Μακριά και προς τα αριστερά, είναι μια όμορφη εξοχή. Αχνή και πράσινη και στο βάθος η κορυφή και ένας ταπεινός λόφος. Στην κορυφή μια τετράγωνη και σιδερένια σημαία. Στην εξοχή περπατούν ερωτευμένα ζευγάρια. Με έκσταση κοιτάζουν προς την θάλασσα. Ακίνητα κι ευτυχισμένα ζευγάρια ανθρώπων. Κι ακίνητοι δείχνουν μακριά κατά την θάλασσα. Με τραβηγμένα πίσω τα σώματά τους. Σα να προφυλάγονται να μη τους κάψει η θέα.
Στενοί κατήφοροι περιχύνουν την κορυφή και καταλήγουν στο τείχος της θάλασσας. Από τις τρύπες του τείχους φαίνεται η θάλασσα. Ήσυχη σαν κισσός. Κατεβαίνοντας με προσοχή οι πόρτες των σπιτιών ανοιχτές. Παλιά τουρκόπολη. Από τις ανοιχτές εξώπορτες φαίνονται οι μεγάλες και αδειανές, οι κάτω σάλες.
Στο βάθος ένα σεντούκι κι ένας σωρός καρποί σαν κόκαλα. Κι ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στα σανίδια να κοιμάται και πεθαίνει από την βαριά κούραση. Μέσα από τις σβηστές σάλες βλέπω τα παράθυρα. Στα παράθυρα σταματά ένα φως δεν μπαίνει μέσα. Πορτοκαλί φως που Σα ν’ αναπνέει και μ’ ένα μικρό βαθύ βόμβο αναπνέει σύρριζα στα παράθυρα.
Στενοί κατήφοροι περιχύνουν την κορυφή και καταλήγουν στο τείχος της θάλασσας. Από τις τρύπες του τείχους φαίνεται η θάλασσα. Ήσυχη σαν κισσός. Κατεβαίνοντας με προσοχή οι πόρτες των σπιτιών ανοιχτές. Παλιά τουρκόπολη. Από τις ανοιχτές εξώπορτες φαίνονται οι μεγάλες και αδειανές, οι κάτω σάλες.
Στο βάθος ένα σεντούκι κι ένας σωρός καρποί σαν κόκαλα. Κι ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στα σανίδια να κοιμάται και πεθαίνει από την βαριά κούραση. Μέσα από τις σβηστές σάλες βλέπω τα παράθυρα. Στα παράθυρα σταματά ένα φως δεν μπαίνει μέσα. Πορτοκαλί φως που Σα ν’ αναπνέει και μ’ ένα μικρό βαθύ βόμβο αναπνέει σύρριζα στα παράθυρα.
Είναι ένας γέρος και μια νέα γυναίκα. Ο γέρος είναι ολόγυμνος και υποφέρει από τρομερή αρρώστια του δέρματος. Δεν αντέχει να ντυθεί και το δέρμα του μαύρο και ξεκολλά. Κείτεται πάνω σε πεντακάθαρο κατάλευκο σεντόνι. Η γυναίκα είναι πολύ νέα αλλά τα μαλλιά της είναι άσπρα. Έχει κοντό σώμα και κοντά μέλη κι ο λαιμός της πολύ μακρύς και στητός. Έχει σχιστά μάτια και με βαριά βλέφαρα. Φορά πολλά κοσμήματα και μοιάζει με ζωντανή παναγία πίσω από χοντρά τάματα.
Την γυναίκα την έλεγαν Αιτία.
Αυτήν έχει το χάρισμα λέει ο γέρο αγωνίζεται να σηκώσει το κεφάλι του. Δες την, δες την την Αιτία φωνάζει ο γέρος με άγρια λατρεία. Όποιος την δει κι εκείνος που θα αιστανθεί το όνομά της θα συναισθανθεί. Κάτι σέρνεται και τρέμει. Ένα πράγμα βαθύ και έμφυτο αρχινά μέσα του να τρέμει. Σαν αυτό το πράγμα να μην είναι δικό σου και δεν είναι μέσα σου. Είναι στο βάθος του κόσμου και βαθεία μέσα στο κόσμο ένα πράγμα αλλάζει θέση και αλλάζει.
Η Αιτία με κοιτάζει και χαμογελά. Σαν κολακευμένη και με κάποια συστολή κι αμηχανία με αποφεύγει. Κουνιέται ρυθμικά μια μπρος και μια πίσω και κροτάλιζαν τα βαριά της τάματα.
Υπάρχουν σ’ αυτό το σπίτι δυο γυναίκες και κυκλοφορούν. Αν σηκώσω τα μάτια μου θα τις δω. Είναι ώριμες εξήντα χρονών και λίγο παχιές. Τα μαλλιά τους βαμμένα με ελιά. Φορούν βυσσινιά φορέματα από μπροκάρ. Είναι σφιγμένες η μια πάνω στην άλλη. Δείχνονται ξένοιαστες αλλά είναι ταραγμένες και σαν ανήσυχες.
Κατάλαβα ότι αυτές οι δυο γυναίκες είναι ο Θεός.
Η μια δεν γυρνά να με δει. Αλλά η άλλη. Σα να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου και σαν αν προσπαθεί να μεσολαβήσει ανάμεσα σε μένα και στην άλλη.
Να μας φέρει σε επαφή και να μας παρασύρει σε μιαν επαφή.
Να μας φέρει σε επαφή και να μας παρασύρει σε μιαν επαφή.
ΥΓ. Το κείμενο και τις φωτογραφίες έφερε μέχρι το καραβάκι ένας δυνατός χειμωνιάτικος άνεμος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου