29/11/09

Kυριακή στο φως...


Κυριακή μεσημέρι. Κάθομαι άνετα στην πολυθρόνα της μεγάλης βεράντας με τις γλάστρες τοποθετημένες γύρω γύρω σαν στρατιωτάκια σε τάξη και προσπαθώ να απολαύσω το φως που πλάθει λευκές ευθείες καθώς τρυπώνει ανάμμεσα στα φυλλώματα που με περιτριγυρίζουν. Το λαμπερό φως άλλοτε προσγειώνεται στο πάτωμα και ενοχλεί το χρώμα της τερακότας κάτω απ’ τα πόδια μου, κι άλλοτε εισβάλει παιγνιδιάρικα ανάμμεσα στις λέξεις που ταξιδεύουν στον αέρα ψάχνοντας τον προορισμό τους. Και όσο πληθαίνουν οι λέξεις, το φως μαλακώνει. Ενστικτωδώς, ρίχνω μια διερευνητική ματιά στον ουρανό για να εξακριβώσω πως δεν υπάρχει κανένα σύννεφο από πάνω μου.

Συγκεντρώνομαι στην έκφραση της Μαρίνας που ξαπλώνει απέναντι μου στον πράσινο καναπέ με τα δεκατρία κεντημένα μαξιλάρια . Είχα μετρήσει τα μαξιλάρια καθώς στριμώχνονταν οι λέξεις στην άκρη των χειλιών της και πετάγονταν μια μια στον αέρα και κατευθείαν φτερούγιζαν βιαστικά προς αποφυγήν του... απειλητικού συνωστισμού. Τότε ήταν που έλυσα το γρίφο για το φως που αναβόσβηνε τριγύρω μας. Αφού ξεμπέρδεψα με τα μαξιλάρια και το φως, πήρα μια βαθειά ανάσα και αποφάσισα να συγκεντρωθώ στις λέξεις.


Οι απορίες της Μαρίνας τη βύθιζαν σε μία ασταθή συναισθηματική κατάσταση. Ρωτούσε και έβρισκε απαντήσεις ταυτόχρονα σε μια προσπάθεια να τοποθετήσει αυτά που ήταν ολοφάνερο για κάποιο μυστηριώδες λόγο πως δεν την αφορούσαν, ενώ την «αφορούσαν», σε μια ευθεία που να έχει γι’ αυτήν κάποιο νόημα. Το μόνο που πετύχαινε ήταν να παραμένει πιστή στην πορεία ενός επαναλαμβανόμενου κύκλου. Ήταν αφόρητα θυμωμένη για ψεύτικα λόγια που είχε ακούσει. Ανάλωνε την ενέργεια της στο φαύλο κύκλο της απογοήτευσης και του γιατί, χωρίς να υποψιάζεται καν πως δεν είχε εμπιστευτεί το ψέμα που είχε ακούσει με τα ίδια της τα αυτιά. Απαιτούσε από τους ανθρώπους να της πουν την αλήθεια ενώ ήταν φανερό πως οι ίδιοι δεν απηύθυναν το ψέμα σ’ αυτήν, αλλά στον εαυτό τους. Ήταν φανερό, πως επέλεγε να δεχθεί το μύθο γύρω απ’ αυτούς αντί την πραγματικότητά τους. Αν δεν παραπλανούσε τον εαυτό της, θα επέλεγε να αφουγκρασθεί τις πράξεις τους αντί να ακούσει τα λόγια τους. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό της και στην κρίση της ήταν ακριβώς αυτό που την πλήγωνε. Αν κατανοούσε μόνο πως το ψέμα των άλλων είναι προϊόν μιας μεγάλης δικής τους φοβίας που επικεντρώνεται στην ατυχή προσπάθεια να μην αποκαλυφθεί ο αληθινός τους εαυτός, τότε δεν θα έπαιρνε καθόλου προσωπικά το όλο ζήτημα. Θα συγχωρούσε τον εαυτό της και αυτούς μαζί.


Περίμενα να μου δώσει την ευκαιρία με μια μικρή της παύση, για να τη λυτρώσω απ’ το θυμό της αλλά αυτή η στιγμή δεν φαινόταν να έρχεται. Τουλάχιστον όχι σύντομα...

Η ταλαιπωρία της συνεχίστηκε με μια σειρά από υποθέσεις που έπλαθαν σενάρια για το μυαλό, τη ψυχή και τις ενέργειες όλων αυτών που τόσο πολύ την πλήγωναν. Η κάθε της υπόθεση ήταν μια παρεξήγηση που φώλιαζε στο είναι της δημιουργώντας το δράμα της. Την παρατηρούσα ενώ παραχωρούσε τον έλεγχο της ύπαρξης της με τις υποθέσεις που είχε ανάγκη να δημιουργεί και διαπίστωνα πως και η ίδια και το φως γύρω της σκούραιναν.


Έπλαθε ένα όνειρο κόλασης και καθόταν ακριβώς στο κέντρο του πιάνοντας τις φλόγες, ενώ κατάπινε το συναισθηματικό δηλητήριο που την τύλιγε. Είχε γίνει η κουτσομπόλα των φαντασιώσεών της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τις υποστηρίξει. Και όλα αυτά επειδή φαίνεται να είχε υποθέσει πως όλοι βλέπουν τη ζωή ακριβώς όπως τη βλέπει αυτή, σκέφτονται, νοιώθουν, κρίνουν, μεταχειρίζονται ή κακομεταχειρίζονται ακριβώς όπως η ίδια. Χάνω το συνειρμό της για λίγο για να διερωτηθώ αν τελικά αυτή είναι η μεγαλύτερη και χειρότερη υπόθεση, το πιο φοβερά πλάνο σενάριο που πλάθει το ανθρώπινο μυαλό. Και αν αυτό το σενάριο είναι που μας εμποδίζει στο τέλος της μέρας να αποκαλύπτουμε τον εαυτό μας πρώτα σε εμάς τους ιδίους και στην εξέλιξη στους γύρω μας. Ίσως επειδή φοβόμαστε πώς θα κριθούμε, θα κατηγορηθούμε, θα «απορριφθούμε» με τον ίδιο τρόπο που κρίνουμε, κατηγορούμε, «απορρίπτουμε» εμείς οι ίδιοι.


Προσπάθησα να φανταστώ μια μέρα που η Μαρίνα και η κάθε Μαρίνα θα παύανε να κάνουν υποθέσεις για το σύντροφό τους και τους γύρω τους. Η επικοινωνία θα άλλαζε μορφή. Η Μαρίνα δεν θα απευθυνόταν στο σύντροφό της μέσα απ’ την προέκταση του σεναρίου της οπόταν δεν θα υπήρχαν δεδομένα στην επικοινωνία τους. Θα ήταν ανοικτή να εισπράξει την αλήθεια του χωρίς προκαταλήψεις. Το ίδιο θα ίσχυε και με τους υπόλοιπους που ήταν παρόντες στη ζωή της. Και αν δεν έπαιρνε τόσο προσωπικά τις αντιδράσεις τους, θα τους έβλεπε ακριβώς όπως είναι, δεν θα είχε λόγο να επιθυμεί να τους αλλάξει και δεν θα είχαν λόγο αυτοί να θέλουν να αλλάξουν την ίδια. Σεβόμενοι το δικαίωμα των πάντων στο ναι και στο όχι, χωρίς υποθέσεις και προϋποθέσεις, η επικοινωνία θα είχε άλλη κατεύθυνση, το τοπίο θα ήταν ξεκάθαρο και οι σχέσεις υγιείς. Και αν αυτή η μορφή διαλόγου ίσχυε σε παγκόσμια διάσταση, δεν θα υπήρχε χώρος για παρεξηγήσεις, για βία, για πολέμους, για πληγές.


Ανεπαίσθητα έγειρα πιο πίσω το κεφάλι μου για να βολευτώ καλύτερα στην πολυθρόνα μου και τέντωσα τα πόδια μου στο σκαμπό που βρισκόταν μπροστά μου. Στο ξύλινο τραπέζι ανάμεσα στη Μαρίνα κι εμένα είχε εμφανιστεί ένας δίσκος με 2 παγωμένες λεμονάδες και ένα πιάτο με σπιτικά γλυκά, από αυτά που έφτιαχνε πάντα η μητέρα μου. Αυτά τα υπέροχα γλυκά συνόδευαν ανελλιπώς τα πολυάριθμα διαλείμματα του διαβάσματός μας στο Λύκειο, και η μαγική συνταγή όπως και η ανάμνηση της μητέρας μου, παρέμειναν αθάνατα στοιχεία στη ζωή μας και την πολύχρονη φιλία μας. Η Μαρίνα ξάπλωνε ακόμη στο λευκό καναπέ ανάμεσα στα δεκατρία κεντημένα μαξιλάρια, αλλά είχε πια σωπάσει.

«Θυμάσαι την Έλενα που φοιτούσε μαζί σου στη Δραματική Σχολή;»

Έσπασα τελικά τη σιωπή της.

«Φυσικά και τη θυμάμαι» είπε ψιθυριστά και αποκαμωμένα. «Έμαθες κάτι γι’ αυτήν;»

«Όχι» της είπα. «Δεν έχω μάθει κάτι γι’ αυτήν αλλά μου φαίνεται πως έχω μάθει κάτι απ’ αυτήν! Θυμάσαι πόσα βράδια ξημερωθήκαμε να την ακούμε να αναλύει την προοπτική της σχέσης της με το Μάρκο με τον οποίο βγήκε δύο φορές όλες και όλες, και παρόλο που η ίδια είχε περάσει υπέροχα και ένοιωθε πως είχε βρει τη σημαντική σχέση της ζωής της, ο Μάρκος έδωσε ή δεν έδωσε το παρόν του δύο τρείς φορές στους τόσους μήνες που η Έλενα ανέμενε και ανέμενε πιστή στην ανάμνηση των δύο ρομαντικών και υψηλά υποσχόμενων βραδιών που μοιράστηκαν;….»

«Πως και δεν το θυμάμαι. Τόσες υποθέσεις και αναλύσεις είχαμε υποστεί, όλες προς δικαιολόγηση της… απουσίας του. Τη μια τα «έριχνε» στην Βελγική του κουλτούρα που απαιτούσε αργούς ρυθμούς, την άλλη στην αφοσίωσή του στο έντονο πανεπιστημιακό του πρόγραμμα...»

«Μέχρι που βρέθηκε ο Θάνος για να της πει τη δική του άποψη σαν εκπρόσωπος του ανδρικού φύλου».

«Μα και αυτός πως της το «πέταξε» τόσο απότομα;»


«Δεν ήτανε απότομος Μαρίνα. Ήταν ειλικρινής. Δεν της έδωσε αυτό που της δίναμε εμείς, ανώφελη παρηγοριά και λανθασμένες ελπίδες. Εμείς τη βοηθούσαμε να υποφέρει. Ήμασταν πιστές στο μεγαλύτερο δεσμό που ενώνει το ανθρώπινο γένος και που στηρίζεται σε μια ομόφωνη συμφωνία.

«Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο ώστε όλοι να υποφέρουμε!» Ο Θάνος της πρόσφερε τη διέξοδο από το προσωπικό της βάσανο. Άλλο αν η ίδια δεν ήταν έτοιμη να τη δεχθεί.»

«Της το είπε τόσο απλά με τη χαριτωμένη προφορά του... Μην το πάρεις προσωπικά Ελενα, γιατί αυτό που θα σου πω δεν σε αφορά καθόλου. Είναι φανερό πως ο Μάρκος δεν ενδιαφέρεται για σένα. Τα πράγματα με τους άνδρες είναι πολύ απλά. Όταν θέλουν να τηλεφωνήσουν, σηκώνουν κατ’ ευθείαν το τηλέφωνο. Όταν τους ενδιαφέρει μια γυναίκα και θέλουν να τη συναντήσουν, φροντίζουν να κλείσουν ραντεβού μέρες, βδομάδες πριν. Κανένα πολυάσχολο πρόγραμμα και καμία κουλτούρα δεν τους σταματά!».


Σκέψου το για λίγο Μαρίνα. Αν η Έλενα είχε τον έλεγχο της αλήθειας της, αν δεν είχε την ανάγκη να χάνεται σ’ ένα μύθο, αν πίστευε ότι της άξιζε η πραγματικότητα, αν θεωρούσε το χρόνο, την ενέργεια της, την ίδια της την ύπαρξη πολύτιμη, δεν θα έπαιρνε την αλήθεια του Μάρκου καθόλου μα καθόλου προσωπικά, και αυτό που της είπε ο Θάνος θα την απελευθέρωνε ανώδυνα και άμεσα.»

«Μα όλα αυτά που της είχε υποσχεθεί; Τα ψέματα που της είπε; Η απόρριψη που ένοιωσε με τη δήλωση του Θάνου;» Ταυτίζεται και ψελλίζει η Μαρίνα.

«Ο Μάρκος ήταν ο πρώτος που της είπε την αλήθεια με τις πράξεις του. Και οι ενέργειες του ήταν οι απτές αποδείξεις της ειλικρίνειάς του. Όσο για την απόρριψη που αναφέρεις, αυτή η λέξη δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει στο διεθνές λεξιλόγιο. Δεν υπάρχει τέτοια εφεύρεση ως απόρριψη. Κανείς δεν έχει τη δύναμη να απορρίψει κανέναν. Αυτό που υπάρχει είναι το δικαίωμα στο ναι και στο όχι. Και κανένα όχι του άλλου δεν έχει αντίκτυπο στη δικιά μας ύπαρξη. Κανένα όχι δεν μας αφορά και σίγουρα δεν μας υποβιβάζει. Αυτό που δεν γίνεται, είναι πολύ καλύτερο απ’ αυτό που ίσως γινόταν.
Όπως και αυτό που γίνεται, είναι πολύ καλύτερο απ’ αυτό που ίσως δεν γινόταν. Η ουσία βρίσκεται στο να μπορούμε να δεχόμαστε με την ίδια ευκολία και χαρά είτε το ένα είτε το άλλο. Αυτή η ικανότητα μας χαρίζει μια πολύτιμη ανοσία..»

Ο χρόνος που ακολούθησε δεν αφορούσε καθόλου πια τις λέξεις. Η βεράντα γέμισε με φως, με δροσερές λεμονάδες και γλυκιά γεύση στον ουρανίσκο απ’ τις αγαπημένα σπιτικά γλυκά.


«Προσπαθείς να μου πεις κάτι τώρα εσύ με τις φοιτητικές σου αναμνήσεις;» ρώτησε δειλά πολύ αργότερα η Μαρίνα.

«Τι εννοείς;» της απάντησα αδιάφορα...

2 σχόλια:

Ευρύνοος είπε...

Aza

πολύ όμορφος διάλογος..

πόσες φορές θα μπορούσαμε να κάνουμε τέτοιους διαλόγους με τον Εαυτό και να αλλάξουμε οπτική.. να πάρουμε απαντήσεις..

καλημέρα φιλαράκι :)

Δημήτρης είπε...

Για κάποιον λόγο δεν μπορώ να μπώ στο σύστημα. Αυτό όμως δεν με αποτρέπει από το να στείλω θερμό χαιρετισμό, πολλά φιλιά, ασβηστη αγάπη. Και κάτι άλλο Γλυκερία: κάποια στιγμή θα με ακούσεις και θα στρωθείς να γράψεις ένα βιβλίο που θα συγκινήσει και θα βοηθήσει πολλούς που περιμένουν από σένα... Κάποια στιγμή. μην το αργείς όμως.
Καλησπέρα.
Δημήτρης