Θέλω να βάλω αντηλιακή κρέμα κι επειδή είναι νύχτα, δεν με αφήνουν.
Κλαίω. Μου έχουν πει ότι αντηλιακό βάζουμε μόνο τη μέρα για να προστατευόμαστε απ' τον ήλιο, αλλά εγώ δεν τους ακούω. Απ' το σκοτάδι δεν προστατεύεσαι δηλαδή; Τα εγκαύματα που αφήνουν οι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνα. Το σκοτάδι τους με κάνει και τρέμω. Το βγάζουν από τις τσέπες τους κι εγώ κρυώνω. Ο ήλιος δεν φταίει. Είναι καλός. Τον αγαπάω γιατί κάνει τις παραλίες να κολυμπούν.
Μου αρέσει να ζωγραφίζω στο χαρτί, να τρώω παγωτό φράουλα και να παίζω με τις ακτίνες του ήλιου που γλυστράνε ανάμμεσα στα δάχτυλα μου. Και όλο μου λένε μη. Φωνάζουν μέσα στα αυτιά μου σαν τις μηχανές των αεροπλάνων. Όμως, δεν ξέρουν να πετούν. Νομίζω ότι όταν μεγαλώσω θα κολλήσω αυτή την αρρώστια που έχουν και τη λένε μετριότητα. Δεν θέλω να μεγαλώσω. Θέλω να πάω στην Αριστοτέλους και να βγάζω από τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι. Όχι σκοτάδι. Να παίζω κλέφτες κι αστυνόμους με την Αργυρώ και αρχηγός να είμαι εγώ.
Μια μέρα είδα το φεγγάρι να κολυμπάει στον ουρανό. Δεν φορούσε μπρατσάκια - θα είχε μεγαλώσει. Είχε άσπρες, φωτεινές βλεφαρίδες. Είπα στον μπαμπά μου να μου το φέρει σπίτι να παίξουμε, αλλά δεν γινόταν. Δεν είχαμε σκάλα. Μίλησα λίγο με τα δαχτυλάκια μου που θέλανε να πάνε στην παιδική χαρά και μετά είδα ένα παπάκι που ήταν τελικά τρία, αλλά τα δύο δεν φαίνονταν γιατί ήταν μαύρα και ήταν σκοτάδι. Δεν είχαν βάλει αντηλιακή κρέμα και κρύωναν. Όταν θα πάω σπίτι μου, θα τα ζωγραφίσω να κοιμούνται στην άμμο.
Τώρα κρατάω τον μαρκαδόρο μου σαν ακόντιο και τον εξαπολύω στο μπλοκ. Σε λίγο η σελίδα θα γεμίσει με νοήματα, αυτή τη λέξη την άκουσα χθες. Δεν ξέρω τι σημαίνει, πάντως οι δικές μου λέξεις είναι από χρώματα. Θυμάμαι όταν βγαίνανε κάτι μεγάλοι καπνοί τεράστιοι, που άκουσα σ' αυτό το χρωματιστό κουτί που έχουμε στο σαλόνι μας, ότι καίγονται τα δάση. Ενας φαλακρός κύριος με γυαλιά είπε ότι φταίνε τα πεύκα και ένας άλλος κύριος χοντρός που φορούσε φούξια γραβάτα είπε ότι φταίει μια αλεπού. Εγώ δεν ξέρω ποιος φταίει, ξέρω όμως ότι κάθε φορά που καίγονται τα δάση γίνεται κάτι που το λένε εκλογές και αυτό πρέπει να είναι κακό πράγμα γιατί συμβαίνει πάντα ύστερα από μεγάλες καταστροφές.
Λένε ότι αυτό γίνεται γιατί έχουμε δημοκρατία. Δηλαδή δημοκρατία είναι να καίνε τα δάση μας μια αλεπού κι ένα πεύκο και μετά να γίνονται εκλογές.
Ευτυχώς που αυτό το χρωματιστό κουτί στο σαλόνι μας έχει κάθε μέρα Μίκυ Μάους και έτσι δεν βαριέμαι. Απλώς, με όλα αυτά που γίνονται δεν θέλω πια να μεγαλώσω. Μου αρέσει να είμαι δύο χρονώ και δύο μηνών. Και να παίζω με τα τουβλάκια μου, χοροπηδώντας κάτω απ' τον ήλιο.
Σαν βατράχι...
Κλαίω. Μου έχουν πει ότι αντηλιακό βάζουμε μόνο τη μέρα για να προστατευόμαστε απ' τον ήλιο, αλλά εγώ δεν τους ακούω. Απ' το σκοτάδι δεν προστατεύεσαι δηλαδή; Τα εγκαύματα που αφήνουν οι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνα. Το σκοτάδι τους με κάνει και τρέμω. Το βγάζουν από τις τσέπες τους κι εγώ κρυώνω. Ο ήλιος δεν φταίει. Είναι καλός. Τον αγαπάω γιατί κάνει τις παραλίες να κολυμπούν.
Μου αρέσει να ζωγραφίζω στο χαρτί, να τρώω παγωτό φράουλα και να παίζω με τις ακτίνες του ήλιου που γλυστράνε ανάμμεσα στα δάχτυλα μου. Και όλο μου λένε μη. Φωνάζουν μέσα στα αυτιά μου σαν τις μηχανές των αεροπλάνων. Όμως, δεν ξέρουν να πετούν. Νομίζω ότι όταν μεγαλώσω θα κολλήσω αυτή την αρρώστια που έχουν και τη λένε μετριότητα. Δεν θέλω να μεγαλώσω. Θέλω να πάω στην Αριστοτέλους και να βγάζω από τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι. Όχι σκοτάδι. Να παίζω κλέφτες κι αστυνόμους με την Αργυρώ και αρχηγός να είμαι εγώ.
Μια μέρα είδα το φεγγάρι να κολυμπάει στον ουρανό. Δεν φορούσε μπρατσάκια - θα είχε μεγαλώσει. Είχε άσπρες, φωτεινές βλεφαρίδες. Είπα στον μπαμπά μου να μου το φέρει σπίτι να παίξουμε, αλλά δεν γινόταν. Δεν είχαμε σκάλα. Μίλησα λίγο με τα δαχτυλάκια μου που θέλανε να πάνε στην παιδική χαρά και μετά είδα ένα παπάκι που ήταν τελικά τρία, αλλά τα δύο δεν φαίνονταν γιατί ήταν μαύρα και ήταν σκοτάδι. Δεν είχαν βάλει αντηλιακή κρέμα και κρύωναν. Όταν θα πάω σπίτι μου, θα τα ζωγραφίσω να κοιμούνται στην άμμο.
Τώρα κρατάω τον μαρκαδόρο μου σαν ακόντιο και τον εξαπολύω στο μπλοκ. Σε λίγο η σελίδα θα γεμίσει με νοήματα, αυτή τη λέξη την άκουσα χθες. Δεν ξέρω τι σημαίνει, πάντως οι δικές μου λέξεις είναι από χρώματα. Θυμάμαι όταν βγαίνανε κάτι μεγάλοι καπνοί τεράστιοι, που άκουσα σ' αυτό το χρωματιστό κουτί που έχουμε στο σαλόνι μας, ότι καίγονται τα δάση. Ενας φαλακρός κύριος με γυαλιά είπε ότι φταίνε τα πεύκα και ένας άλλος κύριος χοντρός που φορούσε φούξια γραβάτα είπε ότι φταίει μια αλεπού. Εγώ δεν ξέρω ποιος φταίει, ξέρω όμως ότι κάθε φορά που καίγονται τα δάση γίνεται κάτι που το λένε εκλογές και αυτό πρέπει να είναι κακό πράγμα γιατί συμβαίνει πάντα ύστερα από μεγάλες καταστροφές.
Λένε ότι αυτό γίνεται γιατί έχουμε δημοκρατία. Δηλαδή δημοκρατία είναι να καίνε τα δάση μας μια αλεπού κι ένα πεύκο και μετά να γίνονται εκλογές.
Ευτυχώς που αυτό το χρωματιστό κουτί στο σαλόνι μας έχει κάθε μέρα Μίκυ Μάους και έτσι δεν βαριέμαι. Απλώς, με όλα αυτά που γίνονται δεν θέλω πια να μεγαλώσω. Μου αρέσει να είμαι δύο χρονώ και δύο μηνών. Και να παίζω με τα τουβλάκια μου, χοροπηδώντας κάτω απ' τον ήλιο.
Σαν βατράχι...
2 σχόλια:
Κι εγω που τον ειχα μυστικο σημαδι.!
Χαλαλι σου.Δεν θα τον κλεβω αλλο πια.
Ουτε εγω βαζω αντιηλιακες κρεμες,
λες γι'αυτο καμμια φορα μαυριζει
η ψυχη μου??
Λες να φταίει το πεπρωμένο για όλα αυτά που συμβαίνουν Αγρίμι;Τα μυστικά σημάδια σιγά σιγά ξεδιπλώνονται μπροστά μας.
ΥΓ. Την ψυχή σου θα σκεπάσω να μην την καίει άλλο ο ήλιος...
Δημοσίευση σχολίου