Σπιθίζοντας μέσα σε σκοτάδια σκάει μια φωνή. Με όλες τις ιδιότητες οξυγόνου. Οξυγόνου που καίγεται. Ακριβά πληρωμένες ανάσες, ψηλές θερμοκρασίες, μίγματα και σχήματα τολμηρά, υλικά ετερόκλητα.
Οράματα, πότε ονειρικά και πότε εφιαλτικά, καταθέσεις από συναισθήματα εκρηκτικά. Ποιήματα που δεν θυμίζουν τίποτα γνωστό, αλλά και όλα τα θυμίζουν.
Συγκρούσεις και μεταλλικοί κρότοι. Ροές υγρές και σιωπές από κείνες που τέμνουν μελωδικά τον χρόνο, απρόβλεπτα λυρικά γυρίσματα.
Και το «εμείς» χτυπιέται συνέχεια με λέξεις και σκαμπανεβάσματα με το «χωρίς» που υπήρξε. Τα συστατικά είναι, ή θα μπορούσε να είναι ένας εγκαταλελειμμένος τόπος, ένα στοιχείο όπου η ζωή συνεχίζεται ερήμην της οδύνης. Θα μπορούσε να είναι ό,τι χάνεται αλλά δεν εξαφανίζεται. Ό,τι επιβιώνει στη μνήμη. Ό,τι κυοφορεί καταιγίδες. Ό,τι επιμένει χωρίς να υπομένει, αφού «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία».
Ή ακόμα η σκληρή, κοφτερή πλευρά ενός ποτηριού μισοσπασμένου αλλά εντελώς γεμάτου και ό,τι απόμεινε στο κέντρο μιας αποξηραμένης πλέον όασης. Tαξίδι, που σταθερά προσανατολίζεται από το ίδιο σημείο, και επιστρέφει σταθερά. Παρά τη δίψα για τη δίψα, για την οπτική απάτη και παρά την οπτική απάτη. Επιστρέφει όπως η βελόνα στο βορρά, μοιραία και όχι τυχαία.
Πιάσε την πλάτη μου σφιχτά
σφιχτά και το μυαλό μου
Δεν είναι η φυλακή αυτό που με σκοτώνει
είναι η ελευθερία μου που δεν μπορώ ν΄ αντέξω...
Οράματα, πότε ονειρικά και πότε εφιαλτικά, καταθέσεις από συναισθήματα εκρηκτικά. Ποιήματα που δεν θυμίζουν τίποτα γνωστό, αλλά και όλα τα θυμίζουν.
Συγκρούσεις και μεταλλικοί κρότοι. Ροές υγρές και σιωπές από κείνες που τέμνουν μελωδικά τον χρόνο, απρόβλεπτα λυρικά γυρίσματα.
Και το «εμείς» χτυπιέται συνέχεια με λέξεις και σκαμπανεβάσματα με το «χωρίς» που υπήρξε. Τα συστατικά είναι, ή θα μπορούσε να είναι ένας εγκαταλελειμμένος τόπος, ένα στοιχείο όπου η ζωή συνεχίζεται ερήμην της οδύνης. Θα μπορούσε να είναι ό,τι χάνεται αλλά δεν εξαφανίζεται. Ό,τι επιβιώνει στη μνήμη. Ό,τι κυοφορεί καταιγίδες. Ό,τι επιμένει χωρίς να υπομένει, αφού «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία».
Ή ακόμα η σκληρή, κοφτερή πλευρά ενός ποτηριού μισοσπασμένου αλλά εντελώς γεμάτου και ό,τι απόμεινε στο κέντρο μιας αποξηραμένης πλέον όασης. Tαξίδι, που σταθερά προσανατολίζεται από το ίδιο σημείο, και επιστρέφει σταθερά. Παρά τη δίψα για τη δίψα, για την οπτική απάτη και παρά την οπτική απάτη. Επιστρέφει όπως η βελόνα στο βορρά, μοιραία και όχι τυχαία.
Πιάσε την πλάτη μου σφιχτά
σφιχτά και το μυαλό μου
Δεν είναι η φυλακή αυτό που με σκοτώνει
είναι η ελευθερία μου που δεν μπορώ ν΄ αντέξω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου