«Θα κάτσω σπίτι, θ΄ αράξω σπίτι, από την πόρτα δεν πρόκειται να βγω. Θα κάτσω σπίτι θ΄ αράξω σπίτι κι άμα πεινάσω, τηγανίζω κάνα αυγό...»
Η φωνή το Λουκιανού Κηλαηδόνη ενώνεται με τη δική μου... Δεν το συζητώ, θα κάτσω σπίτι! Χτισμένη στους τέσσερις τοίχους, αμπαρωμένη, αποχαυνωμένη, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι!
Ζαπ ζαπ ζαπ!
Όποιος να ΄ναι, ό,τι να ΄ναι, εγώ ακλόνητη στις ιδεολογικές πεποιθήσεις μου.
Ζαπ ζαπ, ζαπ!
Άλλωστε, μου το λέει και ο παρουσιαστής ειδήσεων με μια ασύλληπτη ηδονή. «Κάτσε μέσα και μην το κουνήσεις! Ρούπι μην κάνεις!
Έξω κυκλοφορούν κλέφτες, τσαντάκηδες, γρίπες, χοίροι, νέφος, όζον! Με ποιον θα μιλήσεις; Πού θα παρκάρεις; Ανάσα πώς θα πάρεις;
Κάτσε σπίτι και ζαπ ζαπ ζαπ, δώσε μου τηλεθέαση!».
Θα κάτσω σπίτι. Κι άμα βαρεθώ την τηλεόραση, έχω και το κομπιούτερ! Θα πιούμε τα ουζάκια μας παρέα με το Διαδίκτυο. Ανθρώπινη επικοινωνία δεν θες, ηλίθια; Μπες στο facebook και στείλε καρδούλες και λουλουδάκια στους άλλους έγκλειστους της τεχνολογίας! Θα περάσει η ρημάδα η βραδιά, στο χέρι της δεν είναι! Κι αύριο πάλι, μια απ΄ τα ίδια. Μόνο να έχω μπαταρίες. Πολλές μπαταρίες. Για το τηλεκοντρόλ, το πληκτρολόγιο, το ποντίκι, το κινητό, την ψηφιακή μηχανή.
Ανοίγω το συρτάρι και ξεμπλέκω με τις ώρες τα καλώδια των φορτιστών. Ποιο φορτίζει τι, θα σας γελάσω... Μόνο το νευρικό μου σύστημα παραμένει σταθερά φορτισμένο χωρίς έξωθεν ηλεκτρονική βοήθεια. Οι φορτιστές μου, οι μπαταρίες μου κι εγώ.
Η παρέα της φεγγαρόπετρας!
Έτσι κι αλλιώς, και την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου να επιχειρήσεις, τι βλέπεις γύρω σου; Ανθρώπους με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά. Ανθρώπους να τους ξεχειλίζει το στρες από το σώβρακο! Με το βλέμμα το τρελό της πιστωτικής της απλήρωτης. Το βλέπεις το δάνειο, την βλέπεις την τράπεζα, το βλέπεις το κοινόχρηστο, το φως-νερό-τηλέφωνο.
Όλα τα βλέπεις στο μάτι το τρελό!
Το επίδομα που ΔΕΝ δόθηκε, το φάρμακο που ΔΕΝ εγκρίθηκε, το ραπάνι που ΔΕΝ μπήκε στο καλάθι, τη σύνταξη της πλάκας, το πουρμπουάρ των 700 ευρώ!
Τι να του πεις τώρα εσύ του αλαλιασμένου;
«Καλημέρα σας, τι κάνετε»; Θα σ΄ αρχίσει στις κλωτσιές- και με το δίκιο του ο άνθρωπος!
Κι άντε και πες, ότι πλήρωσε μια δόση και βρίσκεται σε επικοινωνιακό τσακίρ κέφι! Κι άντε και θέλει μια κουβέντα να σου πει! Ή, μάλλον, μια κουβέντα να σου ουρλιάξει, αφού για να μην κολλήσουμε ο ένας τον άλλον, επικοινωνούμε πλέον με ντουντούκα. Καθόμαστε στα απέναντι πεζοδρόμια και ωρυόμαστε:
- «Πολύ χάρηκα που σε είδααααααααα!»
- «Κι εγωωωωωωωωώ!»
Πάνε, τέρμα αγκαλιές, φιλιά και χειραψίες! «Πολύ χάρηκα που σε είδα, μίασμα της κοινωνίας, γρίπη των χοίρων, περιπλανώμενο μικρόβιο!» Κι εγωωωωώ!
Θα κάτσω σπίτι! Ούτε η πρώτη είμαι ούτε η τελευταία! Όλοι οι φίλοι στα σπίτια μας κλειστήκαμε. Κι όσο να πεις, της γενιάς μας (που δεν μεγάλωσε με ένα μόντεμ δίπλα στην πιπίλα) όλο αυτό το πακέτο της πέφτει κομμάτι βαρύ. Γιατί εμείς προλάβαμε τις αλάνες. Προλάβαμε τις γειτονιές και τις αυλές! Εμείς παίζαμε με άλλα παιδάκια κι όχι με άλλα κομπιουτεράκια. Βγαίναμε βολτίτσα και ο αέρας μύριζε πασχαλιά την άνοιξη. Και θυμάρι, και χαμομήλι.
Τα προλάβαμε...
Κι αυτή είναι η ευχή και η κατάρα μας. Η μυρωδιά έχει μνήμη! Κι εκεί που χτίζεις ένα φρούριο από μπαταρίες και φορτιστές, έρχεται η μνήμη η άτιμη, η ύπουλη, και σου τραβάει μια χαστούκα ξεγυρισμένη. Φραπ! Μες τα μούτρα έρχονται οι μυρωδιές, και τα γέλια, και τα παιχνίδια, και τα χέρια να κλειδώνουν σφιχτά το ένα στο άλλο, και τα κλεμμένα εφηβικά φιλιά... Και η πλατεία, που ήταν γεμάτη απ΄ το νόημα που ΄χε κάτι απ΄ τις φωτιές... Οι φωτιές, που σβήστηκαν κι έμειναν αποκαΐδια.... Και οι εμπρηστές των ονείρων μας την έκαναν για άλλες πολιτείες. Πέρα και πίσω απ΄ τον χάρτη!
Η φωνή το Λουκιανού Κηλαηδόνη ενώνεται με τη δική μου... Δεν το συζητώ, θα κάτσω σπίτι! Χτισμένη στους τέσσερις τοίχους, αμπαρωμένη, αποχαυνωμένη, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι!
Ζαπ ζαπ ζαπ!
Όποιος να ΄ναι, ό,τι να ΄ναι, εγώ ακλόνητη στις ιδεολογικές πεποιθήσεις μου.
Ζαπ ζαπ, ζαπ!
Άλλωστε, μου το λέει και ο παρουσιαστής ειδήσεων με μια ασύλληπτη ηδονή. «Κάτσε μέσα και μην το κουνήσεις! Ρούπι μην κάνεις!
Έξω κυκλοφορούν κλέφτες, τσαντάκηδες, γρίπες, χοίροι, νέφος, όζον! Με ποιον θα μιλήσεις; Πού θα παρκάρεις; Ανάσα πώς θα πάρεις;
Κάτσε σπίτι και ζαπ ζαπ ζαπ, δώσε μου τηλεθέαση!».
Θα κάτσω σπίτι. Κι άμα βαρεθώ την τηλεόραση, έχω και το κομπιούτερ! Θα πιούμε τα ουζάκια μας παρέα με το Διαδίκτυο. Ανθρώπινη επικοινωνία δεν θες, ηλίθια; Μπες στο facebook και στείλε καρδούλες και λουλουδάκια στους άλλους έγκλειστους της τεχνολογίας! Θα περάσει η ρημάδα η βραδιά, στο χέρι της δεν είναι! Κι αύριο πάλι, μια απ΄ τα ίδια. Μόνο να έχω μπαταρίες. Πολλές μπαταρίες. Για το τηλεκοντρόλ, το πληκτρολόγιο, το ποντίκι, το κινητό, την ψηφιακή μηχανή.
Ανοίγω το συρτάρι και ξεμπλέκω με τις ώρες τα καλώδια των φορτιστών. Ποιο φορτίζει τι, θα σας γελάσω... Μόνο το νευρικό μου σύστημα παραμένει σταθερά φορτισμένο χωρίς έξωθεν ηλεκτρονική βοήθεια. Οι φορτιστές μου, οι μπαταρίες μου κι εγώ.
Η παρέα της φεγγαρόπετρας!
Έτσι κι αλλιώς, και την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου να επιχειρήσεις, τι βλέπεις γύρω σου; Ανθρώπους με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά. Ανθρώπους να τους ξεχειλίζει το στρες από το σώβρακο! Με το βλέμμα το τρελό της πιστωτικής της απλήρωτης. Το βλέπεις το δάνειο, την βλέπεις την τράπεζα, το βλέπεις το κοινόχρηστο, το φως-νερό-τηλέφωνο.
Όλα τα βλέπεις στο μάτι το τρελό!
Το επίδομα που ΔΕΝ δόθηκε, το φάρμακο που ΔΕΝ εγκρίθηκε, το ραπάνι που ΔΕΝ μπήκε στο καλάθι, τη σύνταξη της πλάκας, το πουρμπουάρ των 700 ευρώ!
Τι να του πεις τώρα εσύ του αλαλιασμένου;
«Καλημέρα σας, τι κάνετε»; Θα σ΄ αρχίσει στις κλωτσιές- και με το δίκιο του ο άνθρωπος!
Κι άντε και πες, ότι πλήρωσε μια δόση και βρίσκεται σε επικοινωνιακό τσακίρ κέφι! Κι άντε και θέλει μια κουβέντα να σου πει! Ή, μάλλον, μια κουβέντα να σου ουρλιάξει, αφού για να μην κολλήσουμε ο ένας τον άλλον, επικοινωνούμε πλέον με ντουντούκα. Καθόμαστε στα απέναντι πεζοδρόμια και ωρυόμαστε:
- «Πολύ χάρηκα που σε είδααααααααα!»
- «Κι εγωωωωωωωωώ!»
Πάνε, τέρμα αγκαλιές, φιλιά και χειραψίες! «Πολύ χάρηκα που σε είδα, μίασμα της κοινωνίας, γρίπη των χοίρων, περιπλανώμενο μικρόβιο!» Κι εγωωωωώ!
Θα κάτσω σπίτι! Ούτε η πρώτη είμαι ούτε η τελευταία! Όλοι οι φίλοι στα σπίτια μας κλειστήκαμε. Κι όσο να πεις, της γενιάς μας (που δεν μεγάλωσε με ένα μόντεμ δίπλα στην πιπίλα) όλο αυτό το πακέτο της πέφτει κομμάτι βαρύ. Γιατί εμείς προλάβαμε τις αλάνες. Προλάβαμε τις γειτονιές και τις αυλές! Εμείς παίζαμε με άλλα παιδάκια κι όχι με άλλα κομπιουτεράκια. Βγαίναμε βολτίτσα και ο αέρας μύριζε πασχαλιά την άνοιξη. Και θυμάρι, και χαμομήλι.
Τα προλάβαμε...
Κι αυτή είναι η ευχή και η κατάρα μας. Η μυρωδιά έχει μνήμη! Κι εκεί που χτίζεις ένα φρούριο από μπαταρίες και φορτιστές, έρχεται η μνήμη η άτιμη, η ύπουλη, και σου τραβάει μια χαστούκα ξεγυρισμένη. Φραπ! Μες τα μούτρα έρχονται οι μυρωδιές, και τα γέλια, και τα παιχνίδια, και τα χέρια να κλειδώνουν σφιχτά το ένα στο άλλο, και τα κλεμμένα εφηβικά φιλιά... Και η πλατεία, που ήταν γεμάτη απ΄ το νόημα που ΄χε κάτι απ΄ τις φωτιές... Οι φωτιές, που σβήστηκαν κι έμειναν αποκαΐδια.... Και οι εμπρηστές των ονείρων μας την έκαναν για άλλες πολιτείες. Πέρα και πίσω απ΄ τον χάρτη!
ΥΓ. Μυρίζει μούχλα εδώ μέσα και το άσθμα μου ασφυκτιά. Σε πείσμα όλων αυτών που έχουν κολλήσει σε τούτο δω το ηλεκτρονικό αλκοολίκι, θα βγω έξω πάλι σήμερα. Να πάρω καθαρό αέρα. Να δω κόσμο. Να μιλήσω μαζί του. Θα ασχοληθώ με πράγματα που γεμίζουν το μυαλό και την ψυχή μου με γαλήνη. Με ότι μου χαρίζει ισορροπία. Αυτή ναι, που σιγά σιγά θα συναντάμε μόνο στις σελίδες των λεξικών.
Θα μείνω πιστή στις παραδόσεις και τις μνήμες μου. Είναι πιο καθαρές και πιο ακίνδυνες από την παράνοια που χει στήσει τρελό χορό γύρω μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου