29/3/10
Μεγάλη Δευτέρα
Πέρα οι μιναρέδες. Φρουρώντας το ξημέρωμα μέσα στην υγρασία της νύχτας. Εδώ, κόκκινος ήλιος που μετατοπίζεται. Αργά στ’ ανάκατα σεντόνια. Απλώνει φωτεινά εγκαύματα στο σώμα του. Σταδιακά το αποκαλύπτει. Σέρνει την παλάμη στο στήθος, σηκώνεται. Ξυπόλητος, ξύλινο πάτωμα, οσμή καφέ που φουσκώνει γρήγορα. Παραμερίζει τις λεπτές κουρτίνες: σπασμένες κολόνες ο δίσκος του ήλιου επίμονα. Ρουφάει την πρώτη γουλιά στο παράθυρο, αναρωτιέται. Τι γυρεύει εδώ.
Αυτή η χώρα πίσω του. Μεγάλη και άβολη. Με οχήματα παντού. Λέξεις που ορίζουν και δε μιλούν. Σύμμετρες σκέψεις πλανισμένες να μη χωρούν πόνο και θάνατο. Γυαλιστερές εικόνες μαγικές να κρύβουν την εικόνα. Μια κίνηση αδιάκοπη σβήνει συνεχώς την ιστορία. Αλλά στις τσέπες της πόλης, γυναίκες. Μητέρες δίχως μητέρες δίχως μητέρες. Με ρίζες χαμένες βαθιά στο σκοτάδι των ηπείρων. Με ιστορίες ψαλιδισμένες, γιατί όλα τα μεγάλα στρίγγλιζαν έξω απ’ τα παράθυρα με σειρήνες και φρεναρίσματα. Εκείνες που τον μεγάλωσαν κι ευγνώμων, τις ξεχνάει.
Ανήσυχος ύπνος χωρίς όνειρα. Κρυώνει. Ζεσταίνεται. Μ’ ένα τίναγμα ξυπνάει. Σαν ξαφνική απόφαση. Έχει επιστρέψει.
Σιωπηλό Δάσος του Dvorjak. Βαθιά μέσα απ’ την κοιλιά των ηχείων. Σε ελάχιστη ένταση μην την ξυπνήσει. Γυρίζει και την κοιτάζει. Το σώμα της κουλουριασμένο στο κρεβάτι, το πουλόβερ της στην πολυθρόνα. Το τσέλο ζεσταίνοντας το μεταλλικό χάραμα πάνω απ’ τους ουρανοξύστες. Απλώνεται σαν ψίθυρος στα γυμνά του πόδια, στο ινδιάνικο χαλί, τα χύμα χαρτιά στο παλιό γραφείο. Στο μεγάλο παράθυρο όπου παρακολουθεί τα τελευταία φώτα να σβήνουν αλλάζοντας συνέχεια τη γεωγραφία της πόλης. Εκεί ψηλά στο παράθυρο, το πρόσωπό του παγωμένο.
Το στόμα τους. Φιλόξενο και δυνατό. Μικρά γρυλίσματα καθώς πλέκουν τις γλώσσες τους. Γεμάτα στήθη που αναριγούν κάτω απ’ τα χέρια του. Τα λαγόνια τους καθώς αναδεύονται κάτω απ’ τα δικά του. Σκληρό δέρμα χωρίς μνήμη. Μαλακό υπογάστριο, υγρό. Το στόμα τους. Πάντα φιλόξενο.
Λίγο πριν το ξημέρωμα. Ξέφυγε από την αγκαλιά της σχεδόν μ’ ένα σπρώξιμο. Το χέρι της κοιμισμένο γύρω απ’ το στήθος της. Σημείωμα στην καφετιέρα. Η βαλίτσα. Το ταξί. Αραιή κίνηση. Ομίχλη στο αεροδρόμιο. Ο ωκεανός. Τα τετράγωνα της Δυτικής Ευρώπης. Η Έλβα. Οι γυμνές οροσειρές της Ελλάδας. Όταν τ’ αεροπλάνο ακούμπησε μ’ ένα τράνταγμα ένιωσε τα χέρια της αστραπιαία να τον αγκαλιάζουν και να τον αφήνουν. Δεν ειδοποίησε κανέναν.
Γιάννης Ζέρβας, Ημεροδρόμιο Μεγάλης Εβδομάδος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου