«Νιάημερος», η ετήσια εμποροπανήγυρη της Κοζάνης που κορυφώνεται την πρώτη Τρίτη κάθε Οκτωβρίου και διαρκούσε παλαιότερα εννιά μέρες. Στο γεγονός αυτό οφείλεται το όνομά του. Εννιά μέρες = εννιαήμερο = νιάμερο = νιάημερος.
Επί Τουρκοκρατίας ήταν συνέχεια των εμποροπανηγύρεων της Λάρισας, του Τιρνάβου, της Ελασσόνας και των Σερβίων. Μετά την Κοζάνη οι εμποροπανηγύρεις συνεχιζόταν στην Πτολεμαΐδα, το Αμύνταιο και κατέληγαν στο Μοναστήρι και την Οχρίδα.
Όπως μαρτυρεί η ετυμολογία της λέξης «εμποροπανήγυρις» πρόκειται για εμπόριο και πανηγύρι, παζάρι και γλέντι δηλαδή και πάντοτε σχετίζονταν με θρησκευτικές γιορτές. Σε μία εποχή που δεν υπήρχαν δρόμοι, με μεταφορικά μέσα τα μουλάρια και τα κάρα, κουβαλούσαν τα είδη που διέθεταν στα κεφαλοχώρια της περιοχής, για να τα πουλήσουν ή να τα ανταλλάξουν με άλλα είδη προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον δύσκολο χειμώνα που κατέφθανε.
Ιστορικά
Στην Αρχαιότητα γιορτάζονταν τα «Δημήτρια», προς τιμήν της θεάς Δήμητρας, προστάτιδας της γεωργίας, προς τα τέλη Σεπτεμβρίου (Βοηδρωμίων) για να την ευχαριστήσουν για τη σοδειά που τους χάρισε αλλά και να την παρακαλέσουν να ευλογήσει την καινούρια τους σπορά.
Στα Βυζαντινά χρόνια ξανασυναντάμε τον γιορτασμό των Δημητρίων που είχαν την μορφή που περιγράψαμε (εμπόριο αγαθών και ζώων και διασκέδαση) και γίνονταν το προηγούμενο δεκαπενθήμερο της γιορτής του Αγίου Δημητρίου για να τιμήσουν τον Άγιο.
Επί τουρκοκρατίας οι κατακτητές έδωσαν ορισμένα προνόμια στους ραγιάδες. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και οι εμποροπανηγύρεις διότι κατάλαβαν πόσο δύσκολη ήταν η ζωή κατά τους χειμωνιάτικους μήνες στα χωριά και πως οι κάτοικοί τους είχαν την ανάγκη προμήθειας διαφόρων εφοδίων.
Στην Κοζάνη δεν είναι γνωστό πότε ξεκίνησε «ο νιάημερος», αλλά, γινόταν στο πάρκο του Αγίου Δημητρίου διότι εκεί υπήρχαν κελιά μοναστηριού και μπορούσαν να φυλαχτούν οι χωρικοί, όπως καταγράφει ο Καλλινδέρης. Σίγουρα, όμως, ξεκίνησαν κατά τα τέλη του 17ου αιώνα ή στις αρχές του 18ου.
Η πιο πρόσφατη μαρτυρία για το «νιάημερο» που μπόρεσα να βρω είναι ένα έγγραφο/άδεια του 1856 του μπέη της περιοχής που καθόριζε να γίνει ο «νιάημερος» στο χώρο του Μισκιάθκου (Πλ. Λασσάνη), ίσως γιατί εκεί γύρω βρίσκονταν πολλά χάνια και πιο κάτω (προς τον Σιδηροδρομικό σταθμό) πολλοί ανοιχτοί χώροι.
Οι χωρικοί της γύρω αλλά και πιο μακρινής περιοχής μετέφεραν την πραμάτεια τους και «έπιαναν» ένα μέρος για να την εκθέσουν. Λίγο πιο κάτω, λειτουργούσε η «ζωοπανήγυρις».
Οι Κοζανίτες έμποροι είχαν πάντα τα καλύτερα μέρη για να εκθέσουν τα εμπορεύματα που κουβαλούσαν με τα καραβάνια από την Ευρώπη και δίπλα τους άπλωναν τα δημιουργήματά τους οι Κοζανίτες τεχνίτες. Εκεί πωλούνταν καθρέπτες, σερβίτσια, μεταξωτά… αλλά και γκιούμια, καζάνια, σαμάρια, κουδούνια, υφαντά, βαρέλια, γκιούμια, τσουκάλια...
Οι πεδινοί, παραδίπλα, έφερναν και πωλούσαν σιτάρια, καλαμπόκι, όσπρια, αλεύρι, υφαντά, κρασιά, ενώ οι κτηνοτρόφοι μπάτζιο, κεφαλοτύρια, μαλλιά και βελέντζες (φλοκάτες).
Επειδή η χωρικοί δεν είχαν χρήματα υπήρχε το καθεστώς της ανταλλαξιμότητας. Δηλαδή με ένα γρόσι αγόραζες π.χ. μία οκά μπάτζιο ή 5 οκάδες σιτάρι, η 2 οκάδες κρασί.
Επειδή δεν υπήρχαν ζυγαριές, στο νιάημερο υπήρχαν και 2-3 κανταρτζήδες για να ζυγίζουν τα διάφορα προϊόντα. Στις δικαιοπραξίες αυτές σημειώνονταν πάρα πολλές παρεξηγήσεις και για την τήρηση της τάξης περιπολούσαν τα καρακόλια (χωροφύλακες). Όταν δεν μπορούσε να βρεθεί άκρη μεταξύ τους τη λύση την έδινε ο κατής.
Πιο κάτω λειτουργούσε η ζωοπανήγυρις . Στο χώρο αυτό παρουσιάζονταν προς πώληση ή ανταλλαγή άλογα, μουλάρια, γάιδαροι, προβατίνες, κότες και κοκόρια και ότι άλλο ζώο ήθελες να βρεις εκτός από γουρούνια γιατί το απαγόρευαν οι Τούρκοι κατακτητές. Κι εδώ ίσχυε το ίδιο σύστημα αγοραπωλησίας. Ο κάθε ένας αξιολογούσε το άλογό του και ζητούσε γι αυτό 2 ή 3 μουλάρια ή 5 γαϊδουράκια ή τόσα (π.χ. 1.000 γρόσια). Άρχιζε το παζάρεμα, επέστρεφαν και ξαναεπέστρεφαν οι ενδιαφερόμενοι επί πολλές μέρες και στο τέλος όλοι έφευγαν ικανοποιημένοι.
Ο ήλιος έπεφτε… Ο κόσμος αραίωνε… Οι πραματευτάδες σκέπαζαν την πραμάτεια τους και κατάκοποι κατάφευγαν στα γύρω χάνια.
Εκεί τους περίμενε η θαλπωρή του τζακιού, ζεστό φαγητό και η διασκέδαση. Εκεί το έδιναν να καταλάβει. Κλαρίνα, άφθονο κρασί, «καλά» κορίτσια…
Και η ιστορία επαναλαμβάνονταν μέχρι την πρώτη Τρίτη του Οκτωβρίου.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Νιάημερος κάπως έτσι λειτουργούσε με λίγες διαφορές.
Προστέθηκε το σώου:
Τσαντίρι με την «Ακέφαλο Κεφαλή», τον «Γύρο του θανάτου», «Δεν είναι βόας δεν είναι κροταλίας» και χίλια δύο άλλα σκαρφίσματα. Δίπλα τους τα σκοπευτήρια, οι πάπιες, οι κρίκοι κλπ. με αντάλλαγμα στο νικητή ένα μπουκάλι κρασί ή το πολύ DEMESTICA.
Προστέθηκε η διασκέδαση για τα παιδιά: ο «Κουκουρίνος», με τα περιστρεφόμενα αλογάκια του και κατόπιν αμαξάκια του, οι κούνιες, το κανονάκι…
Και σε έναν τόπο που έσφυζε κυρίως από μικρά παιδιά ήταν αδύνατον να μη τον μυριστούν οι κάθε λογής πραματευτάδες που έστηναν μπάγκους με κάθε λογής ευτελή παιχνίδια για τα παιδιά!
Ήταν αδιανόητο για κάποιο γονέα, παππού, νονό κλπ. να μην αγοράσει κάτι τις για το παιδί… Μέχρι και βατραχάκια, ροκάνες και σφυρίχτρες αγόραζαν γι αυτά!…
Κατασκονισμένοι, κατάκοποι, ζαλισμένοι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Εκεί τους περίμενε ο «Νιαϊμεριώτκους Χαλβάς» που είχε κάνει η γιαγιά. Όσοι δεν είχαν τέτοια τύχη αγόραζαν από τον Δαβάνη, το Βυζάντιο, τον Λάκκα, τον Χατζημανώλη, τον Κρίνο και όλα τα άλλα ζαχαροπλαστεία της κεντρικής πλατείας που εκείνη τη μέρα μόνο χαλβά πωλούσαν!
Όλα όσα περιέγραψα περιληπτικά ανήκουν σε μία άλλη εποχή…Όπως μαρτυρεί η ετυμολογία της λέξης «εμποροπανήγυρις» πρόκειται για εμπόριο και πανηγύρι, παζάρι και γλέντι δηλαδή και πάντοτε σχετίζονταν με θρησκευτικές γιορτές. Σε μία εποχή που δεν υπήρχαν δρόμοι, με μεταφορικά μέσα τα μουλάρια και τα κάρα, κουβαλούσαν τα είδη που διέθεταν στα κεφαλοχώρια της περιοχής, για να τα πουλήσουν ή να τα ανταλλάξουν με άλλα είδη προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον δύσκολο χειμώνα που κατέφθανε.
Ιστορικά
Στην Αρχαιότητα γιορτάζονταν τα «Δημήτρια», προς τιμήν της θεάς Δήμητρας, προστάτιδας της γεωργίας, προς τα τέλη Σεπτεμβρίου (Βοηδρωμίων) για να την ευχαριστήσουν για τη σοδειά που τους χάρισε αλλά και να την παρακαλέσουν να ευλογήσει την καινούρια τους σπορά.
Στα Βυζαντινά χρόνια ξανασυναντάμε τον γιορτασμό των Δημητρίων που είχαν την μορφή που περιγράψαμε (εμπόριο αγαθών και ζώων και διασκέδαση) και γίνονταν το προηγούμενο δεκαπενθήμερο της γιορτής του Αγίου Δημητρίου για να τιμήσουν τον Άγιο.
Επί τουρκοκρατίας οι κατακτητές έδωσαν ορισμένα προνόμια στους ραγιάδες. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και οι εμποροπανηγύρεις διότι κατάλαβαν πόσο δύσκολη ήταν η ζωή κατά τους χειμωνιάτικους μήνες στα χωριά και πως οι κάτοικοί τους είχαν την ανάγκη προμήθειας διαφόρων εφοδίων.
Στην Κοζάνη δεν είναι γνωστό πότε ξεκίνησε «ο νιάημερος», αλλά, γινόταν στο πάρκο του Αγίου Δημητρίου διότι εκεί υπήρχαν κελιά μοναστηριού και μπορούσαν να φυλαχτούν οι χωρικοί, όπως καταγράφει ο Καλλινδέρης. Σίγουρα, όμως, ξεκίνησαν κατά τα τέλη του 17ου αιώνα ή στις αρχές του 18ου.
Η πιο πρόσφατη μαρτυρία για το «νιάημερο» που μπόρεσα να βρω είναι ένα έγγραφο/άδεια του 1856 του μπέη της περιοχής που καθόριζε να γίνει ο «νιάημερος» στο χώρο του Μισκιάθκου (Πλ. Λασσάνη), ίσως γιατί εκεί γύρω βρίσκονταν πολλά χάνια και πιο κάτω (προς τον Σιδηροδρομικό σταθμό) πολλοί ανοιχτοί χώροι.
Οι χωρικοί της γύρω αλλά και πιο μακρινής περιοχής μετέφεραν την πραμάτεια τους και «έπιαναν» ένα μέρος για να την εκθέσουν. Λίγο πιο κάτω, λειτουργούσε η «ζωοπανήγυρις».
Οι Κοζανίτες έμποροι είχαν πάντα τα καλύτερα μέρη για να εκθέσουν τα εμπορεύματα που κουβαλούσαν με τα καραβάνια από την Ευρώπη και δίπλα τους άπλωναν τα δημιουργήματά τους οι Κοζανίτες τεχνίτες. Εκεί πωλούνταν καθρέπτες, σερβίτσια, μεταξωτά… αλλά και γκιούμια, καζάνια, σαμάρια, κουδούνια, υφαντά, βαρέλια, γκιούμια, τσουκάλια...
Οι πεδινοί, παραδίπλα, έφερναν και πωλούσαν σιτάρια, καλαμπόκι, όσπρια, αλεύρι, υφαντά, κρασιά, ενώ οι κτηνοτρόφοι μπάτζιο, κεφαλοτύρια, μαλλιά και βελέντζες (φλοκάτες).
Επειδή η χωρικοί δεν είχαν χρήματα υπήρχε το καθεστώς της ανταλλαξιμότητας. Δηλαδή με ένα γρόσι αγόραζες π.χ. μία οκά μπάτζιο ή 5 οκάδες σιτάρι, η 2 οκάδες κρασί.
Επειδή δεν υπήρχαν ζυγαριές, στο νιάημερο υπήρχαν και 2-3 κανταρτζήδες για να ζυγίζουν τα διάφορα προϊόντα. Στις δικαιοπραξίες αυτές σημειώνονταν πάρα πολλές παρεξηγήσεις και για την τήρηση της τάξης περιπολούσαν τα καρακόλια (χωροφύλακες). Όταν δεν μπορούσε να βρεθεί άκρη μεταξύ τους τη λύση την έδινε ο κατής.
Πιο κάτω λειτουργούσε η ζωοπανήγυρις . Στο χώρο αυτό παρουσιάζονταν προς πώληση ή ανταλλαγή άλογα, μουλάρια, γάιδαροι, προβατίνες, κότες και κοκόρια και ότι άλλο ζώο ήθελες να βρεις εκτός από γουρούνια γιατί το απαγόρευαν οι Τούρκοι κατακτητές. Κι εδώ ίσχυε το ίδιο σύστημα αγοραπωλησίας. Ο κάθε ένας αξιολογούσε το άλογό του και ζητούσε γι αυτό 2 ή 3 μουλάρια ή 5 γαϊδουράκια ή τόσα (π.χ. 1.000 γρόσια). Άρχιζε το παζάρεμα, επέστρεφαν και ξαναεπέστρεφαν οι ενδιαφερόμενοι επί πολλές μέρες και στο τέλος όλοι έφευγαν ικανοποιημένοι.
Ο ήλιος έπεφτε… Ο κόσμος αραίωνε… Οι πραματευτάδες σκέπαζαν την πραμάτεια τους και κατάκοποι κατάφευγαν στα γύρω χάνια.
Εκεί τους περίμενε η θαλπωρή του τζακιού, ζεστό φαγητό και η διασκέδαση. Εκεί το έδιναν να καταλάβει. Κλαρίνα, άφθονο κρασί, «καλά» κορίτσια…
Και η ιστορία επαναλαμβάνονταν μέχρι την πρώτη Τρίτη του Οκτωβρίου.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Νιάημερος κάπως έτσι λειτουργούσε με λίγες διαφορές.
Προστέθηκε το σώου:
Τσαντίρι με την «Ακέφαλο Κεφαλή», τον «Γύρο του θανάτου», «Δεν είναι βόας δεν είναι κροταλίας» και χίλια δύο άλλα σκαρφίσματα. Δίπλα τους τα σκοπευτήρια, οι πάπιες, οι κρίκοι κλπ. με αντάλλαγμα στο νικητή ένα μπουκάλι κρασί ή το πολύ DEMESTICA.
Προστέθηκε η διασκέδαση για τα παιδιά: ο «Κουκουρίνος», με τα περιστρεφόμενα αλογάκια του και κατόπιν αμαξάκια του, οι κούνιες, το κανονάκι…
Και σε έναν τόπο που έσφυζε κυρίως από μικρά παιδιά ήταν αδύνατον να μη τον μυριστούν οι κάθε λογής πραματευτάδες που έστηναν μπάγκους με κάθε λογής ευτελή παιχνίδια για τα παιδιά!
Ήταν αδιανόητο για κάποιο γονέα, παππού, νονό κλπ. να μην αγοράσει κάτι τις για το παιδί… Μέχρι και βατραχάκια, ροκάνες και σφυρίχτρες αγόραζαν γι αυτά!…
Κατασκονισμένοι, κατάκοποι, ζαλισμένοι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Εκεί τους περίμενε ο «Νιαϊμεριώτκους Χαλβάς» που είχε κάνει η γιαγιά. Όσοι δεν είχαν τέτοια τύχη αγόραζαν από τον Δαβάνη, το Βυζάντιο, τον Λάκκα, τον Χατζημανώλη, τον Κρίνο και όλα τα άλλα ζαχαροπλαστεία της κεντρικής πλατείας που εκείνη τη μέρα μόνο χαλβά πωλούσαν!
Η κατάσταση εδώ και 20 χρόνια περίπου έχει αλλάξει. Ο χώρος του «νιάημερου» βρίσκεται στα βόρεια της Κοζάνης και εκτός από τον κύριο χώρο καταλαμβάνει τον δρόμο από το «Κλιούγκι» και πάνω μέχρι σχεδόν την Νομαρχία και όλη την οδό Μοναστηρίου.
Στον κυρίως χώρο:
Δυτικά λειτουργεί Λούνα Παρκ και στα Ανατολικά του είναι στημένες πάμπολλες αυτοσχέδιες ψησταριές που πωλούν κυρίως λουκάνικα. Παραδίπλα θα μπορέσετε να αγοράσετε «μαλλί της γριάς» ή «Χαλβά Φαρσάλων» από τα Τρίκαλα…
Πιο δίπλα θα βρείτε από cd μέχρι χαλιά, από παιχνίδια και κομποσχίνια μέχρι Αφρικάνικα ειδώλια και γκλίτσες! Ότι φανταστεί ο νου σας από κάθε είδους πραματευτάδες. Κοζανιώτες, βλάχους, αθίγγανους, Αφρικανούς, Ρωσσοπόντιους, αεριτζήδες ακόμη και καλόγερους!!!
Φεύγοντας προς τα Νότια ή Ανατολικά θα συναντήσετε στο δρόμο εκατοντάδες κιόσκια που πωλούν ό,τι πιο απίθανο!
Τελικά ο «Νιάημερος» που είναι ουσιαστικά «Τετραήμερος» εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο ζωντανά δρώμενα της Κοζάνης μετά, βεβαίως, το δωδεκαήμερο της Αποκριάς, που οι κάτοικοι της Κοζάνης και της περιοχής της τον περιμένουν ανυπόμονα κάθε χρόνο.
Χαλβάς Νιαϊμιριώτκους
Υλικά:
· 100 – 150 γραμμάρια άσπρα (ξεφλουδισμένα) αμύγδαλα, χωρισμένα στα δύο
· ένα – δύο φιαλίδια σκόνης βανίλια
· μία κούπα λιωμένο αγνό βούτυρο
· δύο κούπες νισεστέ (άμυλο αραβοσίτου)
· τέσσερις κούπες ζάχαρη
· οκτώ κούπες νερό.
Εκτέλεση:
Σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε όλα τα υλικά εκτός από το βούτυρο. Σε δυνατή φωτιά τα ανακατεύουμε συνεχώς για να μην «κολλήσουν». Στην αρχή το μείγμα μοιάζει σα να ανακατεύουμε γάλα με αμύγδαλα, αλλά σε 10 με 15 λεπτά βλέπουμε το μείγμα να πήζει οπότε αρχίζομε να ρίχνουμε στα τοιχώματα του κατσαρολιού το λιωμένο βούτυρο, ανακατεύοντας συνεχώς και μέχρι να πάρει το επιθυμητό χρώμα (σκούρου μελιού).
Το αποσύρουμε από τη φωτιά και το αναποδογυρίζουμε σε ένα ταψί ανάλογα με την ποσότητα. Το βάζουμε για 20 λεπτά σε προθερμασμένο φούρνο στους 200 βαθμούς Κελσίου. Όπως είναι ζεστό σκορπούμε άχνη ζάχαρη για να συμπληρωθεί η κρούστα.
* Υπενθύμιση...
Είναι ζόρικη δουλειά. Θα σας «πιαστεί» το χέρι… Εκτός αυτού, απαραίτητα είναι τα γάντια γιατί στο τέλος πιτσιλάει.
Στοιχίζει γύρω στα 5 e και κάνετε 3 κιλά χαλβά και δεν αγοράζετε από τά "σαργκιά" στο Νιάημερο προς € 10 το kg...
Αν βαριέστε όμως… κοντά είναι και το «Βυζάντιον» και δεν του κάνω διαφήμιση γιατί είναι το μοναδικό ζαχαροπλαστείο που έχει χαλβά «Νιαϊμιριώτκου» όλο το χρόνο.
4 σχόλια:
Εγώ θα πάρω τον χαλβά που τρελλένομαι γι'αυτόν και θα πάω στη γωνία να τον φάω.
Θα σας παρακολουθώ από μακριά σε αυτή την γιορτή.
Κάντε ότι θέλετε αλλά μην μου ζητήσετε κανα κομματάκι, δεν δίνωωωωωωωωωωωωωωωωω.........
:)))))))))))))))))))))))))))))
Καλή σου μέρα χαμένο από την blogoσφαιρα κοριτσάκι.
Πολλά φιλιά.
Σαββινάκι και τη δική μου μερίδα πάρε μιας κι εμένα δεν με ενθουσιάζει αυτός ο χαλβάς.Προτιμώ τον σιμιγδαλένιο.
Χάθηκα ε; Mάλλον γιατί θέλω ηρεμία... Φιλάκια πολλά!Καλό βράδυ!
Φοβερή ανάρτηση, λαογραφικότατη!
Γεωγραφικά απέχω πολύ, αλλά αν βρεθώ κάποτε προς εκείνα τα μέρη με χαρά θα έρθω στο "Νιάημερο" να ψωνίσω... τι από όλα τα καλά να αγοράω άραγε;
Ευρώ δέχονται ή μόνο γρόσσια;
:-)
Idom
Idom και γρόσσια δέχονται!Η οικονομική κρίση σιγά σιγά θα ξαναβγάλει στο προσκήνιο αγορές άλλων εποχών. Έχει τόσα πράγματα περίεργα στο Νιάημερο που είναι αδύνατο να φύγει κάποιος δίχως να αγοράσει κάτι.Συνήθως όλοι είναι φορτωμένοι κατηφορίζοντας στην πόλη.Πόσο μακρυά είσαι κι εσύ πια γεωγραφικά;Mην πεις Αυστραλία... θα πάθω εγκεφαλικό!Την καλησπέρα μου!
Δημοσίευση σχολίου