19/11/09

Εν Παραδείσω


Πως ξημέρωνε η αγάπη στα χρόνια των γονιών μας; «Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης...». Κάπως έτσι αγαπήθηκαν και έζησαν οι γονείς μας. Με καρδιά καμένη από την πυρκαγιά του Εμφυλίου, τη φτώχεια των μεταπολεμικών χρόνων, τον τρόμο για την επιβίωση.

Ο κυρ Γιώργης από τον Ζάκα, ήρθε και κρύφτηκε σε μια θεία του στην πόλη μας - νομίζω. Κρυβόταν, κι έβγαινε τα βράδια στα στέκια των πατριωτών του μήπως και βρει κανένα μεροκάματο, γιατί είχε γυναίκα και μωρό παιδί. Ζήτησε άδεια για μαγαζί στην αγορά, δεν του τη δίνανε λόγω φρονημάτων. Ζήτησε άδεια για ταξί που είχε μάθει οδηγός στο στρατό, δεν του έδωσαν πάλι λόγω φρονημάτων. Στο παραπέντε της αυτοχειρίας του ένας μεγαλοπιασμένος τον πήρε στη δούλεψή του. Είχε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική και τον ήθελε κάτι σαν παιδί για τις εξωτερικές δουλειές. Να κάνει τα ψώνια, να τακτοποιεί την τροφοδοσία, τέτοια πράγματα. Του έδωσε κι ένα χαμόσπιτο στην είσοδο της κλινικής να μένουν και να κάνει κι η γυναίκα του την πορτιέρισσα, να πουλάει και καμιά πορτοκαλάδα να βγάζουν τον επιούσιο. Εδώ δεν ήθελε φρονήματα. Ήθελε να κάνεις πως δε βλέπεις και, το κυριότερο, πως δεν ακούς. Κι ο κυρ Γιώργης, που έγινε σκέτος Γιώργης, ησύχασε πως είχε πια να μεγαλώσει το παιδί του. Και μάλιστα στον Παράδεισο. Ψυχιατρείου!

Κόστισες, κόστισα ένα θαύμα - εκτός που αρρώστησα. Αμ πώς θα γινόταν το θαύμα χωρίς το τίμημά του; Έτσι δωρεάν μπαίνει κανείς στα χρώματα; Έτσι αναίμακτα βαδίζει στα λιβάδια με τους ήλιους; Μήπως να κρατικοποιηθούν τα αισθήματα; Μήπως να χρειάζεται μόνο ένα προσιτό εισιτήριο κι ένας έμπειρος ξεναγός να μας τα δείχνει σε άγαλμα;

Από δω η Αγάπη, από κει η Ελευθερία, αριστερά σας ο Χωρισμός, πίσω του η Προδοσία, στο βάθος μπροστά σας η Απογοήτευση.

- Κι εκείνο εκεί το πανύψηλο; Εκείνο που επισκιάζει όλα τ’ άλλα;
- Μα αυτό δεν υπάρχει, κυρία μου, είναι στο Λούβρο, με τα Ελγίνεια, πώς το βλέπετε;
- Το βλέπω σας λέω.
- Και ξέρετε πώς λέγεται;
- Έτσι νομίζω.
- Πώς;
- Έ λ ε ο ς.

Αυτά που βλέπετε στους τοίχους των εκκλησιών είναι αντίγραφα. Πιστά και άπιστα. Οι κανονικοί άγγελοι μια νύχτα με βροχή βγήκαν στην εθνική Αθηνών-Κορίνθου, επιβιβάστηκαν σε αυτοκίνητα περαστικών και χάθηκαν. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν. Διεσπάρησαν σε οικογένειες, σε φυλές, σε στέκια ξέμπαρκων ναυτικών, σε καταυλισμούς Τσιγγάνων, εισχώρησαν στις ζωές άγνωστων ανθρώπων και ζουν μαζί τους σαν μακρινά ξαδέλφια που εμφανίστηκαν από το πουθενά. Έτσι μαθαίνουν την πραγματική ζωή, αμαρτάνουν δίπλα μας και κρατούν σημειώσεις για το πώς μερικοί άνθρωποι πέφτουν στο πάτωμα επειδή δεν άντεξαν την αγάπη.

Μια Κυριακή απόγευμα είχε τα δάχτυλά της στα μαλλιά μου ν’ ανακατεύουν τα χρόνια, να σημειώνουν ανορθόγραφα την αγάπη, να προετοιμάζουν τον οριστικό χωρισμό. Είχαμε χωρίσει τόσες φορές, που ποτέ δεν πιστέψαμε ότι αυτό κάποτε θα τελειώσει. Δικό μου το άχτι παλιό, πράγματι, αλλά και δικό της. Ίσως ήταν και το μόνο που μοιραστήκαμε. Τώρα, όπως έγραψε κι ο μικρός μου αδελφός, η Άννα γυρίζει πάντα αλλά πια δεν επιστρέφει. Τώρα, η ζωή μου δεν έχει πια Κυριακές.

Μαμά πιάνει καλά το Δεύτερο Πρόγραμμα στα χώματα;

Η δική μου σιωπή ποτέ δε βρήκε ένα φίλο. Ακόμα και σήμερα που εκπλήρωσα το τελευταίο μου χρέος, να γίνω δηλαδή γονιός των γονιών μου, κανείς δε μου χαρίζεται στη σιωπή μου. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ φοβάμαι τη σιωπή των άλλων. Τι ατέλειωτο κρυφτό! Από τους ανθρώπους, από τους καθρέφτες, από τα χρόνια που πρόδωσαν την εμπιστοσύνη μας έναντι πινακίου στοργής.

Μια θάλασσα στη σκάλα θα ήταν ένα διαβολικά υλοποιημένο όνειρο. Να κατεβαίνεις τα σκαλιά και να συνεχίζεις το βηματισμό σου στο νερό· έστω και υπό των υδάτων. Δε ζητήσαμε ποτέ να βαδίζουμε πάνω στη θάλασσα· το μόνο που θελήσαμε είναι να πατώνουμε ακόμα και στα πιο βαθιά νερά. Να μένει έξω μόνο το στόμα για την απαραίτητη αναπνοή και το σώμα ας αφεθεί να πηγαίνει με τα νερά, μπρος πίσω. Μπορεί έτσι οι σκέψεις μας να ήταν πιο δροσερές, πιο περιεκτικές σε κόσμο - αν κρίνει κανείς με πόσους πνιγμένους θα είχαμε πιάσει φιλία.

Ποια αγάπη μπορεί εδώ να υπογράψει; Στη λευκή σελίδα. Καμία, Παρασκευά. Οι αγάπες απλώς οπλίζουν την καρδιά και ενεργοποιούν το χέρι. Μονογραφές βάζουμε σε άσπρα φύλλα, περιμένοντας κάποιος κάποτε να τα περισυλλέξει και να διαβάσει στο κενό το όνομά μας.

Στην πατρίδα μου τα άνθη της πέτρας φυτρώνουν εκεί στις αρχές της άνοιξης - τότε τουλάχιστον που υπήρχε άνοιξη. Τέλειωνε ο σχεδόν πάντα γρουσούζικος Φλεβάρης κι εκεί αρχές Μαρτίου, κάνοντας με τη Μαριλένα και την Άννα το γύρο της Ακροναυπλίας για να πάμε στην Παναγίτσα, βλέπαμε μέσα στις πέτρες τα πρώτα μωβ ανθάκια να ξεμυτίζουν δειλά. Εμείς δεν περιμέναμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίσουν. Από τα λουλούδια των υπεραιωνόβιων βράχων νιώθαμε τη νέα εποχή που θα πρόσθετε στις αισθήσεις μας ένα νέο ρίγος. Κορίτσια του σχολείου, λέμε τώρα, με τα μάτια αχόρταγα για ένα μέλλον που αλλιώς τελικά ήρθε στην καθεμιά μας. Μ’ ένα τρανζιστοράκι πάντα στα ελληνικά τραγούδια, τα πρώτα μας κρυφά τσιγάρα, ανακαλύπταμε τους ποιητές με φόντο τη θάλασσα.

Τώρα η Μαριλένα έχει τρία παιδιά, η Άννα δύο, εγώ κανένα και είναι νομίζω οι μόνες παλιές μου ρυτίδες που αρνούμαι να περιποιηθώ για να φύγουν από τα μάτια μου.

Της Στέλλας Βλαχογιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια: