12/3/10

Οι αβάσταχτες Παρασκευές της ποίησης...



«Δεν είναι κόσμος εδώ και μήτε τόπος για να ζήσουμε. Χρυσάφι ντροπής στοιβάζουν οι άνθρωποι. Ευεργετούν τον πλούτο και ελεούν το ασήμαντο».
Μάνος Ελευθερίου

Τον ακούω στο δεύτερο πρόγραμμα. Προικισμένοι άνθρωποι όσοι ευλογήθηκαν με φωνή ταξιδεύτρα. Ο Μάνος Ελευθερίου μιλάει και σε οδηγεί στους τόπους και στις αναμνήσεις του. Θυμάται τα μικράτα του στην Ερμούπολη της Σύρου.

«Λέου, λέου, λέου, λέου, τενεκές του πετρελαίου», ο στίχος από το ρεμπέτικο του 19ου αιώνα συντροφεύει τις θύμησες των εποχών, που η λάμπα του πετρελαίου φώτιζε τις νύχτες του. Συνειρμός ψύχραιμος, που ανθίσταται στην υστερία των ημερών με τις διακοπές του ρεύματος. Ξεδιπλώνει με γλαφυρές αφηγήσεις τις εικόνες μιας εποχής που κατεδαφίσαμε για να φτιάξουμε την σύγχρονη Ελλάδα. Στιγμές ανθρώπων που σκύβουν στη λάμπα και δυναμώνουν το φυτίλι για να ανάψουν τσιγάρο.



Κι ο Μάνος Ελευθερίου γίνεται πιο γαλαντόμος και πιο γενναιόδωρος, καθώς μας ταξιδεύει στα ερτζιανά. Kάθε του κουβέντα θυμίζει πόσο όμορφα παλιώνει το σπάνιο κρασί και γίνεται όλο και πολυτιμότερο.

Oι στίχοι του κι οι φίλοι του ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες ενός κόσμου που τακτοποιεί τα συμβαίνοντα στα δελτία των ειδήσεων εκεί που τους αρμόζει. Υποθέτω δηλαδή, πουθενά. Σε αντίθεση με τον μοναχικό ήρωα του τελευταίου του βιβλίου «Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των 8», που επιμένει να καθηλώνεται στο χαζοκούτι του ακόμη κι όταν σκέψεις κι εικόνες τον κατακλύζουν.



Το απόσπασμα χαρακτηριστικό: «(...) Τότε είδα κι εγώ το τίποτα. Εκεί που έβλεπε και η ίδια ή που εγώ νόμιζα ότι έβλεπε όλα εκείνα τα χρόνια που δεν τη γνώριζα. Και είδα ξαφνικά μέσα στα μάτια της αυτά τα πάμφωτα αρχαία ερείπια της ρημαγμένης ζωής πολλών ανθρώπων. Συναντήσεις πολλές και αποχαιρετισμούς. Τρένα και πλοία και λεωφορεία σαράβαλα και σκισμένες βαλίτσες δεμένες με σκοινιά. Την είδα που είχε κάπως απογειωθεί, δεν πατούσε στο χώμα, πατούσε σ' ένα μικρό γαλάζιο συννεφάκι, κάτω από τα παπούτσια της κυκλοφορούσαν με άνεση όλες οι γάτες της οικουμένης διαρκώς νιαουρίζοντας και πεινασμένες. Τι ρόλος ήταν αυτός που έπαιζε; Τίνος συγγραφέα; Τη χαιρέτησα ευγενικά και έφυγα. Η περιέργειά μου με είχε εκδικηθεί. Η σπάνια προαίσθησή μου ν' αποφεύγω τους κινδύνους είχε πάει περίπατο. Χωρίς να το σκεφτώ, είχα βγάλει ο ίδιος τα μάτια μου. Σύρθηκα μέχρι τη δουλειά μου εξαντλημένος και λυπημένος. Κι όταν αργότερα έφτασα στο σπίτι μου, δεν είχα όρεξη για τίποτα. Άνοιξα μόνο την μπαλκονόπορτα για να ‘ρχεται πιο εύκολα μες στο δωμάτιο η μελαγχολία της Αθήνας κι όλης της πατρίδας και κάθισα μπροστά στην τηλεόραση για ν' ακούσω τις ειδήσεις (...)».



Η "ασκεψία" δεν είναι καν δόκιμος όρος. Είναι όμως σίγουρα υπάρχουσα κατάσταση. Είναι αυτό ακριβώς που κάνουμε βουλιάζοντας στον καναπέ για να χαλαρώσουμε -υποτίθεται- με τις εμμονές των .. καλών ανθρώπων που φτιάχνουν τα τηλεσκουπίδια μας. Την διακρίνεις πλέον εύκολα παντού, σαν να είναι μεταδοτική νόσος. Στους ελληναράδες που καμαρώνουν τους μασκέ Μακεδόνες των συλλαλητηρίων του Άδωνη, στους κυβερνοψηφοφόρους που πασχίζουν να αναμασήσουν τις πολιτικολογίες των αρχηγών τους για τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, στις συντροφιές που συζητούν το σουξεδάκι της Καλομοίρας, ακόμη και στους «επιχειρούντες» που μηνύουν -για πρώτη φορά- συνδικαλιστές της ΔΕΗ, ενώ χρόνια στωικά αποδέχονται ότι οι διοικήσεις του μονοπωλιακού αγαθού δεν αποζημιώνουν ντεφάκτο.

Θυμάμαι την ταινία με τη Τζόντι Φόστερ στο «Εκτός εαυτού». Επαναλαμβάνει μία φράση μαγική. «Περπατώ τις νύχτες στην πόλη και ψάχνω τις γνώριμες γωνιές της». Θα μπορούσε να το 'χε πει με την δική του φωνή ο Μάνος Ελευθερίου νωρίτερα. Ή θα μπορούσε να ηχεί σαν φράση στο μυαλό της Κλειούς, όταν ζωγράφιζε τον πίνακα του Ηρακλείου. Μία σπειροειδής κίνηση που καμώνεται πως ανιχνεύει τα πέριξ, αλλά κατ ουσίαν γυρνά σαν μαχαίρι στα εσώτερα. Μοιάζει με μικρομέγαλο κορίτσι που φοράει τα τακούνια της μητέρας της, καθώς δεν είναι το χάος της Αθήνας αλλά έχασε πια και την επαρχιακή της παιδικότητα.

Μ’ αυτό το άλλο «συμπέρασμα» σχηματισμένο μέσα μου, δεν χρειάστηκε, όταν νύχτωσε, ν’ ανάψω το φως…

Θα μπορούσε σκέφτομαι, να το 'χει γράψει ο Μάνος Ελευθερίου ή να το χει "ερμηνεύσει" η Τζόντι Φόστερ. Ωστόσο, δεν είναι παρά ο τρόπος που συναντιούνται οι εμπνεύσεις των ... ακόμη σκεπτόμενων.



Οι άγιοι, οι παλιοί ηθοποιοί, τα υφάσματα, μια μικρή λεπτομέρεια όπως ένα έπιπλο, ένα ματσάκι μωβ λουλούδια ή ένα φθαρμένο πινέλο με ψαλιδισμένες άκρες. Ένα ελάχιστο της καθημερινότητας κι όμως ικανό να δημιουργήσει το απρόβλεπτο, να λειτουργήσει σαν ξόρκι ή κι αντίθετα σαν προπατορικό αμάρτημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «Η Μελαγχολία Της Πατρίδας Μετά Τις Ειδήσεις Των Οκτώ», είναι γραμμένη από τον άνθρωπο που έχει γράψει στίχους σαν κι αυτόν:

«Πάνω απ' το κρεβάτι στολισμένο, σε βελούδο μαύρο, θωρηκτό. Και πιο δίπλα ήταν διπλωμένο το άλμπουμ με δικέφαλο αετό».

Οι ποιητές έχουν τόσο πλούτο να διαχειριστούν, που με «απόγνωση» κοιτούν το μέλλον. Ως τη στιγμή που γίνονται λέξεις κρεμασμένες σ' αυτό. Και ο Μάνος Ελευθερίου. Πρωινό καθημερινής ανταμώσαμε για κουβέντα. Ροφήματα και τσιγάρα. Και η κάπνα.

«Μην τη διώχνεις, μου αρέσει» θα με παραινέσει.

Σημεία αναφοράς, δεκαετίες τώρα, η ποίηση, οι στίχοι και τα πεζά του.

«Ψελλίσματα είναι αυτά που γράφεις. Μπορεί να υπάρχει συνέχεια, μπορεί και όχι. Μερικά πράγματα τα έχω τελειώσει. Τους στίχους μάλλον... κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος» εξομολογείται. Ένα διαρκές και ευτυχές παρόν στη ζωή του τόπου, που φτάνει ως τα δικά μου 24 χρόνια... Τα «Παραπονεμένα» και τα «Μαλαματένια Λόγια» να συναντούν τον «Άμλετ της Σελήνης» και «Της βροχής» -ξάδερφος του, όπως δηλώνει.

Η «Μελαγχολία της πατρίδας μου μετά τις ειδήσεις των οκτώ». Διηγήματα, γραμμένα χρόνια πίσω.

«Πολλά από αυτά, είναι αυτοβιογραφικά. Αρκετά πρόσωπα είναι ήδη στα μυθιστορήματα, ατμόσφαιρα υπάρχει σ' αυτά, τύποι και καταστάσεις μπλέκονται, και είναι ουσιαστικά ένα». Όνειρα και εφιάλτες, εκφάνσεις της πολυπρόσωπης και καμιά φορά αβάσταχτης πραγματικότητάς μας. Φίλοι που φεύγουν, θύμησες που κυκλώνουν, ο θάνατος, η ανασφάλεια και οι «εχθροί», η ελληνική επαρχία. Το υποσυνείδητο σε εγρήγορση, το μαγικό -πόσο ανάγκη το έχουμε- να κάνει κουμάντο!



Οι στίχοι, ο έρωτας, η πολιτική. Μαζί;

Μήτρα των στίχων η ποιητική λαλιά, έτσι που συχνά τα όρια καταργούνται. Λόγια που τραγουδούν την πολυπρόσωπη και αντιφατική ζωή μας. Τον άνθρωπο σε όλες τις εκφάνσεις του. Κι ο έρωτας, δοσμένος υποδόρια, όχι μελιστάλαχτα ή με... καψούρα. Για τον ίδιο: «Δεν είναι ο δύσκολος δρόμος, απλά, δεν έχω διαλέξει αυτή την επιλογή. Μακάρι να μπορούσα να γράψω έτσι, τα ζηλεύω. Πολλά, είναι τόσο ωραία, που λέω μακάρι να τα είχα γράψει εγώ».

«Ή μήπως ήταν αυταπάτη όλα εκείνα που κατάργησαν τους στίχους μας κι η ομορφιά τους εξευτέλισε τα εγκώμια»; αναρωτιέται σ' ένα ποίημα. Τώρα; «Υπάρχουν πάρα πολύ ωραία τραγούδια, στίχοι, και περνάνε στο ντούκου, διότι έχουν ατυχήσει μουσικά και ερμηνευτικά. Και υπάρχουν και τραγούδια που είναι κακοί οι στίχοι, θαυμάσια η μουσική και γίνονται επιτυχία. Την επιτυχία δεν μπορεί κανείς να την προβλέψει καταρχήν. Είναι απ' τα περίεργα που συμβαίνουν. Βέβαια, αν έχει δουλέψει κανένας, σοβαρά και για χρόνια, έρχεται κάποια στιγμή ως φυσικό επακόλουθο. Όταν ξενυχτάς στα μπαρ μέρα νύχτα, δεν ασχολείσαι με το έργο. Δε λέω να κάθεσαι σαν τον ερημίτη σε μια σπηλιά, αλλά ουσιαστικά, η μεγάλη σου μέριμνα, πρέπει να είναι το έργο σου».

Αντιηρωικοί οι καιροί μας και η κουβέντα για το σύγχρονο πολιτικό τραγούδι αναζωπυρώνεται: «Υπάρχουν πάρα πολλές προϋποθέσεις για να γραφτεί πολιτικό τραγούδι. Βεβαίως, μπορεί να μην έχουμε δικτατορία, αλλά υπάρχουν χίλια άλλα πράγματα που μας καταπιέζουν. Διάβασα ότι νοικοκυριά στην Ελλάδα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Αυτό δεν είναι θέμα για πολιτικό τραγούδι; Εάν τραγουδηθεί σε μια συναυλία -είμαι σίγουρος και αν είναι έξυπνο και καλογραμμένο- νομίζω ότι θα έχει μεγάλη επιτυχία. Βέβαια, τότε, έπαιρναν άλλη διάσταση στις καρδιές των ανθρώπων. Αλλά και τώρα, τα αποτελέσματα των προβλημάτων που απασχολούν τους ανθρώπους, θα τα δεις σε λίγο καιρό, οπότε και αναγκαστικά θα ξεσηκωθούν. Εκεί, χρειάζεται λίγη βοήθεια από τους δημιουργούς. Αλλά, θέλει ταλέντο. Και υπάρχουν σπουδαίοι στιχουργοί, νέοι που μπορούν να κάνουν θαύματα» σχολιάζει.



Όλη η Ελλάδα γράφει;

«Πάντοτε γράφανε. Αλλά οι ποιητικές συλλογές, βγαίνουνε κάθε μέρα μία-δύο. Που δε γινόταν στα παλιότερα χρόνια. Υπήρχαν άνθρωποι που κρυβόντουσαν κυριολεκτικά. Ο Τέλος Άγρας, προπολεμικά, κρυβότανε πηγαίνοντας στη δουλειά του στην Εθνική βιβλιοθήκη που δούλευε, γιατί τον πλησίαζαν 2-3 την ημέρα λέγοντάς του: «πάρε χειρόγραφα μου να τα διαβάσεις, να μου πεις τη γνώμη σου...» και, τι να του πεις του αλλουνού; Σταμάτα να γράφεις; Θα τον κάνεις εχθρό... Είσαι μεγάλος; Γράψε μου, προλόγισε το βιβλίο μου...
Και τώρα γίνεται αυτό. Άνθρωποι τα στέλνουν σ' όλους τους ποιητές και λένε πέστε μου τη γνώμη σας...

Μα δε γίνεται αυτό το πράγμα...Τι θα πει προλογίστε; Μου έχει συμβεί κι εμένα. Είδα και έπαθα να πείσω μια κυρία, ότι αυτά τα πράγματα γινόντουσαν στον Μεσοπόλεμο (1920-1940). Τι θα πει ο άλλος στον πρόλογο; Τι το θες; Κι αν δε μ' αρέσουν εμένα; Εντάξει είναι ωραία ποιήματα. Τι να κάνω εγώ, να γράψω και πρόλογο, ύμνο δηλαδή; Γιατί, εκεί, περί ύμνου πρόκειται. Κι αν για τα ποιήματα που θα γράψω εγώ τον ύμνο, τα βρει απαίσια ο κριτικός, θα πάρει η μπάλα κι εμένα...»



Είναι καιρός για ποιητές;

«Οι ποιητές δεν είναι για να συναγελάζονται με καμιά εξουσία, πέρα απ' την εξουσία του δίκαιου και τ' ανθρώπινου» διάβασα κάπου. «Υπήρξαν ποιητές σπουδαίοι στον κόσμο που ήταν εξουσία, είχαν βαθμό πρεσβευτού, υπουργού. Αυτό, δεν επηρεάζει το ένα το άλλο, είναι τελείως διαφορετικό. Ας πούμε ότι ένας ποιητής κάνει παρέα με τον Καραμανλή? πέφτει η υπόληψή του; Ή αν κάνει παρέα με την Παπαρήγα -που κι αυτή είναι εξουσία ουσιαστικά- θα γράφει χειρότερα; Τι θα πάθει η ποίησή του;» ενίσταται.

Συλλογίζομαι, αν είναι καιρός για ποιητές. Μήπως τους έχουμε εξορίσει; Ή κρύβονται; «Οι καλοί ποιητές πάντα θα υπάρχουν, πάντοτε γράφουν, εκδίδουν τα βιβλία τους, πάντοτε έχει ένα κοινό ένας καλός ποιητής» κατηγορηματικά σημειώνει. Για να συνεχίσει: «Όταν γίνονται εκδηλώσεις για ποιητές, ποιητικές βραδιές, οι αίθουσες είναι πάντοτε γεμάτες, κι από νέους ανθρώπους, κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό». Την ίδια στιγμή, όμως, οι «ειδικοί», ισχυρίζονται ότι «φτωχαίνουμε» τη γλώσσα. «Όχι, το λεξιλόγιο σας δεν είναι καθόλου φτωχό.

Εφόσον μπορείς και συνεννοείσαι με τους ανθρώπους, δεν έχει χαθεί τίποτα. Η ελληνική γλώσσα συνέχεια πλουτίζεται. Τώρα, το αν τη λέξη «προχωρημένος», τη λέει ο άλλος «προχώ», το πολύ πολύ να μπει και σε ένα λεξικό αργότερα. Και σ' έναν καλό συγγραφέα, όλα χρειάζονται. Και αυτές οι λέξεις. Αρκεί πώς θα τις χρησιμοποιήσει, με ποιον τρόπο, σε ποια στιγμή του βιβλίου του, σε ποιους ήρωες του βιβλίου θα βάλει αυτά τα λόγια», καταλήγει.



«Οράματα βλέπουν οι διωγμένοι. Βλέπουν οι στρατιώτες όταν φυλάνε σκοπιά στη χιονισμένη Καστοριά και στην Αλεξανδρούπολη, δύο με τέσσερις τη νύχτα. Βλέπουν οι κυνηγημένοι και οι ασκητές. Όσοι απαρνήθηκαν τον κόσμο από στενοκεφαλιά κι από πείσμα. Άλλοι από πίστη και κάποτε από αλαζονεία και κακοπέραση.

Οράματα βλέπουν οι φυλακισμένοι και οι ψευδομάρτυρες. Αυτοί που ζητιανεύουν τον έρωτα και το δίκιο τους. Οι γυναίκες που γέννησαν πολλά παιδιά και βρέθηκαν ένα πρωί να τρέχουν σε ιδρύματα για επιδόματα και χαρτιά απορίας.

Οράματα βλέπουν αυτοί που δεν ταξίδεψαν. Κι εκείνοι που έμειναν στα μισά του ποταμού ολομόναχοι και αναποφάσιστοι.

Οράματα βλέπουν τα παιδιά και, πιο σπάνια, οι μεγάλοι ποιητές.
Στη ζωή μου άκουσα περισσότερο τους ανθρώπους παρά τους έμαθα. Τους είδα σε πολλές στάσεις, σε πολλούς μορφασμούς, με νεύρα, με κλάματα, με αλαλαγμό. Τους είδα να φιλιούνται, να αποχωρίζονται, να σέρνονται όπου υπάρχει έλεος και καταδίκη, όπου υπάρχει ανακριτής, λόγος του Θεού, παρέλαση, νοσοκομείο, συλλαλητήριο. Τους είδα στα νιάτα τους και στα γεράματά τους. Τους είδα να πεθαίνουν ήρεμοι στα χέρια των αναστατωμένων δικών τους, ή άρρωστοι και ολομόναχοι σ' ένα κρεβάτι, ανάμεσα σε άλλα είκοσι, όπως ο συγγραφέας Γιώργος Παπουτσάκης στο νοσοκομείο Ελπίς.

Παλιά πόλη με τα ερείπια. Ροδιές, τσουκνίδες, χαμομήλι, μολόχες. Και παλιό φως - ο τοίχος που θα γκρεμίσει μέσα τη ζωή σου. Σ' εκείνο, δηλαδή, που κάποτε θα ήταν η ζωή σου και χτίκιασε μέσα σε λόγια που δε μάντεψε κανείς. Και φωνές τρομαχτικές από μαρτύρια, και σαν τις αγάπες που σπαταλήθηκαν και "όλα γίνανε σε μια νύχτα" λέει.

"Μόνο την άλλη μέρα κατάλαβα πώς μπορεί να θαφτεί ένας κόσμος".

Μόνο που θα χουν περάσει χρόνια. Και θα ναι σαν να σ' έχουν ναρκώσει και σε κοιτάζουν με λύπη. Και είναι όλοι τους καλοί και ξαφνικά καλοί, και μαρτυρικοί από την αγάπη. Δε θα χεις τίποτα εναντίον τους γιατί δε θα υπάρχει τίποτα δικό τους να το ζηλέψεις ή να το ζητήσεις. Μονάχα θα ναι καλοί. Μαρτυρικοί από την αγάπη, και ίσως έ τ σ ι να ήταν από πάντα, αλλά εσύ δεν έβλεπες τίποτα, και χωρίς αυτά που έζησες ή μ' εκείνα που φανταζόσουν πως έζησες και κρατήθηκες από κλωστές.

Κάποτε, και καμιά φορά στον ύπνο, μόνο εσύ υποπτεύεσαι τί γίνεται πίσω απ' τον τοίχο, αλλά, χωρίς να το ξέρεις, μόνο εσύ είσαι πια πίσω απ' τον τοίχο, κι οι διπλανοί σου δεν έχουν παρά ένα σώμα για να κρύψουν την ψυχή τους. Χρόνια και μέρες λεηλατημένες, ένα κομμάτι ουρανού που ξεκόλλησε και θρυμματίστηκε στο δρόμο σου και το πατάς αμέριμνος.

Κάποτε, πώς το χρυσό ποτάμι που περίμενες στη ζωή σου, πώς το μαλαματένιο ποτάμι σε βγάζει σκάρτο και άχρηστο...»



Πηγές: Δεύτερο πρόγραμμα Ελληνικής Ραδιοφωνίας, Λέξημα, Ποιείν,oistros

1 σχόλιο:

dimitrisp(σε χρονο ενεστωτα) είπε...

να είσαι καλά Aza...για την ανάρτηση που μας χάρισες ένα Ευχαριστώ!