13/6/08

Ζωή χρωματιστή


Κάπου ανάμεσα στα γερασμένα δέντρα ενός δάσους ζούσαν δυο φιόροι ο Ανάγερτος και η Ευθαλία. Ήταν μεγέθους πολύ μικρού και είχαν ένα κλωνί που το χρώμα του θύμιζε εκείνο της θάλασσας κοντά στα βράχια. Και τέσσερις φορές το χρόνο άλλαζε χροιά των φύλλων τους το κίτρινο. Το χειμώνα έπαιρνε ένα παράξενο διάφανο, το καλοκαίρι γινόταν σχεδόν πορτοκαλένιο, το φθινόπωρο ένα απαλό καφετί. Ενώ την άνοιξη θα τύφλωνε και την πιο έμπειρη μέλισσα το τόσο φούντωμα του. Ζούσαν μόνοι και ολημερίς καταριόταν τα έντομα και τον άνεμο που μακριά έπαιρναν τα παιδιά τους κάθε άνοιξη. Γνώριζαν πως σε γωνιές διάφορες του δάσους είχαν δικά τους παιδιά όμως οι ρίζες δεν τους επέτρεπαν να πάνε να τα βρουν.

Ευθαλία: Πλησιάζει πάλι η άνοιξη και φέτος δεν ξέρω αν θα τ’ αντέξω. Και είναι και τούτα τα μυρμήγκια με την επιμονή τους να κουβαλάνε κάθε λογής πραμάτεια πάνω μου.

Ανάγερτος: Αν είχα χέρια καλή μου θα 'φτιαχνα ένα χωμάτινο σπιτάκι και κανείς μήτε μέλισσα μήτε άνεμος μήτε μέρμηγκας θα τα 'βαζε μαζί σου. Μόνο που έχω ριζώσει εδώ να υπομένω την βολή του καθενός κινούμενου.

Ευθαλία: Όπου να 'ναι θα φανούν και οι μέλισσες έχεις κιτρινίσει τόσο και αυτή τη φορά στο λεω θα κλείσω τα πέταλα μου και ας είναι να σκάσω.

Ανάγερτος: Μη μιλάς έτσι καλή μου δεν είναι άδικος ο Θεός και να δεις που τόσο καιρό μας έχει σε δοκιμή βάλει να δει αν τον πιστεύουμε. Και αυτά που σου 'λεγε πέρσι εκείνη η ακρίδα θαρρώ δεν ήταν ψέματα.

Ευθαλία: Τι; πως είναι σπάνιο τα χρώμα μας και πως σαν εμάς άλλους φιόρους όλο το δάσος δεν έχει, εγώ λεω πως είναι αυτή η ομορφιά μας που μας κάμωσε τέτοια μοίρα.

Ανάγερτος: Ακούμε γλυκιά μου το ξέρω πόσο πονά μα θέλει δύναμη και πίστη το είχε πει και η γριά η δάφνη λίγο πριν την πεθάνει εκείνο τ’ αγριοκάτσικο. Και η δάφνη όμορφη πολύ δεν ήταν, μα γνώση σαν τη δική της μόνο ο πεύκος λενε πως έχει.

Ευθαλία: Αχ η καλή μας η δάφνη θυμάμαι που μας μιλούσε με τις ώρες εκείνες τις καλοκαιρινές βραδιές. Πάντα καλοσυνάτη και με εκείνο το αχνό χαμόγελο. Πόσους μύθους και μαγικά γνώριζε. Πόσο μου έχει λείψει...

Ήταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή η Ευθαλία θυμήθηκε μιαν από τις ιστορίες την γριάς δάφνης.

Ευθαλία: Μόλις τώρα μου ήρθε στο νου, εκείνη η ιστορία της δάφνης με την πεταλούδα που ’χει χίλια χρώματα στο ’να της φτερό και χίλια δυο στο άλλο.

Ανάγερτος: Ναι την θυμάμαι, όχι πως μπορώ να το πιστέψω μόνο που και αλήθεια να είναι θα είναι πολύ μακριά από εδώ αυτή η πεταλούδα.

Η γριά δάφνη τους είχε μιλήσει για μια σπάνιας ομορφιάς και είδους πεταλούδα που έρχεται από μέρη πολύ μακρινά και περνά από το δάσος μια φορά στα δέκα χρόνια . Τους είχε πει πως όποιο λουλούδι διαλέξει για να ξαποστάσει αυτό γεννά χέρια και άνθρωπος γίνεται.

Ευθαλία: Eγώ καλέ μου Ανάγερτε τα υπολόγισα καταπώς η δάφνη είχε πει φέτος πρέπει να περάσει από το δάσος μας. Αχ και να καθόταν πάνω μας Θεέ μου!

Ανάγερτος: Θα πρέπει να την καλοπιάσουμε με τα χρώματά μας να μας διαλέξει όμως δεν την έχουμε ποτέ δει και πως θα την γνωρίσουμε ανάμεσα σε τόσες; Μα πάλι δεν μπορώ να το πιστέψω.

Ευθαλία: Θέλει πίστη θεέ μου θέλει πίστη...

Ενώ οι μέρες περνούσαν η πίστη της Ευθαλίας δυνάμωνε και του Ανάγερτου ίσχνευε. Η άνοιξη είχε φτάσει στο τέλος της και τα χρώματα τους είχαν αρχίσει ήδη να θυμίζουν πορτοκαλί. Και τούτη η πεταλούδα χαρίζει την ζωή λίγο πριν στις αρχές του καλοκαιριού... λίγο πριν πεθάνει.

Ανάγερτος: Έχω στα αλήθεια χρόνια έτσι να σε αντικρίσω με τα πέταλα σου τόσο δοσμένα στον αέρα και το κορμάκι σου τεντωμένο, θαρρώ πως ψήλωσες τούτες τις μέρες. Να 'ξερες πόσο σ’ αγαπώ...

Ευθαλία: Κι εγώ σ’ αγαπώ καλέ μου και σου το λεω πως θα περάσει και θα μας δει, έχουμε χρώμα θαμπωτικό και τα φύλλα μας είναι πολύ απαλά θα είναι βολετό για κείνη να καθίσει πάνω μας.

Ήταν τόσο δυνατή η επιθυμία της Ευθαλίας που είχε ξεχάσει τα παιδιά που ο άνεμος και του δάσους τα έντομα τα ’περνάνε μακριά της. Ίσαμε ένα πρωινό όπου η Ευθαλία κουρασμένη από την έκθεση της προηγούμενης μέρας κοιμόταν απαλά ακουμπισμένη στα φύλλα του Ανάγερτου. Ενώ εκείνος, καθώς χαιρόταν την πρωινή δροσιά που κυλούσε πάνω του, την κοιτούσε...Και σκεφτόταν πως είναι τόσο όμορφη αυτό τον καιρό. Δεν βαστούσε να την δει και πάλι να πικραίνεται σαν το όνειρο θα περνούσε. Την στιγμή που οι πρώτες αχτίδες του ήλιου τρύπωναν μέσα απ’ το κενό της φυλλωσιάς του απέναντι κέδρου και θα ξυπνούσαν την Ευθαλία ο Ανάγερτος ένοιωσε στα πέταλα του ένα φτερούγισμα.

Και τρομαγμένος...

Η Πεταλούδα: Aπό τότε που ξεκίνησα το ταξίδι μου τόσο όμορφο λουλούδι άλλο δεν έχω δει και είπα να καθίσω πάνω σου να ξεκουραστώ. Είμαι πολύ γριά και το καλοκαίρι σχεδόν έφτασε.

Ο Ανάγερτος δεν πρόλαβε να καλημερίσει τον επισκέπτη του όταν ...

Ευθαλία: Μα είναι πάνω σου ...; ! είναι η πεταλούδα με τα χίλια δυο χρώματα στο ένα της φτερό... αυτή είναι ... τόσα χρώματα !

Και καθώς αυτά που γίνονται αμελλητί είναι συχνά και μαγικά η αναπάντεχη μεταμόρφωση έφερε νέα ζωή και θάνατο μαζί ...;. Η μόλις νεκρή πεταλούδα που δεν είχε προλάβει να ξεκουραστεί, μάλλον γιατί έτσι είναι πιο γλυκύς ο θάνατος ,έπεσε του ζευγαριού καταμεσής και ο Ανάγερτος εφόσον με δάχτυλα πια μπορούσε τα γύρω του να αντιληφθεί , ένοιωσε για πρώτη φορά στο δικό του δέρμα ανθρώπινο άγγιγμα τι παει να πει ...;

Αναγερτος: Θεέ μου πόσο μεγάλωσα πόσο ζεστός είμαι ...;

Στα γυμνά του γόνατα έβαλε λοιπόν να καθαρίσει την Ευθαλία του από τα μυρμήγκια και τα άλλα μικρά ζωντανά που σκαρφάλωναν στο κορμάκι της. Ήταν όμορφη της το έλεγε μα εκείνη που να ακούσει, ζώα και φυτά μιλάνε μεταξύ τους μάλλον γιατί ξέρει καλά να τα κρατά τα μυστικά του ο Θεός από τον άνθρωπο. Ήταν μόνος και τώρα τον ενοχλούσαν στων ποδιών τα δάκτυλα τα άγρια χόρτα που παλιά με τις ώρες τα συμβούλευε να "ημερέψουν". Έτσι έβαλε να ψάξει τα παιδιά του κι αφού ούτε από κείνα μιλιά δεν πήρε έκατσε να πεθάνει ανάμεσα στην Ευθαλία του και τα άγρια χόρτα σαν τον πρώτο άνθρωπο που έμαθε την γλώσσα των φυτών και των ζωών.

Όμως θάνατο με τέτοιο γλυκό χαμόγελο κανείς μας δεν έχει ποτέ δει. Τόσο καλά κρυμμένο είναι το μάλλον το μυστικό της ευτυχίας που χρειάζεται κανείς να διώξει την ίδια του την φύση για να το γευθεί έστω μιά φορά...

Γ.Κουτσαντώνης Ανκώνα 1995

Δεν υπάρχουν σχόλια: