Κάποτε, βρέθηκα σ' ένα εργαστήρι κεραμικών, σ' ένα μικρό χωριό, ξακουστό όμως για τα κεραμικά του, κάπου στην χώρα. Ήταν ένα μικρό, φτωχικό εργαστήρι, με ποδοκίνητη ρόδα κι όλα μέσα ήταν λιτά. Ολόγυρα στους τοίχους, είχε ράφια με ήδη ολοκληρωμένα, πανέμορφα αντικείμενα.
Από μικρά φλυτζανάκια του καφέ, κούπες, μέχρι μεγάλα βάζα και στάμνες, όλα βαλμένα με τάξη και σειρά. Στην άλλη άκρη είχε πολλά ανεπεξέργαστα ακόμα κομμάτια πηλού και διάφορα άλλα σκεύη, που δεν έμαθα, στο σύντομο χρονικό διάστημα που έμεινα, σε τι θα χρησιμεύανε.
Σκέφτομαι ακόμα και τώρα κι ανατριχιάζω, την αντίθεση. Από τη μια τα ακατέργαστα κομμάτια πηλού κι από την άλλη, τα έτοιμα κεραμικά. Και τότε η ψυχή μου, ζήτησε να δει και τα ενδιάμεσα στάδια, από το άμορφο στο όμορφο.
Καλημέρισα το γερό τεχνίτη, γεμάτη δέος, πράγμα που γι αυτόν θα ήταν κάτι το σύνηθες, ίσως καθημερινό μάλιστα. Αντιγύρισε τη καλημέρα, σταράτα και καθάρια και συνέχισε τη δουλειά του. Είχε βάλει ένα άμορφο κομμάτι πηλό πάνω στη ρόδα, έβρεξε το χέρι του και βάλθηκε να στρέφει με το πόδι. Μεγάλο γρανάζι κάτω, πιο μικρό επάνω, εξασφάλιζε πως με μικρή περιφορά και κόπο, θα είχε μεγάλη, δυνατή περιστροφή. Ο πηλός γύριζε κι εκείνος έχωσε τα βρεγμένα δάχτυλά στο κέντρο του. Τότε, σα θαύμα, η μάζα αυτή άρχισε να παίρνει μορφή.
Γύρισα το βλέμμα μου στα ράφια, πασχίζοντας να μαντέψω, τι θα έβγαινε αυτή τη φορά, από τα χέρια του. Δύσκολη μαντεψιά και παιδεύτηκα, μα στο τέλος επέλεξα κάτι νοερά. Όταν επέστρεψα τη ματιά μου στη ρόδα, είδα πως είχε προχωρήσει αρκετά κι ότι θα έπρεπε να ξεχάσω αυτό που είχα ήδη επιλέξει. Ξαναγύρισα στα ράφια και γοργά επέλεξα κάτι άλλο, για να μη χάσω πολύ από τη διαδικασία που με είχε μαγέψει. Πάλι είχα λαθέψει και μάλιστα αρκετά. Κατάλαβα πως ήταν μάταιο να προσπαθώ να μαντέψω, χάνωντας μάλιστα την εργασία, άλλωστε με το ρυθμό που αυτή προχωρούσε, δε θα αργούσα να δω το αποτέλεσμα της.
Χαλάρωσα και δεν έχασα μήτε λεπτό πλέον. Ο μάστορης, συνέχιζε να γυρνά και να αγγίζει, φαινομενικά αδιόρατα, τη σχηματισμένη πια μάζα. Άγγιζε ελαφρά και μορφοποιούσε. Το νερό κι η περιστροφή, συντελούσαν αρμονικά σ' αυτό. Το εύπλαστο του πηλού, επέτρεπε αυτή τη μορφοποίηση. Έπειτα από λίγα λεπτά, ένα μικρό κανάτι ήταν έτοιμο. Έτοιμο; Α όχι.. είχε δουλιά ακόμα, απ' όσο μου είπε ο μάστορης.
-"Τώρα, θα του κολλήσω το χερούλι προσεκτικά κι ύστερα θα το βάλω στο φούρνο να ψηθεί, να γίνει στέριο", μου 'πε χαμογελαστά μα κάπως βαρυεστημένα.
Πόσες φορές να τα 'χει ξαναπεί, σε αμύητους αδαείς σαν κι εμένα; σκέφτηκα. Αυτό που για μένα ήταν πρωτόφαντο και μαγικό, για εκείνον ήταν ρουτίνα.
Έφτιαξε επιδέξια ένα μικρό χερούλι, πλάθοντας έτσι όπως έκαμε η γιαγιά μου τα κουλουράκια, το κόλλησε τέλεια πάνω στο κανάτι κι έπειτα το έβαλε στο φούρνο. Μέσα από το φούρνο, έβγαλε μερικά που είχαν ήδη ψηθεί και τα έβαλε να κρυώσουν. Από κει πήρε άλλα που 'χαν ήδη κρυώσει και διάλεξε ένα για να το ζωγραφίσει. Πήρε τις μπογιές και τα πινέλα του κι έριξε πάνω του, όλη τη προσοχή και την αφοσίωση. Τι επιμέλεια και τι λεπτομέρεια!
Στο νου μου, συνειρμικά, ήρθε η ασπίδα του Αχιλλέα, από τον μεγάλο Όμηρο. Πως εκείνος αφιέρωσε σχεδόν μια ολάκερη ραψωδία στη περιγραφή της κατασκευής της από τον Ήφαιστο. Τότε μόνο συνειδητοποίησα, πως πραγματικά είχε αφιερώσει αναλογικά, αρκετά μεγάλο κομμάτι, σ' αυτή. Σταμάτησε για λίγο τις μάχες και τις ίντριγκες για να μιλήσει για κάτι όμορφο κι ειρηνικό. Είχε κουραστεί η πένα του να γράφει για πόλεμο και σκοτωμούς και θέλησε να τη ξεκουράσει. Πάνω στην ασπίδα, έβαλε γάμους, γλέντια, όλο τον Αστερισμό με τη Πούλια το φεγγάρι, τον ήλιο, έβαλε σταροχώραφα σε θερισμό, αμπέλια σε τρύγο, έβαλε και ένα μέρος που μερικοί μαλώνανε... Και τί δεν έβαλε ο μάστορας! Όπου και αν ταξίδεψα, παντού βρήκα τον Όμηρο και πάντα με κάποιο διαφορετικό τρόπο! Είναι μέσα μου βαθιά και τώρα εδώ...
...Ο μάστορης ζωγράφιζε το κανάτι με τόση αγάπη κι όταν τέλειωσε το βαλε να στεγνώσει. Πήρε από κει μερικά ήδη στεγνά και τ' αράδιασε σ' ένα άδειο ράφι.
Γύρισε κι έβαλε καφέ σ' ένα μπρίκι:
-"Πως τον πίνεις νεαρή μου"; με ρώτησε, αιφνιδιάζοντας με, με μια φωνή που δε σήκωνε αντιρρήσεις.
-"Μέτριο παρακαλώ" κι αμέσως μετά... "Ευχαριστώ πολύ" του απάντησα.
-"Εγώ τον πίνω σκέτο. Να βάλε μετά όση ζάχαρι θες. Εντάξει"; με ρώτησε χαμογελώντας.
Όταν τέλειωσε, τον κέρασα από τα τσιγάρα μου. Του άρεσαν τα βαριά τσιγάρα, όπως μου είπε. Καθίσαμε σε κάποιο τραπεζάκι να απολαύσουμε τον καφέ, το τσιγάρο μας. Αυτές οι μικρές ανάσες όταν δημιουργείς είναι αναγκαίες. Ξεκουράζουν την ψυχή, μαγειρεύουν νέες ιδέες. Τότε ήταν που ...μπήκε κάποιος πελάτης στο μαγαζί. Σε κείνο το φεύγα μας. Γνωστός του, συγχωριανός.
-"Καλημέρααα" φώναξε ταράσσοντας το χώρο. Ήθελε να αγοράσει πήλινα κι αφού πασπάτεψε βέβηλα με τα χοντρόχερα του μερικά, διάλεξε δυό κομμάτια.
-"Πόσο τα 'χεις τούτα τα δυό";
-"Γράφει πάνω ρε Παμείνο, δε βλέπεις";
-"Εγώ ρωτάω εσένανε να μου πεις, δε βλέπω χωρίς τα γυαλιά μου" του απάντησε μισοπονηρά ο ...Παμείνος.
-"Το ένα τρεις χιλιάδες δραχμές και το άλλο δυόμιση. Πάρτα και τα δυό με πέντε και ξεφορτώσου μας να πιούμε το καφέ μας ήσυχα! Άειντε"! του απάντησε κι εκείνος στον ίδιο χαμογελαστό τόνο, κλείνοντας μου το μάτι. Ο Παμείνος συνοφρυώθηκε:
-"Τεσσερεσήμιση και τα δυό, αλλιώς φεύγω" φοβέρισε!
-"Στο καλό, να μας γράφεις, μα να σε βλέπουμε σπανίως" του αντιγύρισε ο μάστορης.
-"Ρε συ Θωμά, είσαι αιματορρουφήχτρας το ξες; Πα πα πα! Τι 'σαι 'συ ρε παιδάκι μου"; κάνει έτσι κι αφήνει μερικά χαρτονομίσματα, πάνω στο πάγκο. Έκανε να φύγει...
-"Στάσου ρε να στα τυλίξω"!
-"Δε χρειάζεται... Εκεί πάνω σου άφησα τέσσερεις οχτακόσιες, πες τα διακόσα είναι το περιτύλιγμα και δεν έχω άλλα πάνω μου" είπε και βγήκε.
-"Τον κερατά! Κατάλαβες; Μας χάλασε το τσιγαράκι! Δώσε άλλο ένα, να το κάνουμε ήσυχα ήσυχα βρε κορίτσι μου".
Του πρόσφερα λέγοντας του μια φράση, που είναι μεν κάπως ηλίθια, μα τη χρησιμοποιώ σ' αυτές τις περιπτώσεις, όταν δίνω κάτι και θέλω πραγματικά να δείξω, πως το προσφέρω με τη καρδιά μου κι όχι γιατί μου το ζητήσαν οι άλλοι.
-"Πάρε δυο, μάστορα, ένα για τώρα κι ένα για το αφτί" γέλασαμε κι οι δυό...
Το φύσαγε και δε κρύωνε με το Παμείνο. Βάλθηκε να μονολογεί κοιτάζοντάς με, μα δίχως να με βλέπει πραγματικά.
-"Ρε το καθήκι... και να σκεφτείς πως τα λεφτά του τα σκορπάει με τη σέσουλα, στις μισότριβες. Κι εδώ, για διακόσες ψωροδραχμές το κανε μέγα ζήτημα..." είπε.
-"Έχει παρακολουθήσει ποτέ, πως γίνεται αυτή η δουλειά, μαστρο-Θωμά"; ρώτησα.
Νόμισα πως δεν άκουσε, γιατί δε σάλεψε και δεν απάντησε αμέσως. Τράβηξε μια γερή τελευταία ρουφηξιά και το σβησε στο τασάκι. Σηκώθηκε όρθιος, το ίδιο κι εγώ. Επέστρεψε στη θέση του για να συνεχίσει. Τότε κατάλαβα πως αρκετά είχα μείνει, η αργόσχολη.
-"Γειά σου μάστορα και καλές δουλειές" είπα κι έκαμα να βγω. Τότε, 'κείνος άρχισε πάλι να μιλά, μα όχι σε μένα, παρά στο κενό...
-"Πριν χρόνια, στην ηλικία σου περίπου, τον είχα δω σα βοηθό. Μπα ανεπρόκοπος! Ήθελε λέει να πάρουμε την ηλεκτροκίνητη ρόδα. Πφφφ άκου ηλεκτροκίνητη... Δεν ελέγχεται καλά η ταχύτητα, είναι μονότονος, ο θόρυβος και σου κοιμίζει το νου. Έπειτα, έμαθα τόσα και τόσα χρόνια με το πόδι. Δεν είναι μόνο τα δάχτυλα, δουλεύει κι αυτό! Τι θα το κάνω γω μετά το πόδι, μου λες, αν η ρόδα γυρίζει μοναχιά της;
"Α ... Φεύγεις; Άντε γειά σου και καλό δρόμο!"
Δε θα παιρνα όρκο, ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα που μιλούσε, είχα την εντύπωση πως είχε δακρύσει. Βγήκα έξω και συνέχισα τις διακοπές εκείνης της χρονιάς. Είχα ξεχάσει να πάρω έστω κι ένα μικρό πήλινο και τώρα, μετά τόσα χρόνια, μου ρθε στο νου, αυτή η ιστορία...
Δε ξέρω γιατί, αλλά θέλησα να τη γράψω... Ίσως γιατί τον τελευταίο καιρό πλάθομαι σαν πηλός. Μέσα από σκέψεις. Μέσα από λέξεις. Μέσα από όμορφα συναισθήματα, που κάνουν τη ζωή και μοιάζει με έργο τέχνης.
Από μικρά φλυτζανάκια του καφέ, κούπες, μέχρι μεγάλα βάζα και στάμνες, όλα βαλμένα με τάξη και σειρά. Στην άλλη άκρη είχε πολλά ανεπεξέργαστα ακόμα κομμάτια πηλού και διάφορα άλλα σκεύη, που δεν έμαθα, στο σύντομο χρονικό διάστημα που έμεινα, σε τι θα χρησιμεύανε.
Σκέφτομαι ακόμα και τώρα κι ανατριχιάζω, την αντίθεση. Από τη μια τα ακατέργαστα κομμάτια πηλού κι από την άλλη, τα έτοιμα κεραμικά. Και τότε η ψυχή μου, ζήτησε να δει και τα ενδιάμεσα στάδια, από το άμορφο στο όμορφο.
Καλημέρισα το γερό τεχνίτη, γεμάτη δέος, πράγμα που γι αυτόν θα ήταν κάτι το σύνηθες, ίσως καθημερινό μάλιστα. Αντιγύρισε τη καλημέρα, σταράτα και καθάρια και συνέχισε τη δουλειά του. Είχε βάλει ένα άμορφο κομμάτι πηλό πάνω στη ρόδα, έβρεξε το χέρι του και βάλθηκε να στρέφει με το πόδι. Μεγάλο γρανάζι κάτω, πιο μικρό επάνω, εξασφάλιζε πως με μικρή περιφορά και κόπο, θα είχε μεγάλη, δυνατή περιστροφή. Ο πηλός γύριζε κι εκείνος έχωσε τα βρεγμένα δάχτυλά στο κέντρο του. Τότε, σα θαύμα, η μάζα αυτή άρχισε να παίρνει μορφή.
Γύρισα το βλέμμα μου στα ράφια, πασχίζοντας να μαντέψω, τι θα έβγαινε αυτή τη φορά, από τα χέρια του. Δύσκολη μαντεψιά και παιδεύτηκα, μα στο τέλος επέλεξα κάτι νοερά. Όταν επέστρεψα τη ματιά μου στη ρόδα, είδα πως είχε προχωρήσει αρκετά κι ότι θα έπρεπε να ξεχάσω αυτό που είχα ήδη επιλέξει. Ξαναγύρισα στα ράφια και γοργά επέλεξα κάτι άλλο, για να μη χάσω πολύ από τη διαδικασία που με είχε μαγέψει. Πάλι είχα λαθέψει και μάλιστα αρκετά. Κατάλαβα πως ήταν μάταιο να προσπαθώ να μαντέψω, χάνωντας μάλιστα την εργασία, άλλωστε με το ρυθμό που αυτή προχωρούσε, δε θα αργούσα να δω το αποτέλεσμα της.
Χαλάρωσα και δεν έχασα μήτε λεπτό πλέον. Ο μάστορης, συνέχιζε να γυρνά και να αγγίζει, φαινομενικά αδιόρατα, τη σχηματισμένη πια μάζα. Άγγιζε ελαφρά και μορφοποιούσε. Το νερό κι η περιστροφή, συντελούσαν αρμονικά σ' αυτό. Το εύπλαστο του πηλού, επέτρεπε αυτή τη μορφοποίηση. Έπειτα από λίγα λεπτά, ένα μικρό κανάτι ήταν έτοιμο. Έτοιμο; Α όχι.. είχε δουλιά ακόμα, απ' όσο μου είπε ο μάστορης.
-"Τώρα, θα του κολλήσω το χερούλι προσεκτικά κι ύστερα θα το βάλω στο φούρνο να ψηθεί, να γίνει στέριο", μου 'πε χαμογελαστά μα κάπως βαρυεστημένα.
Πόσες φορές να τα 'χει ξαναπεί, σε αμύητους αδαείς σαν κι εμένα; σκέφτηκα. Αυτό που για μένα ήταν πρωτόφαντο και μαγικό, για εκείνον ήταν ρουτίνα.
Έφτιαξε επιδέξια ένα μικρό χερούλι, πλάθοντας έτσι όπως έκαμε η γιαγιά μου τα κουλουράκια, το κόλλησε τέλεια πάνω στο κανάτι κι έπειτα το έβαλε στο φούρνο. Μέσα από το φούρνο, έβγαλε μερικά που είχαν ήδη ψηθεί και τα έβαλε να κρυώσουν. Από κει πήρε άλλα που 'χαν ήδη κρυώσει και διάλεξε ένα για να το ζωγραφίσει. Πήρε τις μπογιές και τα πινέλα του κι έριξε πάνω του, όλη τη προσοχή και την αφοσίωση. Τι επιμέλεια και τι λεπτομέρεια!
Στο νου μου, συνειρμικά, ήρθε η ασπίδα του Αχιλλέα, από τον μεγάλο Όμηρο. Πως εκείνος αφιέρωσε σχεδόν μια ολάκερη ραψωδία στη περιγραφή της κατασκευής της από τον Ήφαιστο. Τότε μόνο συνειδητοποίησα, πως πραγματικά είχε αφιερώσει αναλογικά, αρκετά μεγάλο κομμάτι, σ' αυτή. Σταμάτησε για λίγο τις μάχες και τις ίντριγκες για να μιλήσει για κάτι όμορφο κι ειρηνικό. Είχε κουραστεί η πένα του να γράφει για πόλεμο και σκοτωμούς και θέλησε να τη ξεκουράσει. Πάνω στην ασπίδα, έβαλε γάμους, γλέντια, όλο τον Αστερισμό με τη Πούλια το φεγγάρι, τον ήλιο, έβαλε σταροχώραφα σε θερισμό, αμπέλια σε τρύγο, έβαλε και ένα μέρος που μερικοί μαλώνανε... Και τί δεν έβαλε ο μάστορας! Όπου και αν ταξίδεψα, παντού βρήκα τον Όμηρο και πάντα με κάποιο διαφορετικό τρόπο! Είναι μέσα μου βαθιά και τώρα εδώ...
...Ο μάστορης ζωγράφιζε το κανάτι με τόση αγάπη κι όταν τέλειωσε το βαλε να στεγνώσει. Πήρε από κει μερικά ήδη στεγνά και τ' αράδιασε σ' ένα άδειο ράφι.
Γύρισε κι έβαλε καφέ σ' ένα μπρίκι:
-"Πως τον πίνεις νεαρή μου"; με ρώτησε, αιφνιδιάζοντας με, με μια φωνή που δε σήκωνε αντιρρήσεις.
-"Μέτριο παρακαλώ" κι αμέσως μετά... "Ευχαριστώ πολύ" του απάντησα.
-"Εγώ τον πίνω σκέτο. Να βάλε μετά όση ζάχαρι θες. Εντάξει"; με ρώτησε χαμογελώντας.
Όταν τέλειωσε, τον κέρασα από τα τσιγάρα μου. Του άρεσαν τα βαριά τσιγάρα, όπως μου είπε. Καθίσαμε σε κάποιο τραπεζάκι να απολαύσουμε τον καφέ, το τσιγάρο μας. Αυτές οι μικρές ανάσες όταν δημιουργείς είναι αναγκαίες. Ξεκουράζουν την ψυχή, μαγειρεύουν νέες ιδέες. Τότε ήταν που ...μπήκε κάποιος πελάτης στο μαγαζί. Σε κείνο το φεύγα μας. Γνωστός του, συγχωριανός.
-"Καλημέρααα" φώναξε ταράσσοντας το χώρο. Ήθελε να αγοράσει πήλινα κι αφού πασπάτεψε βέβηλα με τα χοντρόχερα του μερικά, διάλεξε δυό κομμάτια.
-"Πόσο τα 'χεις τούτα τα δυό";
-"Γράφει πάνω ρε Παμείνο, δε βλέπεις";
-"Εγώ ρωτάω εσένανε να μου πεις, δε βλέπω χωρίς τα γυαλιά μου" του απάντησε μισοπονηρά ο ...Παμείνος.
-"Το ένα τρεις χιλιάδες δραχμές και το άλλο δυόμιση. Πάρτα και τα δυό με πέντε και ξεφορτώσου μας να πιούμε το καφέ μας ήσυχα! Άειντε"! του απάντησε κι εκείνος στον ίδιο χαμογελαστό τόνο, κλείνοντας μου το μάτι. Ο Παμείνος συνοφρυώθηκε:
-"Τεσσερεσήμιση και τα δυό, αλλιώς φεύγω" φοβέρισε!
-"Στο καλό, να μας γράφεις, μα να σε βλέπουμε σπανίως" του αντιγύρισε ο μάστορης.
-"Ρε συ Θωμά, είσαι αιματορρουφήχτρας το ξες; Πα πα πα! Τι 'σαι 'συ ρε παιδάκι μου"; κάνει έτσι κι αφήνει μερικά χαρτονομίσματα, πάνω στο πάγκο. Έκανε να φύγει...
-"Στάσου ρε να στα τυλίξω"!
-"Δε χρειάζεται... Εκεί πάνω σου άφησα τέσσερεις οχτακόσιες, πες τα διακόσα είναι το περιτύλιγμα και δεν έχω άλλα πάνω μου" είπε και βγήκε.
-"Τον κερατά! Κατάλαβες; Μας χάλασε το τσιγαράκι! Δώσε άλλο ένα, να το κάνουμε ήσυχα ήσυχα βρε κορίτσι μου".
Του πρόσφερα λέγοντας του μια φράση, που είναι μεν κάπως ηλίθια, μα τη χρησιμοποιώ σ' αυτές τις περιπτώσεις, όταν δίνω κάτι και θέλω πραγματικά να δείξω, πως το προσφέρω με τη καρδιά μου κι όχι γιατί μου το ζητήσαν οι άλλοι.
-"Πάρε δυο, μάστορα, ένα για τώρα κι ένα για το αφτί" γέλασαμε κι οι δυό...
Το φύσαγε και δε κρύωνε με το Παμείνο. Βάλθηκε να μονολογεί κοιτάζοντάς με, μα δίχως να με βλέπει πραγματικά.
-"Ρε το καθήκι... και να σκεφτείς πως τα λεφτά του τα σκορπάει με τη σέσουλα, στις μισότριβες. Κι εδώ, για διακόσες ψωροδραχμές το κανε μέγα ζήτημα..." είπε.
-"Έχει παρακολουθήσει ποτέ, πως γίνεται αυτή η δουλειά, μαστρο-Θωμά"; ρώτησα.
Νόμισα πως δεν άκουσε, γιατί δε σάλεψε και δεν απάντησε αμέσως. Τράβηξε μια γερή τελευταία ρουφηξιά και το σβησε στο τασάκι. Σηκώθηκε όρθιος, το ίδιο κι εγώ. Επέστρεψε στη θέση του για να συνεχίσει. Τότε κατάλαβα πως αρκετά είχα μείνει, η αργόσχολη.
-"Γειά σου μάστορα και καλές δουλειές" είπα κι έκαμα να βγω. Τότε, 'κείνος άρχισε πάλι να μιλά, μα όχι σε μένα, παρά στο κενό...
-"Πριν χρόνια, στην ηλικία σου περίπου, τον είχα δω σα βοηθό. Μπα ανεπρόκοπος! Ήθελε λέει να πάρουμε την ηλεκτροκίνητη ρόδα. Πφφφ άκου ηλεκτροκίνητη... Δεν ελέγχεται καλά η ταχύτητα, είναι μονότονος, ο θόρυβος και σου κοιμίζει το νου. Έπειτα, έμαθα τόσα και τόσα χρόνια με το πόδι. Δεν είναι μόνο τα δάχτυλα, δουλεύει κι αυτό! Τι θα το κάνω γω μετά το πόδι, μου λες, αν η ρόδα γυρίζει μοναχιά της;
"Α ... Φεύγεις; Άντε γειά σου και καλό δρόμο!"
Δε θα παιρνα όρκο, ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα που μιλούσε, είχα την εντύπωση πως είχε δακρύσει. Βγήκα έξω και συνέχισα τις διακοπές εκείνης της χρονιάς. Είχα ξεχάσει να πάρω έστω κι ένα μικρό πήλινο και τώρα, μετά τόσα χρόνια, μου ρθε στο νου, αυτή η ιστορία...
Δε ξέρω γιατί, αλλά θέλησα να τη γράψω... Ίσως γιατί τον τελευταίο καιρό πλάθομαι σαν πηλός. Μέσα από σκέψεις. Μέσα από λέξεις. Μέσα από όμορφα συναισθήματα, που κάνουν τη ζωή και μοιάζει με έργο τέχνης.
4 σχόλια:
Ωραία ιστορία. Όση ώρα τη διάβαζα παράλληλα φανταζόμουν εσένα να είσαι στη σκηνή του Ghost, τώρα δεν ξέρω ποιον θα ήθελες για παρτενέρ, βολέψου με ό,τι θες!
Καλησπέρα!
μου άρεσε η ιστορία και κυρίως το επιμύθιο, όσο για τις φωτογραφίες άλλο πράγμα, πάντα τέτοια λοιπόν!
Το πήλινο που φτιάχνεις τόσο καιρό είμαι σίγουρη ότι θα βγεί τόσο όμορφο όσο είναι και η ψυχή σου.
Καλό σου βράδυ γλυκιά μου Aza.
Πολλά φιλιά.
Πολλές ενστάσεις επί τεχνικών θεμάτων που δεν αλλιώνουν το όμορφο της ιστορίας.
Δημοσίευση σχολίου