23/8/08
Ονειρεύτηκα πως γύρισα
Σαν να με πήρε ο ύπνος στην παραλία και ξύπνησα στη μέση μίας ταινίας μελλοντολογικού τρόμου. Εγώ, ξαφνικά στην πόλη, να οδηγώ καταμεσήμερο στην εντελώς άδεια Μεσογείων, Τρίτη πρωί. Πουθενά ψυχή. Μα που πήγαν όλοι;
Τι μου συμβαίνει; Δεν είμαι καλά. Είμαι αλλού. Γιατί φοράω αυτό το σοβαρό φουστάνι; Πέθανε κανείς; (Ναι, η άδειά σου.) Και τι είναι αυτά τα αλλόκοτα πράγματα στα πόδια μου; Χριστός κι Απόστολος, παπούτσια!Μπαίνω στη δουλειά - οι συνάδελφοι λείπουν. Εξωγήινοι έχουν πάρει τις θέσεις τους. Πληκτρολογούν, φωτοτυπούν, τηλεφωνούν. Αλλά δεν είναι εκείνοι.
Προσπαθώ να προσποιηθώ ότι «γύρισα» αλλά τα κάνω θάλασσα. Κυριολεκτικά. Μπαίνω στους προϊσταμένους για «σύσκεψη», και ξεφτιλίζομαι. Τα χαρτιά στα χέρια μου γίνονται άμμος και φεύγουν μέσα από τα δάχτυλά μου, από τα αλατισμένα μαλλιά μου κρέμονται καβουράκια, αστερίες και κοχύλια. Μυρίζω αχινούς. Βότσαλα και πεταλίδες ξεκολλάνε από πάνω μου, κατρακυλάνε στο πάτωμα του γραφείου του διευθυντή.
Με πιάνει πανικός. Εδώ παίζεται το μέλλον μου. Κάτι πρέπει να πω, να μη στέκομαι εδώ σαν ηλίθια, να δείξω ότι επέστρεψα, ότι έχω τον νου μου στη δουλειά. Οτι είμαι, τέλος πάντων, σοβαρό άτομο, αλλιώς θα με μαλώσουν, θα με διώξουν και ποιος ξέρει τι άλλο.
«Καλή μέρα σας» τραυλίζω. «Και... και καλό χειμώνα».
«Ε, άει στον διάολο κι εσύ» μου απαντάνε και οι δύο διευθυντές εν χορώ.
Και ξαφνικά τους βλέπω αληθινά: Πίσω από τα καλοσιδερωμένα τους ρούχα φοράνε βρεγμένα μαγιό - βερμούδες. Κάτω από τα γραφεία πλατσουρίζουν βατραχοπέδιλα, ενώ γύρω από το πρόσωπό τους φωσφορίζουν η μάσκα κι ο αναπνευστήρας. Είναι ροφός αυτό που βλέπω δίπλα στο φαξ; Να πάω στον διάολο; Ευχαρίστως!
Εντάξει, το έπιασα - κανείς δεν «γύρισε» στ αλήθεια. Είμαστε ακόμα αραχτοί στις παιδικές εξοχές της καρδιάς μας και βλέπουμε όνειρο πως επιστρέψαμε στη ζωή των μεγάλων, στη ζωή του χειμώνα, την πραγματική ζωή. Ξυπνήστε μας σιγά - σιγά...
cλopy από τη θάλασσα του διαδυκτίου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου