Ακόμα και στην θερμοκρασία, για να μην πανικοβάλλουν το κοινό, μαγειρεύουν τα νούμερα. Ούτε ο Κέλσιος δεν διασώζεται στον κόσμο του 'Οργουελ.
Κι ιδού εγώ, ναυαγός σε μια κιβωτό γεμάτη βιβλία, μιλάω με τον εαυτό μου . Τα βιβλία είναι ζωντανά, έχουν πιο πολλή ζωή κι από αυτούς που τα έγραψαν κι από αυτούς που τα διαβάζουν.
Εδώ στο υπόγειο του καραβιού μου ο κόσμος έχει αρμονία, ομορφιά, όνειρο, τάξη. Έξω το χάος και το κρύο.
Κρύο των παιδικών χρόνων. «Δύο βαθμοί υπό σκιάν», έλεγε ο πατέρας. Θυμάμαι το «υπό σκιάν». «Στον ήλιο πόσο;», ρωτούσα. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν μετρούσαν την αληθινή ζέστη και κρύβονταν στη σκιά.
«Σκάει ο τζίτζικας», έλεγε ο παππούς τα καλοκαίρια. «Σκάει ο τζίτζικας!».
Τότε ο καύσωνας ήταν βιοτεχνικός, χειροποίητος. Σε μικρή κλίμακα. Σήμερα βιομηχανοποιήθηκε. Μεγάλη προβολή από τα μαζικά μέσα, μεγάλες μάζες ταλαιπωρούμενων, μεγάλοι αριθμοί θερμόπληκτων και νεκρών. Το ίδιο σκηνικό και στο κρύο.
Τότε αρκούσε η μητρική συμβουλή: «Μην τρέχεις στους ήλιους!». Ένας είναι ο ήλιος μάνα. Κι ένα ποτήρι δροσερό νερό από την παγωνιέρα.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων. Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς είχε είχε πάντα δροσιά. Όπως και στο υπόγειο, εκεί που διατηρούσε ο παππούς το κρασί μέσα σε εκείνο το ξύλινο βαρέλι. Καθόμασταν κάτω από τις σκάλες και παίζαμε. Τα καλοκαίρια που ο ήλιος πύρωνε τα πάντα.
Η ζέστη με υποχρεώνει να κυκλοφορώ γυμνή μέσα στο σπίτι - προσπαθώ να είμαι γυμνή και μέσα στο κείμενο.
Ξέρω πως είναι σχεδόν αδύνατον να πω μόνο αλήθεια - κυνηγάω όμως τα ψέματα όπου τα βρω. Σκοτώνω πολλά.
Δεν φοβάσαι, δεν ντρέπεσαι να γυμνώνεσαι έτσι μπροστά στους άλλους; Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος.
Ντρέπομαι όταν συνειδητοποιώ ότι καλύπτομαι και κρύβομαι.
Πολιορκημένη από φωτιά θερινή. Πρέπει να βγω. Η πρώτη επαφή με τον κάθετο ήλιο, έφερε στο κορμί και τις αισθήσεις μου ένα όμορφο μούδιασμα.
Το σώμα μου πάντα ανταποκρινόταν στις εναλλαγές του καιρού.
Γερνάω αλλά όχι μελοδραματικά. Όπως γερνάνε στα τραγούδια, όμορφα, γλυκά.
Ο θάνατος δεν μας αφορά - διότι ή εμείς είμαστε ή αυτός. Ποτέ ταυτόχρονα παρόντες.
Κι αυτόν τον φόβο, που κουβαλάμε μέσα μας όλη μας την ζωή, πως τον λέμε; Δεν βρίσκεται σε κάθε πράξη μας η σκέψη του θανάτου; Θα ζούσαμε έτσι, αν δεν υπήρχε; Η τυπική λογική σπάνια εφάπτεται με την ζωή.
Θα πεθάνω μια μέρα και η πραγματικότητα θα κλείσει από πάνω μου - όπως η θάλασσα πάνω από μια πέτρα.
Όνειρο παιδικής ηλικίας. Τρέχω σε μια απέραντη παραλία. Χαλίκια κάτω από τα πόδια μου με ενοχλούν. Αλλά δεν σταματάω. Τρέχω και πονάω.
Το σώμα καταπονείται σκληρά στις μεγάλες ζέστες. Ιδρώνει, βαραίνει, εκτείνεται, φουσκώνει. Εποχή ιδρώτα. Το ίδιο και στο κρύο.
Εποχή σώματος.
Πόσο μακριά είμαστε από το κορμί μας… Μόνο σαν αρρωστήσει μας απασχολεί. Μονάχα για χαλασμένα όργανα συζητάμε. Και πάλι, αφηρημένα. Με απόσταση. Σαν να μην είναι μέσα μας. Ιατρικό ιστορικό, αναλύσεις και διαγνώσεις.
Τι κάνει το σώμα μας όλη μέρα; Ελάχιστα συνειδητοποιούμε τις δραστηριότητές του - και ποτέ δεν μιλάμε γι αυτές. Λίγο, ίσως, για την πέψη, καθόλου γι' άλλες λειτουργίες. Είμαστε ακόμα πουριτανοί. Μεγάλη ανακούφιση - σχεδόν ηδονή - η αποβολή στερεών ή υγρών κι όμως ποτέ δεν αναφερόμαστε δημόσια. Οι εισαγωγές συζητήσιμες, οι εξαγωγές ταμπού. Κατάλοιπα μαγικών και άλλων δοξασιών για τα «ακάθαρτα». Σίγουρα, τα πράγματα που μυρίζουν άσκημα σωστά τα κρύβουμε από τις μύτες και τα μάτια μας. Το κάνουν και τα πιο πρωτόγονα ζώα. Αλλά και από το μυαλό μας; Αποσμητικά και στο νου; Γιατί τόση κρυψίνοια για τις εκκρίσεις; Πόσο αποστειρωμένοι κι αποσμημένοι πρέπει να γίνουμε για να ξεχάσουμε την ζωική μας υπόσταση;
Στον «σκοτεινό» Μεσαίωνα οι άνθρωποι δεν είχαν τέτοιους φραγμούς. Κι αργότερα, στην εποχή του Rabelais και του Villon μιλούσαν για όλες τις λειτουργίες του σώματος χωρίς ενοχές. Οδύσσεια χυμών, οσμών και κρότων ο «Γαργαντούας». Πέρασαν πεντακόσια φωτισμένα χρόνια κι ακόμα δεν έχουμε συμφιλιωθεί με το σαρκίο μας. Μας έφαγε ο δέκατος ένατος αιώνας του μικροαστικού καθωσπρεπισμού. Ποιος θα γράψει μια μπαλάντα για την ηδονή του ξυσίματος;
Πρωινές στύσεις στη ζέστη και στο κρύο.
Όσο περνάνε τα χρόνια, αυτό το σώμα, το μπαλωμένο, μου γίνεται περισσότερο πολύτιμο. Τελικά είναι πιο πολύ εγώ κι από εμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου