Όταν ήμουν μικρός, όλα τα πράγματα και τα πλάσματα πάνω στη γη είχαν την ουρά τους.
Τα σινεμά, τα γήπεδα, οι εκκλησίες, τα σχολεία, τα στρατιωτικά Ρέο που μοίραζαν σταφιδόψωμα, τα μπακάλικα, τα μανάβικα, τα λεωφορεία, όλα, όλα, ώς και οι νεκροί είχαν την ουρά από πίσω τους, που διαλυόταν μόνο αφού τους χώνανε στο χώμα.
Κι όλα τα ζώα. Από το σπουργίτι που την ανεβοκατέβαζε για να τσιμπήσει το ψίχουλο που του πέταγες, μέχρι την αρκούδα του γύφτου που την έχωνε στα σκέλια για να ισορροπήσει και να χορέψει, μέχρι τα άλογα που ανεβοκατέβαιναν τον δρόμο μας σέρνοντας τα κάρα και κουνώντας την αριστερά-δεξιά για να διώξουν τις μύγες και δεν ξέρω τι άλλο. Τα άλογα μου άρεσαν πιο πολύ απ' όλα. Μοιάζανε με τους βασιλιάδες που έβλεπα στο σινεμά να είναι ξαπλωτοί και να μπεκροπίνουν, ενώ ο δούλος, σαν το άλογο ανεβοκατέβαζε την ουρά που κρατούσε για να δροσίζει τον άλλο και να διώχνει από πάνω του τα ζωύφια. Το άλογο όμως ήταν και βασιλιάς και δούλος του εαυτού του, γι' αυτό και το αγαπούσα τόσο. Πράμα που δεν έβλεπες στον καημένο τον γάιδαρο, που γκάριζε ελπίζοντας να φοβίσει την αλητεία και να γλιτώσει από το νέφτι που ετοιμάζονταν να του χώσουν. Τα λυπόμουν τα γαϊδουράκια, γιατί κουβαλούσαν στη ράχη τους καφάσια με φρούτα, ψάρια, ζαρζαβατικά και με όλα αυτά στην πλάτη έβαζαν την ουρά στα σκέλια και τρέχανε να σωθούνε. Απ' αυτά βγήκε εκείνο που λέγανε οι φτωχοί, «φάγαμε τον γάιδαρο κι έμεινε η ουρά» και το άλλο που λένε ακόμη και σήμερα για τους κιοτήδες, «έβαλε την ουρά στα σκέλια».
Ενώ το άλογο είναι άλλο πράμα, το βλέπεις και το χαίρεσαι. Πολλές φορές θα 'θελες να 'σαι εσύ αυτό, αντί να κάθεσαι πάνω του και να τρέχεις. Εκπέμπει σιγουριά, ηρεμία, ομορφιά και περηφάνια τέτοια, που σου 'ρχεται να το καβαλήσεις. Όταν ήμουν μικρός και υπήρχαν παντού άλογα, υπήρχαν και γυναίκες που μοιάζανε μ' αυτά κι όπως εγώ στεκόμουν και θαύμαζα εκείνα, οι άντρες στέκονταν και θαύμαζαν εκείνες. «Σα φοραδίτσα είναι», τους άκουγα να λένε κι εγώ έψαχνα να βρω πάνω της και την ουρά, όχι γιατί έμοιαζε με φοράδα, αλλά γιατί οι μεγάλοι συνέχιζαν να λένε «την κούνησε την ουρίτσα της» ή -ακόμη χειρότερα- «την κουνάει την ουρά της, καβάλημα θέλει».
Μια φορά κι έναν καιρό μπορεί να είχαν και οι άνθρωποι ουρά, γιατί άκουγα πολλές φορές τους μεγάλους να λένε «πονάει η ουρά μου», «με χτύπησε στην ουρά», αλλά τη δική μου δεν την είδα ποτέ, όσο και να έψαχνα στον καθρέφτη. Το λέω αυτό, γιατί μου φαίνεται παράξενο να έχουν ουρά τα πράγματα και να μην έχει ο ίδιος ο άνθρωπος που τα φτιάχνει. Μπορεί όμως να φοβάται πως, έτσι κι αποκτήσει κάτι τέτοιο, γίνει αυτός ζώο τώρα που τα έχει εξοντώσει όλα κι έχει κρατήσει μερικά σε μάντρες, για να ξεγελάει τα παιδάκια. Άλλωστε ποτέ δεν συμπάθησε τις ουρές, εκτός κι αν επρόκειτο για «λεφτά με ουρά», «παράδες με ουρά», «λίρες με ουρά». Κανείς δεν έδωσε σημασία στο άλλο που έλεγε «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Κι έτσι βλέπουμε σήμερα στα πεζοδρόμια έξω από τράπεζες, εργοστάσια, υπουργεία, γραφεία, λιμάνια, εκκλησίες, στρατώνες, να συσσωρεύεται ο κόσμος ζητώντας μια οποιαδήποτε εργασία, σ' ένα οποιοδήποτε μέρος, δεχόμενος έναν οποιοδήποτε μισθό.
Συνήθως κοιμάμαι νωρίς και συνήθως με ξυπνάει γύρω στις τέσσερις κάποιο όνειρο, που ώσπου να το εξηγήσω, δεν σηκώνομαι από το κρεβάτι. Σκάλιζα σήμερα το μυαλό μου απορημένος μ' αυτό που πέρασε από πάνω μου. Τη λέξη «ουρά» είχα να τη δω ή να την ακούσω χρόνια κι έβλεπα για πρώτη φορά κάτι τέτοιο στον ύπνο μου. Και μάλιστα παρέα με μια άλλη λέξη, που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. «Λεφτά με ουρά», αυτό έγραφε στο πλακάτ που κρατούσε το όνειρό μου και γέλασα με το πόσο γρήγορα έλυσα τον γρίφο. «Νύχτες με ουρά», λοιπόν, είπα δυνατά και σηκώθηκα να συνεχίσω το γράψιμο από κει που το άφησα χθες.
* Το κείμενο βρέθηκε μπερδεμένο μέσα στα δίχτυα του καραβιού το ξημέρωμα...
Τα σινεμά, τα γήπεδα, οι εκκλησίες, τα σχολεία, τα στρατιωτικά Ρέο που μοίραζαν σταφιδόψωμα, τα μπακάλικα, τα μανάβικα, τα λεωφορεία, όλα, όλα, ώς και οι νεκροί είχαν την ουρά από πίσω τους, που διαλυόταν μόνο αφού τους χώνανε στο χώμα.
Κι όλα τα ζώα. Από το σπουργίτι που την ανεβοκατέβαζε για να τσιμπήσει το ψίχουλο που του πέταγες, μέχρι την αρκούδα του γύφτου που την έχωνε στα σκέλια για να ισορροπήσει και να χορέψει, μέχρι τα άλογα που ανεβοκατέβαιναν τον δρόμο μας σέρνοντας τα κάρα και κουνώντας την αριστερά-δεξιά για να διώξουν τις μύγες και δεν ξέρω τι άλλο. Τα άλογα μου άρεσαν πιο πολύ απ' όλα. Μοιάζανε με τους βασιλιάδες που έβλεπα στο σινεμά να είναι ξαπλωτοί και να μπεκροπίνουν, ενώ ο δούλος, σαν το άλογο ανεβοκατέβαζε την ουρά που κρατούσε για να δροσίζει τον άλλο και να διώχνει από πάνω του τα ζωύφια. Το άλογο όμως ήταν και βασιλιάς και δούλος του εαυτού του, γι' αυτό και το αγαπούσα τόσο. Πράμα που δεν έβλεπες στον καημένο τον γάιδαρο, που γκάριζε ελπίζοντας να φοβίσει την αλητεία και να γλιτώσει από το νέφτι που ετοιμάζονταν να του χώσουν. Τα λυπόμουν τα γαϊδουράκια, γιατί κουβαλούσαν στη ράχη τους καφάσια με φρούτα, ψάρια, ζαρζαβατικά και με όλα αυτά στην πλάτη έβαζαν την ουρά στα σκέλια και τρέχανε να σωθούνε. Απ' αυτά βγήκε εκείνο που λέγανε οι φτωχοί, «φάγαμε τον γάιδαρο κι έμεινε η ουρά» και το άλλο που λένε ακόμη και σήμερα για τους κιοτήδες, «έβαλε την ουρά στα σκέλια».
Ενώ το άλογο είναι άλλο πράμα, το βλέπεις και το χαίρεσαι. Πολλές φορές θα 'θελες να 'σαι εσύ αυτό, αντί να κάθεσαι πάνω του και να τρέχεις. Εκπέμπει σιγουριά, ηρεμία, ομορφιά και περηφάνια τέτοια, που σου 'ρχεται να το καβαλήσεις. Όταν ήμουν μικρός και υπήρχαν παντού άλογα, υπήρχαν και γυναίκες που μοιάζανε μ' αυτά κι όπως εγώ στεκόμουν και θαύμαζα εκείνα, οι άντρες στέκονταν και θαύμαζαν εκείνες. «Σα φοραδίτσα είναι», τους άκουγα να λένε κι εγώ έψαχνα να βρω πάνω της και την ουρά, όχι γιατί έμοιαζε με φοράδα, αλλά γιατί οι μεγάλοι συνέχιζαν να λένε «την κούνησε την ουρίτσα της» ή -ακόμη χειρότερα- «την κουνάει την ουρά της, καβάλημα θέλει».
Μια φορά κι έναν καιρό μπορεί να είχαν και οι άνθρωποι ουρά, γιατί άκουγα πολλές φορές τους μεγάλους να λένε «πονάει η ουρά μου», «με χτύπησε στην ουρά», αλλά τη δική μου δεν την είδα ποτέ, όσο και να έψαχνα στον καθρέφτη. Το λέω αυτό, γιατί μου φαίνεται παράξενο να έχουν ουρά τα πράγματα και να μην έχει ο ίδιος ο άνθρωπος που τα φτιάχνει. Μπορεί όμως να φοβάται πως, έτσι κι αποκτήσει κάτι τέτοιο, γίνει αυτός ζώο τώρα που τα έχει εξοντώσει όλα κι έχει κρατήσει μερικά σε μάντρες, για να ξεγελάει τα παιδάκια. Άλλωστε ποτέ δεν συμπάθησε τις ουρές, εκτός κι αν επρόκειτο για «λεφτά με ουρά», «παράδες με ουρά», «λίρες με ουρά». Κανείς δεν έδωσε σημασία στο άλλο που έλεγε «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Κι έτσι βλέπουμε σήμερα στα πεζοδρόμια έξω από τράπεζες, εργοστάσια, υπουργεία, γραφεία, λιμάνια, εκκλησίες, στρατώνες, να συσσωρεύεται ο κόσμος ζητώντας μια οποιαδήποτε εργασία, σ' ένα οποιοδήποτε μέρος, δεχόμενος έναν οποιοδήποτε μισθό.
Συνήθως κοιμάμαι νωρίς και συνήθως με ξυπνάει γύρω στις τέσσερις κάποιο όνειρο, που ώσπου να το εξηγήσω, δεν σηκώνομαι από το κρεβάτι. Σκάλιζα σήμερα το μυαλό μου απορημένος μ' αυτό που πέρασε από πάνω μου. Τη λέξη «ουρά» είχα να τη δω ή να την ακούσω χρόνια κι έβλεπα για πρώτη φορά κάτι τέτοιο στον ύπνο μου. Και μάλιστα παρέα με μια άλλη λέξη, που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. «Λεφτά με ουρά», αυτό έγραφε στο πλακάτ που κρατούσε το όνειρό μου και γέλασα με το πόσο γρήγορα έλυσα τον γρίφο. «Νύχτες με ουρά», λοιπόν, είπα δυνατά και σηκώθηκα να συνεχίσω το γράψιμο από κει που το άφησα χθες.
* Το κείμενο βρέθηκε μπερδεμένο μέσα στα δίχτυα του καραβιού το ξημέρωμα...
2 σχόλια:
Τους ζηλεύω όσους μπορούν και ξενυχτούν για να γράψουν.
Η ησυχία της νύχτας πρέπει να βοηθά.
Μα εγώ το ξενύχτι δεν το μπορώ. Δεν χαλαλίζω τον ύπνο μου μήτε για να γράψω. Μόνο σαν ήταν άρρωστα τα παιδιά μου ξενυχτούσα και το μάτι μου δεν έκλεινε.Είμαι λοιπόν ένας ύπνος με...ουρά Γλυκερία μου. Καλή συνέχεια με αγάπη.
Εδώ κολλάει το ¨της νύχτας τα καμώματα..." Να ξενυχτάς συχνότερα (να μου κάνεις και παρέα που έχω καταντήσει νυχτερίδα. Αγελάδα με φτερά ένα πράμα!!)
Δημοσίευση σχολίου