28/10/09

Για την Ιστορία...

Ο παππούς, γεννήθηκε σύμφωνα με την ταυτότητά του το 1912 και σύμφωνα με τον ίδιο το 1908, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένιωθε έντονη την ανάγκη των διηγήσεων για τις στιγμές και τα γεγονότα της πολυτάραχης ζωής του. Μια από τις διηγήσεις αυτές, είναι η διήγηση για τον τραυματισμό του στην Αλβανία το 1940.

Ο παππούς μου λοιπόν, τον Οκτώβριο του 1940, σε ηλικία 30 χρόνων περίπου, επιστρατεύτηκε όπως όλοι οι Έλληνες της ηλικίας του για να πολεμήσει στον πόλεμο που κήρυξαν οι Ιταλοί. Μετά από μάχες μηνών ο λόχος του παππού μου βρέθηκε στο βουνό Μοράβα της Αλβανίας και στο ύψωμα «Μνήμα της γριάς».

Εκεί τα ιταλικά Στούκας εντόπισαν τις θέσεις τους και άρχισαν να τους πυροβολούν. Μετά από αρκετής ώρας σφυροκόπημα και ενώ πίστευαν ότι τα Στούκας φεύγουν, ένα αεροπλάνο κάνει μια τελευταία στροφή για να ρίξει πάλι. Μια από τις σφαίρες αυτές βρήκε τον στρατιώτη Κωνσταντίνο Γάτα στο στήθος, λίγα χιλιοστά πάνω από το μέρος της καρδιάς. Το τραύμα δεν ήταν θανατηφόρο αλλά ήταν σοβαρό. Οι συνθήκες που επικρατούσαν πάνω στο παγωμένο και γεμάτο χιόνι βουνό το έκαναν ακόμη σοβαρότερο. Το τραύμα αιμορραγούσε, το αίμα πήχτωνε από το πολύ κρύο.


Αρμόδιοι νοσοκόμοι του λόχου ανέλαβαν να μεταφέρουν τον τραυματία στο σταθμό επιδέσεων και μετά στο κινητό χειρουργείο για να χειρουργηθεί. Αφού δέθηκε το τραύμα φορτώσανε το μισολιπόθυμο στρατιώτη σε ένα μουλάρι για να κατέβει από τον χιονισμένο Μοράβα, στον πλησιέστερο υγειονομικό σταθμό. Ο νοσοκόμος περπατούσε μπροστά και το μουλάρι με τον τραυματία πίσω, ώσπου φτάσανε σε μια απότομη και παγωμένη χαράδρα. Εκεί ο νοσοκόμος φοβήθηκε και αφού εξέτασε το γλιστερό μονοπάτι είπε στον τραυματία: «Εγώ φοβάμαι να οδηγήσω το μουλάρι σε αυτήν την χαράδρα, Θα το αφήσω μόνο του. Εσύ κάνε τον σταυρό σου και αν είναι θέλημα Θεού, θα φτάσεις στον υγειονομικό σταθμό». Και ως εκ θαύματος το μουλάρι ξεκίνησε και με σταθερό βήμα χωρίς ούτε ένα παραπάτημα κατέβηκε την απόκρημνη και παγωμένη πλαγιά. Ο τραυματιοφορέας ακολούθησε έκπληκτος από το θάρρος και την σταθερότητα του ζώου… λες και μια ανώτερη δύναμη κρατούσε τα γκέμια για να μην βρεθεί το μουλάρι με τον άτυχο στρατιώτη στον γκρεμό.

Φτάσανε στον σταθμό επιδέσεων. Εκεί οι γιατροί φρόντιζαν τους τραυματίες, καθάριζαν, αξιολογούσαν και επέδεναν τα τραύματα των πληγωμένων ηρώων του έπους του 40. Στην συνέχεια, τραυματιοφορείς τους αναλάμβαναν για να τους οδηγήσουν πεζοί στα κινητά χειρουργεία του βουνού. Έτσι λοιπόν έγινε και με τον παππού μου, δυο τραυματιοφορείς τον ανέλαβαν. Ο παππούς μου, τότε 30 χρονών παλικάρι, μισολιπόθυμος από την αιμορραγία, άκουγε τους τραυματιοφορείς να δυσανασχετούν για το πολύ βάρος του στρατιώτη.

Ο παππούς μου είχε ύψος 1,91 και περίπου 90 - 95 κιλά βάρος, άνθρωπος "θηρίο" για την εποχή του. Μέσα στην λιποθυμιά του κατάλαβε πως οι τραυματιοφορείς ξεμάκρυναν για να τον ξεφορτωθούν, τον θεωρούσαν ήδη πεθαμένο. Νόμιζαν πως είχε πεθάνει και πως δεν υπήρχε λόγος να κουβαλάνε ένα ξεψυχισμένο κορμί και μάλιστα τόσο βαρύ, στα χιονισμένα και κακοτράχαλα μονοπάτια των Αλβανικών βουνών.

Ο στρατιώτης αυτά τα αντιλαμβανότανε αλλά λόγω της εξάντλησης από την αιμορραγία, δεν μπορούσε να αντιδράσει, να τους πει: «αδέρφια, μην με εγκαταλείπετε, είμαι ζωντανός, βοηθήστε με».


Κάποια στιγμή η ομάδα με τους τραυματίες συναντήθηκε με μια άλλη ομάδα τραυματιοφορέων αφού βρέθηκαν σταμάτησαν να ξαποστάσουν και στην συνέχεια να προχωρήσουν και οι δυο ομάδες μαζί για το κινητό νοσοκομείο, όπου ήταν ο προορισμός τους. Όπως συνηθιζόταν σε αυτές τις περιπτώσεις οι τραυματιοφορείς της μιας ομάδας ψάχνανε τους τραυματίες της άλλης, μήπως είναι κάποιος τραυματίας γνωστός ή συγγενής τους. Ποιος μπορούσε να το φανταστεί!!! Ο επικεφαλής λοχίας της δεύτερης ομάδας ήταν συχωριανός, γείτονας και φίλος του παππού μου, ο μπάρμπα Σταύρος Μάστορας. Αμέσως έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε και του μίλησε, ο παππούς συγκέντρωσε τις λιγοστές δυνάμεις που του απόμειναν για να του πει ότι είναι ζωντανός και πως χρειάζεται την βοήθειά του.

Μετά τις ιδιαίτερες φροντίδες του μπάρμπα Σταύρου, ο λαβωμένος φίλος του έφτασε στο χειρουργείο, όπου χειρουργήθηκε στο βουνό και μετά από λίγες μέρες μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο για να αναρρώσει. Στο νοσοκομείο ο παππούς πρέπει να κάθισε περίπου 2 ή 3 μήνες. Μετά, αφού πήρε αναρρωτική άδεια, επέστρεψε στο χωριό μας, την Κάτω Κώμη Κοζάνης, όπου τον περίμενε η γυναίκα του με τις τρεις πρώτες κόρες του.

Στο χωριό ο παππούς έζησε την υπόλοιπη ζωή του έως τον Ιούνιο του 2005 αφού απέκτησε 8 παιδιά 22 εγγόνια και 30 δισέγγονα.

Πηγή: Όμικρον

2 σχόλια:

meta είπε...

Συγκινητική ιστορία Γλυκερία μου. Και πόσες ακόμα ιστορίες απλών ανθρώπων που πολέμησαν για την ελευθερία μας και δε θα τις μάθουμε ποτέ...
Ας είναι καλά όσοι ακόμα ζουν και ας είναι αιωνία η μνήμη αυτών που "έφυγαν".

Καραβάκι είπε...

Μεταξία μου η δική μας γενιά έχει ακόμη αναμνήσεις από τούτον τον πόλεμο.Μας τον αφηγήθηκαν οι παππούδες μας.Που βρέθηκαν πάνω στα χιονισμένα βουνά να πολεμούν για μια πατρίδα που στις μέρες μας έχει πάρει μια γομολάστιχα και σβήνει τα πάντα.Από το μυαλό,την καρδιά και τις συνειδήσεις μας.