και να μη φτάνουν. Γιατί αυτό το «άγρια φύση», εξ ορισμού, δεν προϋποθέτει ότι τα ζώα θα συνεργαστούν με τον άνθρωπο. Δεν θα ποζάρουν, δεν θα εμφανιστούν κατά παραγγελία, δεν θα μπουκωθούν με λιχουδιές αν δεν πεινούν, και σε κάθε περίπτωση δεν θα απαρνηθούν τη φύση τους. Μια φύση που τοποθετεί αρκετά από αυτά ψηλότερα από τον άνθρωπο στην τροφική αλυσίδα.

Μια φύση που τα θέλει ελεύθερα και όχι υποταγμένα στα ανθρώπινα καπρίτσια.



ΥΓ1 Το βιντεάκι τραβήχτηκε στην πόλη που ζω. Την "φιλική" προς τα ζώα... Προσωπικά δεν άντεξα να το δω μέχρι τέλους...
ΥΓ2 Οι φωτογραφίες είναι του Ανδρέα Τσαλίκη

29/8/10

Το μυαλό της κότας


























"Από την ώρα που ο Φρανκεστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στη εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά συνήθισε να φοβάται.

Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ' το μυαλό της κότας. Απ' το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ' ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ' ένα ζώο δυνατό που βρυχάται. Τι να τους πως και πώς να τους το πω. Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;

Η υποταγή, ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πως πρέπει, του πως οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε;

Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.

Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οι οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράστασή τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ και Αισχύλο , μια και ανήκουν δικαιωματικά στο υπουργείο Πολιτισμού. Χορός από τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη και αποσύρεται εις τας μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Άγγλοι κι' Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ' αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο. Το τέρας γίνεται γελοίο και κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Η κλασσική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ο κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο.

Το ερώτημα περνάει απ' τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πως θα αντιδράσουμε και πως δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;

Θυμάστε τι έγινε στην «Ερωφίλη». Ο κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά. Κι έτσι όταν παρουσιαζότανε η μορφή του τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση και καθοριστική αντίδραση. Μόλις ο Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου και το προσωπείο του αγαθού αρχηγού πατέρα, κι εφάνη στο πρόσωπό του η μορφή του τέρατος, ο Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει και τον εξαφανίζει.

Αυτό σημαίνει πως ο χορός των γυναικών αυτών, και δεν φοβήθηκε, αλλά και πως δεν μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος."



Μάνος Χατζιδάκις Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978


28/8/10

Η τέφρα της λήθης... μια Χαραυγή στη δύση της



Στη Χαραυγή, το άλλοτε κεφαλοχώρι της Κοζάνης, δεν ακούγονται πια ομιλίες. Αδέσποτα τσομπανόσκυλα περιπολούν δρόμους γεμάτους τριβόλια και χαλάσματα. Κοράκια φωλιάζουν σε δέντρα με μαύρες φυλλωσιές. Αλλά σε ένα σπίτι παίζει ακόμα μια τηλεόραση, η μοναδική συντροφιά του Τζαγκντίμπ Παλ, ενός Ινδού που ναυάγησε στα ορυχεία της ΔΕΗ και η οικονομική κρίση τον ανάγκασε να γίνει αφεντικό της μοναξιάς του.



Κι όμως, κάποτε, εδώ υπήρχε ζωή. Η Χαραυγή, γνωστή και με την ονομασία Τζουμάς, χτίστηκε στους πρόποδες του Βερμίου από πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι δρόμοι των γύρω χωριών έφθαναν ακτινωτά στο κέντρο της. Κάθε Παρασκευή το ονομαστό παζάρι της συγκέντρωνε ταξιδιώτες από όλο τον νομό. Και τον Δεκαπενταύγουστο ηχούσαν γιορτινά οι καμπάνες στο μοναδικό θρησκευτικό πανηγύρι της επαρχίας Εορδαίας.

Σήμερα στη Χαραυγή η σιωπή σπάει από το σφύριγμα των ταινιόδρομων που μεταφέρουν όλο το 24ωρο λιγνίτη από τα ορυχεία στους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς της ΔΕΗ. Ο,τι απέμεινε από την πολιτεία των 1.500 κατοίκων έχει πασπαλιστεί με την τέφρα της λήθης. Οι περισσότεροι είχαν φύγει μέχρι το 1987, αφού η ΔΕΗ απαλλοτρίωσε τις ιδιοκτησίες τους. Μετεγκαταστάθηκαν στη Νέα Χαραυγή, τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Κοζάνης. Πίσω τους άφησαν ξεκοιλιασμένα σπίτια και σκονισμένες επιγραφές: υποδηματοποιείον, ράπτης, ψησταριά. Μια ερειπωμένη κατοικία χρησιμεύει σήμερα ως στάνη με δεκάδες κατσίκες να αναζητούν δροσιά στα σκοτεινά δωμάτιά της.



Η γη είναι άνυδρη, ντυμένη με κίτρινες αποχρώσεις. Και ο αέρας αφιλόξενος. Υστερα από λίγα λεπτά παραμονής τα μάτια σου τσούζουν από τη σκόνη. Ενας άνθρωπος όμως αποκαλεί αυτή την επίγεια κόλαση «σπίτι του». Ο Τζαγκντίμπ Παλ μένει τα τελευταία οκτώ χρόνια στη Χαραυγή, παρέα με τρεις λευκές γάτες. Το 1992 πέρασε στην Ελλάδα παράνομα από τα σύνορα με τα Σκόπια, δίνοντας 600.000 δρχ. σε έναν λαθρέμπορο. Δούλεψε για δέκα χρόνια στα χωράφια του Μαραθώνα και έπειτα βρέθηκε στην Κοζάνη ως εργάτης στην εταιρεία ΕΡΓΑΣ που ανήκε στον πρώην πρόεδρο του ΠΑΟΚ Γιώργο Μπατατούδη. «Εψαχνα μια καλύτερη ζωή, ήθελα να βρω δουλειά. Στην Ινδία ήταν δύσκολα. Νόμιζα ότι στο εξωτερικό θα ήταν καλύτερα. Δεν φανταζόμουν ότι θα κατέληγα εδώ. Πού να ξέρεις ποια είναι η τύχη σου, πού θα είσαι αύριο και πού θα αναγκαστείς να μείνεις;», μου λέει ο Παλ όταν τον συναντώ στο σπίτι του - έχει ακόμα ρεύμα και νερό- δίπλα στον παλιό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Παλ περπατά με χαλαρούς ώμους. Έχει κορακίσια μαλλιά, πλατύ χαμόγελο και τσιριχτή φωνή. Στην Ινδία μάθαινε την τέχνη του τορναδόρου πριν κυνηγήσει αλλού την τύχη του.



Η οικονομική κρίση... Το σπίτι στο οποίο ζει ανήκε στον Αρκάδιο Νικολαΐδη, τον γέροντα του χωριού που αρνούνταν πεισματικά να το εγκαταλείψει. Ο κ. Νικολαΐδης φιλοξένησε τον Παλ, του έδωσε δουλειά και φαγητό. Αφού πέθανε η γυναίκα του πείστηκε να μετακομίσει στο νέο χωριό και άφησε το οίκημά του στον Ινδό. Για λίγα χρόνια ο Παλ είχε τη συντροφιά των κατοίκων του Κλείτους, του γειτονικού χωριού, αφού η μετεγκατάστασή τους δεν είχε ολοκληρωθεί.

Από το 2008 όμως και αυτό το χωριό έσβησε. Σήμερα δεν βρίσκονται εκεί ούτε οι νεκροί του. Πριν από λίγους μήνες η Ερασμία Χατζηκώστα ξέθαψε τη μητέρα της για να τη μεταφέρει σε νέο νεκροταφείο. «Ηταν το πιο άγριο πράγμα που έχω ζήσει. Δυο νύχτες πριν δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Γίναμε πρόσφυγες ξανά», λέει.



Είχα γνωρίσει τον Παλ πριν από τρία χρόνια, όταν άκουσα τις διηγήσεις κατοίκων της περιοχής για τον «Κώστα»- έτσι τον έχουν βαφτίσει- «τον Ινδό που μένει στα ορυχεία». Τότε φυλούσε τα 120 πρόβατα του κτηνοτρόφου Παναγιώτη Χατζαβερίδη. Περίμενα ότι η μοναξιά θα τον είχε σπάσει. Οτι θα είχε τραβήξει για αλλού, ή θα είχε επιστρέψει στο χωριό Μουκέρνια, στην Ινδία, για να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους. Ο Παλ όμως έμεινε. Η οικονομική κρίση τον εγκλώβισε στα ορυχεία του Νοτίου Πεδίου.

«Τι νομίζεις- δεν έχει άλλες επιλογές. Αν είχε αλλού δουλειά θα καθόταν εδώ, στη μοναξιά; Η ανάγκη τον κρατάει», λέει ο κ. Χατζαβερίδης. «Δεν έχω σκεφτεί ακόμα να φύγω. Αν γυρίσω τώρα πίσω, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου θα τρώνε μισό κομμάτι ψωμί και θα τσιμπάω κι εγώ λίγο», λέει ο Παλ.



Τώρα δουλεύει νυχτοφύλακας στη μάντρα με τα φορτηγά ενός εργολάβου. Αμείβεται με 40 ευρώ τη βραδιά και στέλνει τα περισσότερα στην οικογένειά του. Η ΕΡΓΑΣ του χρωστούσε όπως λέει πληρωμές. Αντί για χρήματα του άφησαν ένα Lada Νiva χωρίς πινακίδες για να επισκέπτεται γειτονικά χωριά. Ακόμα κι αν ζει στη μέση του πουθενά, ο Παλ ενημερώνεται για τον έξω κόσμο. Και βλέπει την οικονομική κρίση να πλησιάζει πιο γρήγορα από τις φαγάνες των εκσκαφέων.

«Εχω ένα χούι: βλέπω πολλή τηλεόραση, μ΄ αρέσουν οι ειδήσεις. Αν γνωρίζεις τι γίνεται γύρω σου, νιώθεις λιγότερο μόνος. Ξέρω και για την κρίση και στενοχωριέμαι για τον κόσμο. Βλέπω όμως τα προβλήματα και εδώ, δίπλα μου. Ο εργολάβος στον οποίο δουλεύω είχε 110 άτομα πριν από πέντε μήνες. Τώρα έχουν απομείνει 35». Τα όνειρα.

Ο Παλ απέκτησε χαρτιά το 1998. Οταν τον επισκέπτομαι μού δείχνει με περηφάνια το καινούργιο του διαβατήριο με την άδεια διαμονής και εργασίας στην Ελλάδα. Στη φωτογραφία είναι κουρεμένος και κοστουμαρισμένος. Στην αρχή δεν έλεγε στους συγγενείς του πού ζούσε. Σήμερα η γυναίκα του ξέρει.



Τον ρωτάω πώς επικοινωνούν. Ξαφνιάζομαι όταν μου λέει ότι έχει κινητό τηλέφωνο.

«Και δύο κιόλας! Τι νόμιζες, πού ζούμε;».

Θέλω να μάθω για τα όνειρά του, αν θα φύγει κάποτε από ΄δώ. Μου απαντά με ένα αμήχανο χαμόγελο και λέει έπειτα από μια μικρή παύση:

«Ποιος βλέπει όνειρα; Τι να πεις...»




ΥΓ1 Η παλιά Χαραυγή είναι ένα προσφυγικό χωριό που θυσιάστηκε, όπως και ένα μεγάλο κομμάτι του Νομού Κοζάνης, στον ενεργειακό βωμό αυτής της χώρας.

Η απαλλοτρίωση του χωριού έγινε υπό κρατική πίεση, χάριν του ενεργειακού μονόδρομου της εποχής του λιγνίτη. Οι κάτοικοι αντιστάθηκαν. Το κράτος επιβλήθηκε.
Η Νέα Χαραυγή χτίστηκε κοντά στην Κοζάνη στο όνομα της καινοτομίας, της αλλαγής, της ευκολίας, της ελπίδας. Το μόνο που κατάφεραν οι κάτοικοι τελικά είναι να γίνουν ένα
προάστιο της Κοζάνης χωρίς ταυτότητα, χωρίς αυτονομία•

«σαν διαμονή σε ξενοδοχείο», λένε πολλοί.

Η παλιά Χαραυγή είναι ένα χωριό φάντασμα που εδώ και είκοσι πέντε χρόνια βρίσκεται εγκαταλειμμένο μέσα στα ορυχεία της ΔΕΗ. Ο ήχος των ταινιόδρομων που μεταφέρουν κάρβουνο στα διπλανά εργοστάσια κυριαρχεί στο χώρο και σύντομα γίνεται τόσο οικείος που αγνοείς τη μόνιμη παρουσία του. Τόπος βουτηγμένος στην τέφρα του λιγνίτη, χτυπημένος από ανέμους και ανθρώπους, απορροφάται καθημερινά από τη γη μέσα από ένα
αργό, φυσικό πάντρεμα των υλικών του. Η εκκλησία, ο κεντρικός δρόμος, τα μαγαζιά, τα σπίτια, το σχολείο είναι όλα εκεί, σε μια αδιέξοδη αναμονή.

Συχνά, τα χαλασμένα ρουλεμάν των ταινιόδρομων στριγγλίζουν δυνατά, σαν να προφέρουν ακατανόητες λέξεις, άλλοτε ευχές και άλλοτε κατάρες, μπερδεμένες αλλόκοτα σε μια γλώσσα που μόνο ο τόπος γνωρίζει, θρηνώντας την κάθε χαραυγή, την κάθε δύση.

ΥΓ2 Το βίντεο κλιπ της Καλλιόπης Βέττα είναι γυρισμένο στο εγκατελημένο χωριό της παλιάς Χαραυγής του Νομού Κοζάνης.

27/8/10

Παραχειμάζων εν τη Σάμω



Ο καταπέλτης του Ρομίλντα βρόντηξε δυνατά πάνω στην τσιμεντένια προβλήτα. Το μπουλούκι με τους αγουροξυπνημένους ταξιδιώτες ξεχύθηκε στην προκυμαία. Δυο τρία αυτοκίνητα, μερικές μηχανές και καμιά τριανταριά επιβάτες. Ήταν αρχές του Απρίλη κι η τουριστική περίοδος δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Χώρια από μια παρέα ξένων, δυο μακρυμάλληδες νεαρούς με μπράτσα γεμάτα τατουάζ και τρία κοριτσόπουλα με μια υποψία κουρελιασμένου τζιν γύρω από τους γοφούς και μισή ντουζίνα χαλκάδες περασμένους σ' όλα τα μέρη του κορμιού τους, οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν ντόπιοι.





Τελευταίος, βαδίζοντας με αργά κουρασμένα βήματα, κατέβηκε και ο Φάνης. Όλα του τα μέλη πονούσαν από τη δύσκολη νύχτα στην άβολη πολυθρόνα του σαλονιού της τρίτης θέσης. Όμως εκείνο που βάραινε περισσότερο τα πόδια του ήταν το απόλυτο κενό που απλωνόταν μπροστά του.



Ακούμπησε δίπλα του τη βαλίτσα και στάθηκε στην προκυμαία σαν χαμένος μέσα στην πρωινή αχλή. Ίσα που είχε αρχίσει να χαράζει. Όσοι Καρλοβασιώτες δεν είχαν πάει στα χωράφια ήταν ακόμα κοιμισμένοι. Ένα μονάχα καφενεδάκι είχε ανοίξει, προσδοκώντας να προσελκύσει τη λιγοστή πελατεία των καινουργιοφερμένων.

Εκεί απευθύνθηκε ο Φάνης για πληροφορίες. Το λεωφορείο έφευγε στις 8. Είχε δυο ώρες και κάτι στη διάθεσή του. Ευχαρίστως θα έπινε έναν καφέ. Όταν όμως έχεις μόνο λίγα μικρά χαρτονομίσματα στην τσέπη και καμιά προοπτική για τίποτα άλλο, μετράς ακόμα και το κόστος του καφέ.



Ο ήλιος ξεπρόβαλε μέσα από τη θάλασσα, βάφοντας χρυσαφιά τα γαλάζια κύματα και ζεσταίνοντας τα μουδιασμένα μέλη του, όχι όμως και την καρδιά του. Κάθισε σ' ένα απ' τα παγκάκια της προκυμαίας. Μέσα σε εννιά μήνες -όσο χρειάζεται μια μάνα για να δημιουργήσει μια νέα ζωή στα σπλάχνα της- η δική του ζωή είχε καταστραφεί.

Αρχές Ιουλίου του περασμένου χρόνου ο Αγγελάκος, ιδιοκτήτης και γενικός διευθυντής του Προτύπου Εκπαιδευτηρίου, του είχε ανακοινώσει την απόλυσή του. «Συμπληρώνεις δωδεκαετή υπηρεσία και δικαιούσαι ελάφρυνση προγράμματος και μισθολογική αναβάθμιση. Συνεπώς, μου είναι ασύμφορο να σε κρατήσω», του είπε χωρίς περιστροφές. «Άλλωστε, είμαι πολύ δυσαρεστημένος μαζί σου. Οι γονείς διαμαρτύρονται για τη βαθμολογία σου. Άκου μόνο 17 στο γιο του εφοπλιστή... που έχει τρία παιδιά στο σχολείο μας! Μαθηματικά στο γυμνάσιο διδάσκεις, όχι στον Αϊνστάιν!».



Έτσι ο Φάνης είχε την ιδιαίτερη τιμή να είναι το πρώτο θύμα της Άννας Διαμαντοπούλου που μέσα σε μια νύχτα, οχυρωμένη πίσω από το σκιάχτρο του ΔΝΤ, είχε καταφέρει να μετατρέψει τους δασκάλους σε δουλοπάροικους. Με τα τέσσερα μηνιάτικα της αποζημίωσης -ακόμα και οι νόμοι του Λοβέρδου του αναγνώριζαν περισσότερα, άντε όμως να βρεις το δίκιο σου σ' ένα κράτος όπου οι δικαστές παίζουν στο άλλο γήπεδο- ο Φάνης τα έβγαλε πέρα για οκτώ μήνες. Σ' αυτό το διάστημα έτρεξε παντού, σε σχολεία, σε φροντιστήρια, σε τεχνικές σχολές... Δήλωσε πρόθυμος να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Υπάλληλος, πλασιέ, μπογιατζής... Τίποτα...

Όταν στα μέσα του Φλεβάρη διαπίστωσε ότι τον άλλο μήνα δεν θα είχε να πληρώσει ούτε το νοίκι, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Μάζεψε σ' ένα μπαούλο τα λιγοστά του υπάρχοντα, τα εμπιστεύτηκε σ' έναν φίλο και πήρε το καράβι για τη Σάμο. Εκεί, στους Βουρλιώτες, στα μισά του δρόμου ανάμεσα Καρλόβασι και Βαθύ, ήταν το πατρικό του: ένα εγκαταλειμμένο σπιτάκι με κεραμίδια, τριγυρισμένο από ένα περιβόλι.



Από τότε που είχε χάσει τους γονείς του, ο Φάνης δεν είχε πατήσει πόδι στη Σάμο. Μεγαλωμένος στα Πατήσια, δεν είχε ποτέ σκεφτεί πως μπορούσε να έχει ρίζες αλλού πέρα από την οδό Λευκωσίας. Την εμμονή των γονιών του, να πηγαίνουν κάθε χρόνο το νησί και να κάνουν κάθε τόσο εργασίες συντήρησης στο σπίτι του χωριού, την έβλεπε σαν μια ανώδυνη γραφικότητα. Κι όμως αυτοί οι ραγισμένοι τοίχοι με την ξεφτισμένη μπογιά, αυτή η στέγη που κατά πάσα πιθανότητα θα έσταζε, αυτά τα λίγα τετραγωνικά φυτεμένα με λιόδεντρα, συκιές και κλήματα ήταν πια το μόνο που του είχε απομείνει για να τον κρατά, προς το παρόν τουλάχιστον, μισό σκαλοπάτι πάνω από την κατάσταση του άκληρου.





Καθισμένος πλάι στο παράθυρο του μισοάδειου λεωφορείου, ο Φάνης χάζευε πότε τις παραλίες που διαδέχονταν η μια την άλλη και πότε, απ' την απέναντι μεριά, τα πεύκα, τα πλατάνια και τ' αμπέλια που εναλλάσσονταν πάνω στις μαλακές πλαγιές του βουνού. Ούτε τα σμαραγδένια νερά, ούτε ο μυρωμένος θαλασσινός αέρας, ανάμεικτος με τις ανοιξιάτικες οσμές απ' τις συκιές και τ' αγριολούλουδα, μπόρεσαν να φτιάξουν τη διάθεση του Φάνη.





Λίγα μέτρα πριν από την ξακουστή παραλία του Τσάμπου το λεωφορείο άφησε τον κύριο δρόμο κι άρχισε να ανεβαίνει αγκομαχώντας προς το βουνό. Απότομα, ξεπρόβαλε μπροστά του το χωριό και λίγο πιο πάνω το ρημαγμένο κάστρο της Λουλούδας. «... Η Λουλούδα, η κόρη του παπά», του αφηγούνταν όταν ήταν μικρός η μάνα του, «πήγαινε κάθε μέρα στο κάστρο ν' αγναντέψει τη θάλασσα. Όμως τα ξωτικά του βουνού ζηλέψανε τη νιότη και την ομορφιά της· άξαφνα ο τόπος πλημμύρισε απ' όλες της άνοιξης τις μυρωδιές· όλα του λόγκου τα φυτά στείλαν το πιο μεθυστικό τους άρωμα στης κόρης τα ρουθούνια· κι εκείνη λιγοθύμησε κι έπεσε και τσακίστηκε στη ρεματιά...».

Ο Φάνης χαμογέλασε πικρά. Μήπως αυτό ήταν η λύση;



Το λεωφορείο τον άφησε στην πλατεία του χωριού. Βιαστικά, από φόβο μήπως του πιάσει κανένας την κουβέντα, ο Φάνης άρπαξε τη βαλίτσα του κι άρχισε να ανηφορίζει το δρομάκι που οδηγούσε προς το πατρικό του. Η σκουριασμένη αυλόπορτα έσκουξε με παράπονο καθώς την άνοιξε. Στάθηκε καταμεσής στο περιβόλι και κοίταξε γύρω του. Οι ελιές, αν και πνιγμένες στην παραφυάδα, ήταν γεμάτες άνθη. Η κληματαριά, χρόνια ακλάδευτη, ήταν γεμάτη νεαρά τσαμπιά με άγουρες ακόμα ρώγες σαν το κεφάλι της καρφίτσας. Οι συκιές κατάφορτες κι αυτές. Μέτρησε με το μάτι το μέχρι χτες περιφρονημένο βιος του, το μοναδικό του βιος.



Χωρίς να ξέρει το γιατί έσκυψε και πήρε στα χέρια του δυο σβόλους χώμα. Η τραχιά αίσθηση στο δέρμα του ήταν ευχάριστη. Τους έσφιξε στις χούφτες του κι ένιωσε να τον πλημμυρίζει ένα παράξενο συναίσθημα, μια πρωτόγνωρη δύναμη. Σαν μια φευγαλέα οπτασία πέρασαν μπρος από τα μάτια του οι φάλαγγες των ξεκληρισμένων που διωγμένοι από τα βάθη της Μικρασίας, τις αρχαίες Κλαζομενές, είχαν βρει μια νέα πατρίδα σε τούτον εδώ τον τόπο. Ένιωσε το πείσμα τους να τον κυριεύει. Όχι. Δεν θα 'χε την τύχη της Λουλούδας.

Σαν τον Ανταίο κι αυτός θ' αντλούσε νέα ζωή από τη γη, τη μάνα του.


Το βιβλίο «Αχμές, ο γιος του φεγγαριού» του Τεύκρου Μιχαηλίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.



ΥΓ1 Η Σάμος ανήκει στα σημαντικά κεφάλαια της ζωής μου. Ένα νησί που μου χάρισε όμορφες αναμνήσεις και υπέροχους ζεστούς ανθρώπους που αγαπώ και θυμάμαι πάντα. Ελπίζω να μην μείνουμε στην άψυχη επικοινωνία του υπολογιστή, αλλά να τα πούμε από κοντά σύντομα.
Γιάννη, αν και να ξερες τι μου θύμισες με το τραγούδι και τις εικόνες σου.... Να σαι καλά παλικάρι μου!

ΥΓ2 Αλήθεια, που να βρίσκεται άραγε ο Μανόλης από τα Κουμέικα;

26/8/10

Ένα καλοκαίρι που θα σκοτωθεί πριν την πρώτη σταγόνα της βροχής...



Αυτό το καλοκαίρι, του σωτήριου έτους 2010, θα σκοτωθεί πριν την πρώτη σταγόνα της βροχής. Έτσι που στέκει βουβό, δειλό κι αμήχανο, μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο αχνά ζωγραφισμένο στην άκρη των χειλιών, έτσι όπως ικετεύει τους περαστικούς από την Εσπερία να το ελεήσουν, με μια χωριάτικη, ένα room to let, ένα all inclusive έστω, έτσι που στριμώχνεται σε πλοία, τραίνα κι αυτοκίνητα για ένα Σαββατοκύριακο και πίσω πάλι στη μεγάλη πόλη ξημέρωμα Δευτέρας - αυτό το Καλοκαίρι δεν έχει ελπίδα.

Θα το στήσουν στον τοίχο, χωρίς δίκη, χωρίς να του επιτρέψουν να απολογηθεί, αφού του φορτώσουν όλα τα κακά της μοίρας του μαύρου κι άραχνου Χειμώνα που έρχεται αμείλικτος μετά το αναιμικό Φθινόπωρο.



Και το κακόμοιρο Καλοκαιράκι θα θυσιαστεί, αθώα Ιφιγένεια, για να φυσήξει ούριος άνεμος τα μαύρα πανιά του αποτρόπαιου στόλου, το άλλο του όνομα είναι ΔΝΤ-Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που έχει βαλθεί με στρατό αναρίθμητων δανεικών ευρώ να εκστρατεύσει ενάντια στην σύγχρονη αυθάδικη και καλοπερασάκικη Τροία, την Ελλαδίτσα.

Κι ο Δούρειος Ίππος -Ευρωπαϊκή Ένωση- σύντροφος της εκστρατείας από μιας αρχής -τα σύγχρονα δράματα, των τηλεοπτικών δελτίων, χρειάζονται γρήγορο φινάλε, αλλιώς το κοινό βαριέται, σιγά μην περιμένει δέκα χρόνια για να δει τις φλόγες να κατατρώγουν εκείνη την υπέροχη παλιά μεγάλη πολιτεία, το μαγαζί γωνία θεών κι ηρώων.

Το ξέρει το άθλιο μέλλον του το Καλοκαίρι, είναι Κασσάνδρα και Τειρεσίας μαζί, το ξέρει και κλαίει -όχι για τον δικό του γοργά επερχόμενο χαμό- για τον δικό μας και των παιδιών μας και των παιδιών των παιδιών μας. Επειδή το Καλοκαίρι, έτσι σοφό που είναι, ξέρει πως κι αν η τσέπη μας γεμίσει πάλι λίγο-λίγο, κι αν «η οικοδομή ανασάνει», αν «το Χρηματιστήριο σημειώσει άνοδο», «αν οι επενδυτές επιστρέψουν», θα έχει χαθεί για πάντα η ευωδιά του γιασεμιού, το ήσυχο λίκνισμα των δελφινιών στη ράχη του πελάγου, το παγωμένο ποτήρι νερό με το γλυκό του κουταλιού, οι βραδινές φωνές που σπάζουν τη σιωπή των άστρων με ρεμπέτικα, ο ψίθυρος του μελτεμιού, η απόχη του αμπελώνα.



Το Καλοκαίρι μετράει τις μέρες που του απομένουν μία-μία και προσεύχεται - προσεύχεται να θυμηθεί καθείς μας γλώσσα, πατρίδα, προορισμό και τρόπο. Τότε η θυσία του, σκέφτεται κι αναθαρρεί, δεν θα πάει χαμένη, τότε ίσως κάποια άλλα καλοκαίρια μακρινά, βαθειά μελλοντικά, υψώσουν πάλι το πανί για το λαμπρό ταξίδι κι η Οδύσσεια αρχίσει απ' την αρχή ξανά, όμως έτσι σοφοί που θα είμαστε μετά από τόσον πόνο, στέρηση κι απώλεια, θα έχουμε πια για τα καλά αντιληφθεί «οι Ιθάκες τί σημαίνουν».

Γιώργος Ανδρέου



ΥΓ1 Οι μέρες που έρχονται είναι άγριες. Κανείς δεν αμφιβάλλει γι αυτό.
Παρατηρούσα τα πρόσωπα του κόσμου στην χθεσινή μουσική βραδυά. Φοβισμένα, λυπημένα, σκυθρωπά. Η φωνή τους δεν έβγαινε. Το τραγούδι τους σιωπηλό, ψιθυριστό, λες και φοβόταν μην το πάρει ο άνεμος και χαθεί κι αυτό μαζί με όσα χάθηκαν τούτο το καλοκαίρι. Ο χορός τους βαρύς. Κοφτός.

Το μόνο που μας απέμεινε πια είναι οι άνθρωποι που αγαπούμε. Οι δικοί μας άνθρωποι. Μαζί με αυτούς θα πορευτούμε. Μαζί θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες. Την αγριότητα του φθινοπώρου που έφτασε κιόλας στις πόρτες μας...

25/8/10

Είμαι στο μώλο...



Είπε: θ’ ανάψω εφτά φωτιές στη νύχτα
Εφτά νερά θα δέσω στα μαλλιά σου
Εφτά βδομάδες θα νηστέψω το τραγούδι.
Τ’ άσπρο άλογο μονάχα θα κρατήσω
Να φέγγει από γυαλί και φως ο αγέρας.



Έφυγε καβαλάρης, και το Σάββατο
Γύρισε παντρεμένος μ’ ένα σύννεφο
Την Κυριακή, κοκκίνισαν τα μήλα.



Πίσω απ’ τα χρυσά βουνά, λιοκαμένο παλικάρι
Κόκκινο σου αγόρασα πουκάμισο, κόκκινα παπούτσια στο παζάρι,
Τ’ άλογο έφυγε στη θάλασσα, ο ήλιος κόπηκε στη μέση
Τώρα τα χρυσά, τώρα τα κόκκινα, ποιος θα τα φορέσει;



Ψηλά, ψηλά, τα κορφοβούνια της χαράς.
Αχ, θα με ρίξει απ’ το μπαλκόνι ο αέρας.



Στα μαγαζάκια της ακρογιαλιάς
Πουλάνε χίλια καθρεφτάκια
Και σ’ όλα μέσα η εικόνα σου



Γελάει με τα’ άσπρα αστέρια της...
Και τα σφουγγάρια απ’ το καρφί τους πέφτουνε.
Κι ο κρότος κόκκινος βροντάει μες στη Δευτέρα.

«…ρώγα τη ρώγα σφίγγει το σταφύλι
φιλί φιλί ανεβαίνει ο έρωτας
η αλυσιδίτσα στο λαιμό σου
τ’ αστράκι της αυγής στα φύλλα



σκοινιά καράβια και φανάρια
γλάροι καθρέφτες και καρποίτα κατάρτια μπουμπουκιάσανε
όμορφη, Θεέ μου, που ‘ναι η πλάση
απ’ όλα πίνω το γαλάζιο
κι ακόμα, Θεέ μου, να μεθύσω»

Γιάννης Ρίτσος, «Τραγούδια τ’ ουρανού και του νερού»

24/8/10

Το φεγγάρι κάνει βόλτα...



Το κατώι του σπιτιού τους, εκεί όπου η γιαγιά φύλαγε τα κιούπια με τα τουρσιά, τον μπάτζιο, το μπατζιοτύρι, το ξυνοτύρι ή ανεβατό, το παστό χοιρινό, τα μήλα τα κυδώνια, το κρασί και την τσιόμπριτσα (ρίγανη), αυτό το κατώι φτιάξανε παραδοσιακό καφενεδάκι ακολουθώντας τα ίχνη των παππούδων, που σαν καφενεδάκι το λειτούργησαν κι εκείνοι την δεκαετία του '40.





Με διάθεση να γυρίσει η μνήμη σε γεύσεις που μας μεγάλωσαν και σε εικόνες που πάντα θα μας θυμίζουν τα παλιά...



"Το φεγγάρι κάνει βόλτα", έτσι ονόμασαν τον παραδοσιακό χώρο που στήσανε στην Χρυσαυγή Βοίου κάποιοι μερακλήδες. Κάτω από τον έναστρο ουρανό της Χρυσαυγής, παρέες με κιθάρες κάνουν καντάδες τα βράδυα στο Φεγγάρι για το φεγγάρι...





Εκθέσεις και καλλιτεχνικά δρώμενα δίνουν μια εικαστική νότα και συντροφεύουν τον κόσμο που γεμίζει τον καφενέ. Για τις Αυγουστιάτικες νύχτες, το Φεγγάρι παρουσίασε την Έκθεση Ζωγραφικής του Δημήτρη Δάλλα, και την παράσταση "Ο Καργκιόζης ηρωικός αρκουδιάρης", με το θέατρο σκιών του Τηλέμαχου Αθανασιάδη.









Μέσα στις ζεστές νύχτες του Αυγούστου αναζητούμε τη δροσιά του αγέρα, ποθούμε τη «φωνή της λεπτής αύρας» που θα μας αναπαύσει. Κι ο γενναιόδωρος Αύγουστος μας παρέχει την ευκαιρία όχι μόνο του φυσικού μα και του πνευματικού και αισθητικού μελτεμιού.



Γιατί ο Αύγουστος έχει το γεμάτο φεγγάρι, τις πανέμορφες, δροσερές κι ερωτικές αυγουστιάτικες νύχτες. Και γεμίζει η ύπαρξη από έρωτα προς την ομορφιά κι αναγεννιέται μέσα στο κάλλος. «Τόκος εν τω καλώ» είχε γράψει ο Πλάτων στο «Συμπόσιό» του.

Δίνει όμως ο Αύγουστος και πολλές ευκαιρίες για αισθητική απόλαυση κι επαφή με πνευματικά έργα, με όλες εκείνες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στις πόλεις και στα χωριά μας, αρκεί κανείς να έχει το κριτήριο να επιλέξει σωστά.



Το αυγουστιάτικο «ολόγιομο» φεγγάρι απόψε θα «κόβει» βόλτες στον ουρανό μας όλη νύχτα. Αφήστε τους αστρολόγους και τους πολιτικούς μας να προβλέπουν εντάσεις και... ουρλιαχτά. Χαλαρώστε και απολαύστε τη μαγική βραδιά.

Πανσέληνος είναι και (δυστυχώς) θα περάσει...

http://www.feggari.gr/