Τα πάντα μπορούσαν να συμβούν σε εκείνη την πόλη.
Εύποροι ψιθύριζαν μονόλογους, αγκαλιασμένοι με φθηνές πόρνες, νύχια μισοχωμένα στο κρέας και φθηνή βαφή που μύριζε απαίσια πλανιόταν ολόγυρα τους. Όλοι παρέα τραύλιζαν έξω από την είσοδο των μαγαζιών με σήμα ένα βαρέλι μπύρας.
Αξιωματικοί ένστολοι βάδιζαν δήθεν αδιάφορα στα γύρω δρομάκια συζητώντας χαμηλόφωνα μεταξύ τους, προσέχοντας όμως κάθε κίνηση γυναικεία, κάθε ήχο από γόβα που τρύπαγε το πλακόστρωτο, κανένα βλέμμα δεν πήγαινε χαμένο, καμία κίνηση δεν έμενε ανεκμετάλλευτη και με στρατιωτική ετοιμότητα έκαναν υπόκλιση ευγενική, παρουσίαζαν το όνομα και τον θαυμασμό τους. Σαν πορτοφόλι που άνοιγε διάπλατα ξεδίπλωναν τον έρωτα τους σε κάθε γυναικείο χαμόγελο, μια νύχτα αναζητούσαν και ας κρατούσε λίγες ώρες.
Σκύλοι αδέσποτοι, κοντοπόδαροι με άσχημη ουρά, άλλοτε ψηλόλιγνοι με τουρλωτή κοιλιά και δόντια που έσταζαν σάλια, χάζευαν με απάθεια την μπάντα των μουσικών του δρόμου, μια πολύχρωμη φιέστα από γυναικεία φανταχτερά ρούχα μουσελίνας, σκούρου κόκκινου και ανδρών με λερωμένο φράκο, ψεύτικο όπως η ματιά τους.. Τρενάκι πολύχρωμο και ήχοι τζαζ και ρούμπας γέμιζαν τα σοκάκια, κάποιο ζευγάρι αγκαλιάστηκε, χόρεψε σφιχτά, η νύχτα τους ζάλισε, χάθηκαν μέσα στα στενά, θαρρείς τους κατάπιε το σκοτάδι..
Λίγο πιο κάτω φθηνοί μάγοι, έβγαζαν τριαντάφυλλα από την χούφτα τους και ευγενικά το προσέφεραν στην χαριτωμένη δεσποινίδα που τους κοίταζε με φανερή περιέργεια, ο καβαλιέρος τάχα πειραγμένος την τραβούσε να συνεχίσουν την βόλτα τους, με λόγια γλυκά, βελούδινα και τρυφερά.
Κάποιοι ζογκλέρ πιο πέρα έφτυναν φωτιά μέσα από τα κιτρινισμένα δόντια τους, το κορμί τους, ένα ανδρικό σφιγμένο κορμί, ταλαίπωρο μέσα στα εφαρμοστά μπλουζάκια. Στην άκρη του δρόμου μια καμπουριαστή ζητιάνα, μάζευε στα ρούχα την ματιά της, πρότεινε ένα καπέλο φαγωμένο, γκρίζο, τσαλακωμένο και κάποιες - ελάχιστες φορές - ο ήχος των κερμάτων που κουδούνιζαν καθώς έπεφταν μέσα στο καπέλο, την έκανε να ζωηρεύει το βλέμμα, να ορθώνει την ματιά στον ευεργέτη και πάλι σαν τα βήματα απομακρύνονταν, με ένα κρυφό γέλιο κουλουριαζόταν μέσα στην χοντρή της ζακέτα με τα μαύρα και κόκκινα σχέδια.
Και στην μέση της πόλης, ένας υπέροχος ποταμός, με φωτισμένες όχθες από πυρσούς αναμμένους και αγκαλιές που σφιχτά αναστέναζαν πάνω σε μια μικρή βαρκάδα, ένα μικρό ταξίδι έρωτα, κάτω από τον έναστρο ουρανό, μιας νύχτα μαγικής που απλωνόταν ευχάριστα σε κάθε ερεθισμένη σκέψη.
Έτσι κυλούσε η ζωή σε αυτή την πόλη, σαν ένα μαργαριτάρι που ποτέ δεν ξέρεις αν είναι αληθινό ή ψεύτικο.
Κάθε μέρα, κάποιος κέρδιζε και κάποιος έχανε, κάποιος αγαπούσε και κάποιος έφευγε.
Τα βλέπεις τούτα τα πουλιά, είναι λεύτερα...
Εύποροι ψιθύριζαν μονόλογους, αγκαλιασμένοι με φθηνές πόρνες, νύχια μισοχωμένα στο κρέας και φθηνή βαφή που μύριζε απαίσια πλανιόταν ολόγυρα τους. Όλοι παρέα τραύλιζαν έξω από την είσοδο των μαγαζιών με σήμα ένα βαρέλι μπύρας.
Αξιωματικοί ένστολοι βάδιζαν δήθεν αδιάφορα στα γύρω δρομάκια συζητώντας χαμηλόφωνα μεταξύ τους, προσέχοντας όμως κάθε κίνηση γυναικεία, κάθε ήχο από γόβα που τρύπαγε το πλακόστρωτο, κανένα βλέμμα δεν πήγαινε χαμένο, καμία κίνηση δεν έμενε ανεκμετάλλευτη και με στρατιωτική ετοιμότητα έκαναν υπόκλιση ευγενική, παρουσίαζαν το όνομα και τον θαυμασμό τους. Σαν πορτοφόλι που άνοιγε διάπλατα ξεδίπλωναν τον έρωτα τους σε κάθε γυναικείο χαμόγελο, μια νύχτα αναζητούσαν και ας κρατούσε λίγες ώρες.
Σκύλοι αδέσποτοι, κοντοπόδαροι με άσχημη ουρά, άλλοτε ψηλόλιγνοι με τουρλωτή κοιλιά και δόντια που έσταζαν σάλια, χάζευαν με απάθεια την μπάντα των μουσικών του δρόμου, μια πολύχρωμη φιέστα από γυναικεία φανταχτερά ρούχα μουσελίνας, σκούρου κόκκινου και ανδρών με λερωμένο φράκο, ψεύτικο όπως η ματιά τους.. Τρενάκι πολύχρωμο και ήχοι τζαζ και ρούμπας γέμιζαν τα σοκάκια, κάποιο ζευγάρι αγκαλιάστηκε, χόρεψε σφιχτά, η νύχτα τους ζάλισε, χάθηκαν μέσα στα στενά, θαρρείς τους κατάπιε το σκοτάδι..
Λίγο πιο κάτω φθηνοί μάγοι, έβγαζαν τριαντάφυλλα από την χούφτα τους και ευγενικά το προσέφεραν στην χαριτωμένη δεσποινίδα που τους κοίταζε με φανερή περιέργεια, ο καβαλιέρος τάχα πειραγμένος την τραβούσε να συνεχίσουν την βόλτα τους, με λόγια γλυκά, βελούδινα και τρυφερά.
Κάποιοι ζογκλέρ πιο πέρα έφτυναν φωτιά μέσα από τα κιτρινισμένα δόντια τους, το κορμί τους, ένα ανδρικό σφιγμένο κορμί, ταλαίπωρο μέσα στα εφαρμοστά μπλουζάκια. Στην άκρη του δρόμου μια καμπουριαστή ζητιάνα, μάζευε στα ρούχα την ματιά της, πρότεινε ένα καπέλο φαγωμένο, γκρίζο, τσαλακωμένο και κάποιες - ελάχιστες φορές - ο ήχος των κερμάτων που κουδούνιζαν καθώς έπεφταν μέσα στο καπέλο, την έκανε να ζωηρεύει το βλέμμα, να ορθώνει την ματιά στον ευεργέτη και πάλι σαν τα βήματα απομακρύνονταν, με ένα κρυφό γέλιο κουλουριαζόταν μέσα στην χοντρή της ζακέτα με τα μαύρα και κόκκινα σχέδια.
Και στην μέση της πόλης, ένας υπέροχος ποταμός, με φωτισμένες όχθες από πυρσούς αναμμένους και αγκαλιές που σφιχτά αναστέναζαν πάνω σε μια μικρή βαρκάδα, ένα μικρό ταξίδι έρωτα, κάτω από τον έναστρο ουρανό, μιας νύχτα μαγικής που απλωνόταν ευχάριστα σε κάθε ερεθισμένη σκέψη.
Έτσι κυλούσε η ζωή σε αυτή την πόλη, σαν ένα μαργαριτάρι που ποτέ δεν ξέρεις αν είναι αληθινό ή ψεύτικο.
Κάθε μέρα, κάποιος κέρδιζε και κάποιος έχανε, κάποιος αγαπούσε και κάποιος έφευγε.
Τα βλέπεις τούτα τα πουλιά, είναι λεύτερα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου