28/11/09

Ο καφενές


Ήταν έντεκα το βράδυ όταν ξεκίνησα να φύγω απ'το χωριό.

-"Γιαγιά, άμα δεις το Γιώργο πες του χαιρετίσματα. Είχαμε συννενοηθεί να κάτσουμε για ένα ρακί, αλλά πέρασε η ώρα και δεν έχω τόσο όρεξη."

Άνοιξα το γκάζι, ίσως για να ξεφύγω από τις τύψεις ότι δεν κράτησα τον λόγο μου, όταν τον είδα εκεί. Καθόταν μόνος του σκυθρωπός και κοίταγε το χασαπιό απέναντι. Όμως το ύφος του πρόδιδε ότι αυτό που έβλεπε ήταν εικόνες απ'το παρελθόν και το μέλλον του, μέσα από τα μυστήρια μάτια της σκέψης. Ο Γιώργος είναι μια φιγούρα που δεν έχεις συνηθίσει να βλέπεις. Ψηλός, αδύνατος και ατημέλητος, με τις δυσκολίες της ζωής χαραγμένες πάνω στα ροζιασμένα χέρια του. Είναι απ'την Αλβανία, ή αλλιώς Αλβανός (πόσο πιο υποτιμητικό ακούγεται, ε;) αλλά τα άσπρα σγουρά μαλλιά του και το κοκκινωπό δέρμα του τον χαρακτηρίζουν πολύ περισσότερο από την εθνικότητά του. Είναι αλμπίνος.
Και ήταν εκεί, στον καφενέ, με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και μια μπύρα στο άλλο, να βλέπει προς το χασαπιό και να σκέφτεται.



-"Γιωργάρα τι γίνεται; Αν δεν σε έβλεπα δεν θα καθόμουν. Ήταν ο παππούς μου κρυωμένος και καθυστέρησα πάνω", του είπα, προσπαθώντας να αντισταθμίσω το ότι δεν τήρησα τον λόγο μου με την ειλικρίνειά μου.

-"Που είσαι ρε φίλε εσύ; Μείνε να φέρω δυο μπύρες". Επέστρεψε φέρνοντας όχι μόνο τις μπύρες αλλά και τη σκιά που εξακολουθούσε να καλύπτει το πρόσωπό του.

-"Είχες κανένα νέο ρε Γιώργο;"

-"Τα ίδια ρε φίλε. Περιμένω να μου πουν τη Δευτέρα για νέα. Σήμερα όμως ξανανέβασε πυρετό μετά από μια βδομάδα. Σήμερα που μιλήσαμε μου είπε για πρώτη φορά ότι πονάει".

-"Γιώργο πιστεύω ότι όλα θα παν καλά. Κανένας δεν πέθανε από αυτό το πράγμα. Απλά την παρακολουθούν ώστε να αποφύγουν την εγχείρηση".

-"Εγώ τους ζήτησα να αποφύγουν την εγχείρηση! Αν την εγχειρήσουν θα της κάνουν μια τομή από το στέρνο μέχρι την κοιλιά", ενώ παράλληλα μου έδειχνε τα σημεία για να καταλάβω την έκταση του προβλήματος. "Δεν πρέπει, είναι τεσσάρων χρονών μωρό. Αλλά από τότε που γεννήθηκε..."

-"Μην νοιάζεσαι, όλα θα φτιάξουν. Απλά είναι μια δυσκολία τώρα και πρέπει να φανείς δυνατός".

-"Έχω περάσει πολλά δύσκολα, αλλά ποτέ όσο τώρα. Δεν έχω δουλειά. Σήμερα δεν δούλεψα, αύριο δεν ξερω αν θα δουλέψω. Ξέρεις πόσες φορές μου είπαν αύριο να με περιμένεις στο τάδε μέρος και γω περίμενα σα βλάκας για ένα μεροκάματο χωρίς να εμφανιστεί κανένας;". Σώπασε για λίγο, και συνέχισε: "Με πήρε η μάνα μου πριν τηλέφωνο και έκλεγε όπως τα μωρά. Έκλεγε αυτή, έκλεγα και γω. Ευτυχώς που ήμουνα σε ένα μέρος μακριά και μπορούσα τουλάχιστον να κλάψω με την ησυχία μου".

Σε αυτό το σημείο είδα τα μάτια του να γυαλίζουν, να πετούν φλόγες. Είχε γίνει κατακόκκινος. Ακόμα δεν ξέρω αν ήταν από τις μπύρες ή από τις σκέψεις του. Μάλλον όμως ήταν και από τα δύο.


Έπεσα σε περισυλλογή. Έβλεπα το τσιγάρο να καίγεται και σε μια στιγμή πέρασαν χίλιες αναμνήσεις από το μυαλό μου. Δεν ήταν εικόνες. Τώρα που το σκέφτομαι, μια ανάμνηση είναι μια αίσθηση. Μια γεύση. Αυτό μένει από τη ζωή μας. Οι γεύσεις.
Έψαχνα λόγια να του πω, αλλά τι να του πείς. Να μην στεναχωριέται; Να μην το σκέφτεται; Δεν γίνεται. Ευτυχώς, τη σιωπή την έσπασε ξανά εκείνος.

-" Έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ με λιοντάρια τις προάλλες. Ξέρεις κάτι; Αυτά δεν έχουν κακία. Ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο λιοντάρι, το χειρότερο ζώο. Και όμως, έχει την ελπίδα. Γιατί υπάρχει αυτό το ψέμμα; Για να πονάμε περισσότερο; Να βλέπεις τεσσάρων χρονών παιδί που ο Χάρος ούτε το παίρνει, ούτε το αφήνει. Που είναι ο Θεός; Κάποιος μου είπε ότι έχει απογοητευτεί από τον Θεό. Ξέρεις τι του είπα; Να μην πιστεύει ούτε να απογοητεύεται από πράγματα που δεν υπάρχουν".

Ήξερα ότι ο Γιώργος είναι διαβασμένος, το είχα καταλάβει. Όμως απόψε το πήγε πολύ μακριά. Λέει ότι έχει σπουδάσει δημοσιογραφία. Ε λοιπόν, απόψε τον πίστεψα.

-"Με τη δημοσιογραφία γιατί δεν κάνεις τίποτα ρε Γιώργο; Τι κάθεσαι εδώ και τυραννιέσαι στα χωράφια; Ξέρεις χίλια δυο πράγματα".

-Τη δημοσιογραφία τη σιχάθηκα. Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς στην τηλεόραση είναι ψέμματα. ΨΕΜ-ΜΑ-ΤΑ, το καταλαβαίνεις; Τους μαθαίνουν να λένε ψέμματα. Δεν ασχολούνται με τα πραγματικά προβλήματα. Σε βάζουν να λες ψέμματα. Εγώ αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Αν είχα λεφτά, θα άνοιγα έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Να έλεγα αλήθειες. Και ας μην κέρδιζα τίποτα. Αλλά εδώ υπάρχει τόσος ρατσισμός. Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Το γιατί δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ".



Τα όνειρα, σκέφτηκα, τελικά είναι δικαίωμα του καθενός. Είναι πηγή ζωής. Αλήθεια, τι θα ήμασταν χωρίς τα όνειρά μας; Νομίζω πως ζούμε για να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα. Να παίρνουμε μια ιδέα από τον κόσμο των ονείρων (και δυο και τρεις, ευτυχώς δεν έχουν τιμή) και να την πλάθουμε στον κόσμο μας. Αυτός είναι ο σκοπός μας. Και αν δεν τα καταφέρουμε, αν κάπου αποτύχουμε, σίγουρα αξίζει να προσπαθούμε. Με δύναμη, με περηφάνια. Χωρίς κακία. Όπως τα λιοντάρια στο ντοκιμαντέρ.

-"Ξέρεις τι φοβάμαι; Τι είναι το χειρότερο; Τώρα που θα μείνω μόνος μου. Και θα σκέφτομαι, θα σκέφτομαι, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Αν με το να δώσω την καρδιά μου γινόταν καλά, θα την έδινα ευχαρίστως. Δεν με πειράζει να πεθάνω για το παιδί μου, ίσα ίσα. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Νιώθω εντελώς άχρηστος".

-"Δεν είναι έτσι, απλά είσαι φορτισμένος τώρα. Είμαι σίγουρος ότι αύριο θα ξημερώσει καινούργια μέρα. Αύριο όλα θα είναι αλλιώς. Το πιστεύω και στο λέω. Πίστεψέ το και συ. Και όταν σε ξαναδώ θα πιούμε ρακί στον ίδιο καφενέ και θα γελάμε".



Χαιρετηθήκαμε με μια χειραψία δυνατή, ένα χτύπημα στον ώμο και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Έβλεπα το Γιώργο να κοιτάει τα αστέρια καθώς χανόταν μεσα στις σκιές, στα καλντερίμια του χωριού. Κοίταγε τα αστέρια...
Όλοι μας κοιτάμε τα αστέρια όταν απογοητευόμαστε. Όλοι έχουμε το δικαίωμα. Να κοιτάμε ψηλά προς το ανώτερο, το άγνωστο, το άφταστο.

Χτες μίλησα με τη γιαγιά μου. Τη ρώτησα για το Γιώργο.

-"Μια χαρά είναι, ανανεωμένος! Μου είπε να σου δώσω πολλά χαιρετίσματα!".

-"Με το μωρό του του τι έγινε;"

-Καλά λέει είναι, μην ανησυχείς! Το έβγαλαν απ' το νοσοκομείο! Όλα καλά!".

Η γιαγιά μου μιλάει με χρώματα. Ό,τι μου είπε ήταν με πολύ ζεστασιά, με χαμόγελο. Ήταν αλήθεια. Πολύ χάρηκα. Τελικά, η καινούργια μέρα είχε ξημερώσει. Μένει να πιούμε αυτό το ρακί, ξέγνοιαστα και χαρούμενα, μόλις γυρίσω.

Να κοιτάτε και σεις τ' αστέρια, όπως ο Γιώργος. Τις άλλες κοσμικές πολιτείες. Αυτά ξέρουν. Αυτά έχουν τις απαντήσεις, αφού ο ουρανός του Κόσμου είναι ο ουρανός της Ψυχής μας.



ΥΓ. Βρέθηκε στα δίχτυα του καραβιού... και μου θύμισε τις εποχές που τριγυρίζαμε στα καφενεία της Θεσσαλονίκης. Φοιτητές. Ζωή ανέμελη. Μέσα σε ποτά, τσιγάρα, ξενύχτια βάρβαρα και νύχτες ατελείωτες με έρωτες και συζητήσεις. Γιατί τότε, οι λέξεις είχαν νόημα. Αξία. Στόχο.
Αγναντεύαμε τον θερμαικό καθισμένοι στις ξύλινες καρέκλες των καφενέδων κι ο νους ταξίδευε. Ονειρευόταν. Βουτούσε μέσα στο γαλάζιο του Θάλασσας και γινόταν βαρκάκι που έσκιζε τα νερά του. Δεν φοβόταν από τρικυμίες και αγέρηδες άγριους. Μόνο αρμένιζε...

Τότε ελπίζαμε ότι η ζωή που έρχεται θα είναι όμορφη...

2 σχόλια:

Savvina είπε...

Η ζωή ειναι όμορφη...
Ακόμη και μέσα στις λάσπες που βουτάμε θα πρέπει να βλέπουμε τις ομορφιές που μας προσφέρονται.
Οι κακουχίες μας δίνουν την δύναμη να συνεχίσουμε.

Εγώ πάντως κρατάω πάντα ζεστό τον καφέ με δύο ζαχαρίνες και γάλα...

Καλό απόγευμα γλυκιά μου Aza.
Καλό Σ/Κ να έχεις.
Πολλά φιλιά.

Aristodimos είπε...

Κι ακομα να ελπίζεις καλη μου Γλύκα στην ζωή και στς ομορφιές που κρύβει...
Μπορει πολλες φορες ναναι πικρή και αχαρη , μα μεσα απο τ αγκάθια ξεπηδάν και ανθίζουνε τα ρόδα.

Καλό Σ/Κ να εχις.

Την αγάπη και τα φιλιά μου

Αρης