27/6/08

O δρόμος της ζωής μου


Καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με προβλήματα, με διλήμματα, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο σοβαρά, τα οποία περιμένουν... τη λύση τους. Τελικά, o τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας, πόσο καταφέρνουμε να δεσμευόμαστε με ένα αληθινό «ναι» ή να αρνιόμαστε με ένα ξεκάθαρο και ευγενικό «όχι» έχει τεράστια σημασία.

Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα να πούμε ένα «ναι» ή ένα «όχι», δηλαδή να τολμήσουμε να δεσμευτούμε εκφράζοντας την αληθινή θέση μας. Γιατί, σ' αυτό το ψυχολογικό «στριπτίζ» όλοι οι φόβοι και οι αδυναμίες μας ξεπηδούν στο προσκήνιο και απαιτούν από εμάς να τους αντικρίσουμε με θάρρος, να τους κατανοήσουμε, να τους αποδεχτούμε.

Το «όχι» είναι σίγουρα μια λέξη που οι περισσότεροι από εμάς ξεστομίζουμε πολύ δύσκολα.
Μήπως, όμως, όταν έχουμε συνηθίσει να λέμε «ναι» στα πάντα κάπου εκεί καιροφυλακτεί και o μεγάλος κίνδυνος να μας καταπιεί το περιβάλλον μας, με αποτέλεσμα να βρεθούμε στο σκοτεινό χώρο της ανυπαρξίας, εκεί όπου έχουν ξεχαστεί και τα δικά μας όνειρα; Ίσως δεν υπάρχει πολυτιμότερη απόκτηση στη σύντομη ζωή μας και -ανήκει μόνο σε κάποιους τολμηρούς και τυχερούς- από αυτή τη διαδρομή, μέσα από την οποία αναγνωρίζουμε, γινόμαστε φίλοι με τα πιο ενδόμυχα «θέλω» μας.
Σύμφωνα με τον Μπαλζάκ, «η ευγένεια συνίσταται στο να υποχωρείς εσύ για να προβληθούν οι άλλοι». Το «ναι», λοιπόν, τίθεται στην υπηρεσία της ευγένειας, της υπακοής, του σεβασμού, ενώ το «όχι» υπηρετεί τα αντίθετά τους.
Είναι αλήθεια πως και η εκπαίδευση προωθεί αυτά τα πρότυπα που μας διδάσκουν να συγκρατούμε τις φυσικές μας τάσεις, υποχρεώνοντας μας να τις τροποποιήσουμε ή να τις αλλάξουμε.
Στην ουσία οι ιδέες μάς προσφέρονται έτοιμες, ενώ μαθαίνουμε ελάχιστα να αναπτύσσουμε το κριτικό μας πνεύμα. Πέρα όμως από τους κοινωνικοεκπαιδευτικούς λόγους, ποιος είναι άραγε o ανθρώπινος φόβος μας που κάνει αυτή τη μικρή λέξη να ξεστομίζεται τόσο δύσκολα;
Μήπως o φόβος ότι οι άλλοι θα μας απορρίψουν είναι η σημαντικότερη αιτία που μας κάνει να διστάζουμε να τους αρνηθούμε κάτι; Αλλάζοντας πολλές όψεις, o φόβος της σύγκρουσης με την «εξουσία» ή τους αγαπημένους μας είναι και o πλέον προφανής.
Μήπως όταν δεν ξέρουμε πότε να λέμε «όχι» σημαίνει ότι δεν ξέρουμε ταυτόχρονα και να λέμε «ναι»;

«Είναι αλήθεια ότι και στις δύο περιπτώσεις», μας διευκρινίζει o Ελβετός ψυχολόγος Μάνουελ Σοχ, «δεν πατάμε πολύ γερά στα πόδια μας, δεν γνωρίζουμε και κυρίως δεν αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, αμφιβάλλουμε για το τι θέλουμε, τι είναι καλό ή κακό για μας. Όταν ανήκουμε στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που έχουν αδύναμη προσωπικότητα, γεγονός που σημαίνει ότι δεν εμπιστευόμαστε την εσωτερική μας σοφία, αλλά κάθε είδους εξουσία (ειδικούς, ψυχολόγους, θρησκείες κ.ά.) -γιατί στο φινάλε ποιος ξέρει καλύτερα από εμάς τι είναι καλύτερο για τον ίδιο μας τον εαυτό;-, είναι πολύ συνηθισμένο να πέφτουμε στην παγίδα της σύγχυσης ή της αμφιβολίας, που μας οδηγεί να ζούμε μια ζωή για τους άλλους, αλλά όχι για τον ίδιο μας τον εαυτό».

«Confusion will be my epitaph» τραγουδούσαν οι King Crimson στη δεκαετία του '70, τότε που τα στερεότυπα και τα κοινωνικά πρότυπα -όπως και τώρα βέβαια- ήταν πολύ ισχυρά, σχεδόν απόλυτα δεσμευτικά.
Είναι δυνατόν, όταν τα κοινωνικά συστήματα γνώσης, προτύπων και αξιών υπαγορεύουν και καθορίζουν τις ανάγκες, τα όνειρα, τα «θέλω» μας και τελικά τη ζωή μας, να μπορούν πάντα να συνταιριάξουν με την εσωτερική «πάστα», από την οποία είμαστε μοναδικά πλασμένοι o καθένας από εμάς; Πώς μπορούμε να ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι ένας αεροναυπηγός o οποίος έφτασε μέχρι την Αμερική για να σπουδάσει, αλλά εργαζόμενος αργότερα στη σκληρή πραγματικότητα της βιομηχανίας όπλων ανακάλυψε ότι η μάταιη πραγματικότητα πρόδωσε τα «θέλω» και μετέτρεψε τη δουλειά του σε καταναγκασμό; Μήπως αυτός ο άνθρωπος θα είναι πιο ευτυχισμένος αν δεχτεί ότι μπορεί να έκανε λάθος και ότι o πράος χαρακτήρας του θα... ανθήσει αν τολμήσει να αφοσιωθεί σε κάποια άλλη «αγάπη» του;
«Φαίνεται», τονίζει o κ. Σοχ, «ότι η επιλογή που καλούνται να κάνουν οι νέοι στην τρυφερή ηλικία των 18-20 ετών για το ποια σχολή θα ακολουθήσουν βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα κοινωνικοοικονομικά κριτήρια κάθε εποχής και όχι στο πολυτιμότερο εχέγγυο που διαθέτει κάθε άνθρωπος για να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή: την πραγμάτωση της φυσικής του κλίσης. Oι άνθρωποι θα έπρεπε να πάρουν τέτοιες σημαντικές αποφάσεις μετά τα 28 τους χρόνια, όταν έχει αρχίσει να ολοκληρώνεται η ανάπτυξη του βιολογικού, του πνευματικού και του συναισθηματικού τους δυναμικού και είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τα ταλέντα τους».

«Το σημαντικότερο», τονίζει o Μάνουελ Σοχ, «δεν είναι μόνο να γνωρίζουμε πότε και γιατί θέλουμε να πούμε "όχι" ή "ναι", αλλά η συνολική στάση που υιοθετούμε σε σχέση με αυτό που δηλώνουμε. Ποια η αξία να πούμε "ναι" σε κάτι που δεν θέλουμε πραγματικά, αν η στάση μας δείχνει περίτρανα όχι, και το ανάποδο; Oι πράξεις μας είναι σίγουρα πιο σημαντικές από τις δηλώσεις μας, γιατί πράττοντας το αντίθετο από αυτό που υποσχόμαστε προκαλούμε πολύ απλά τους άλλους να μη μας εμπιστεύονται. O δρόμος της συνδιαλλαγής που δεν στηρίζεται στην αληθινή έκφραση των αναγκών και επιθυμιών μας δεν περικλείει και την ποιότητα της πραγματικής επικοινωνίας».
Σύμφωνα με τον Μ. Σοχ, όμως, οι εκδοχές των «ναι» που υποδηλώνουν κάτι άλλο μπορεί να είναι ποικίλες. «Όπως το "ναι μεν, αλλά" που είναι η αγαπημένη απάντηση εκείνων που επιθυμούν να παίζουν το ρόλο του θύματος, που έχει πάντα ένα λόγο καλά κρυμμένο στο τσεπάκι, ώστε να μην είναι ποτέ καλά! Εξάλλου, οι καλοί Σαμαρείτες δεν λείπουν και είναι έτοιμοι να αποδείξουν ότι γνωρίζουν καλύτερα από εμάς τι είναι καλύτερο για μας».

Υπάρχει όμως και το «ναι» του οπορτουνισμού. Στηρίζεται στην πολύ κοινότοπη παρατήρηση ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως άσχετα με το αν θα κρατήσουν την υπόσχεσή τους, έχουν την αγάπη και την αποδοχή των άλλων όταν λένε «ναι» αντί για «όχι». Τα «ναι» του οπορτουνισμού μαρτυρούν πάντα μια ανεπτυγμένη αυτοπεποίθηση, που πολλές φορές φτάνει στα όρια της μεγαλομανίας. Και βέβαια όλοι μας γνωρίζουμε τους τύπους που έχουν διαγράψει το «όχι» από το λεξιλόγιό τους από φόβο μήπως πληγώσουν τους άλλους ή φανούν εγωιστές ή τελικά μήπως δεν κατακτήσουν την αναγνώριση και την αγάπη. O ίδιος μηχανισμός όμως μας οδηγεί και στα επιθετικά «όχι», τα οποία δεν είναι πάντα οι εκφραστές μιας ξεκάθαρης άρνησης, ούτε το στίγμα που οριοθετεί μια συγκροτημένη προσωπικότητα. Τα «όχι» από αντίδραση μας θυμίζουν πολλές «επαναστατικοποιημένες» προσωπικότητες που η αντίδραση αποτελεί το λόγο της ύπαρξής τους.

«Η άρνηση για τα μωρά από 18 μηνών μέχρι 2 ετών», μας δηλώνει o Μ. Σοχ, «είναι o φυσιολογικός δρόμος για να ανακαλύψουν το Εγώ τους μέσα από τα δικά τους όρια καθώς και των άλλων. Όταν όμως ως ενήλικοι έχουμε τυποποιήσει αυτή τη συμπεριφορά, σημαίνει ότι ποτέ δεν καταφέραμε να βρούμε ένα θετικό τρόπο για να εκφράζουμε τα όρια και τις επιθυμίες μας και καθηλωθήκαμε στην υποτιθέμενη προστασία που παρέχουν τα αντιδραστικά "όχι". Βέβαια, άλλη λεπτή απόχρωση της ίδιας κατηγορίας αποτελούν οι αντιρρησίες από πεποίθηση. Τα σύννεφα μιας ελαφριάς μελαγχολίας κρύβονται πίσω από τα "όχι" που λέμε επειδή δεν έχουμε όρεξη και δεν μας αρέσει σχεδόν τίποτα".

Πού όμως εντάσσονται τα αγχώδη "όχι"; Μα όταν νομίζουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, να προλάβουμε κάθε κακό που μπορεί να μας βρει, ότι χωρίς εμάς o κόσμος θα καταποντιστεί, τότε δεν μένει χώρος παρά να κρυφτούμε πίσω από την ασπίδα της άρνησης.

Ποια είναι όμως τα εργαλεία που μας βοηθούν στην πραγμάτωση των ονείρων μας; «Η βάση, άρα και η ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης», μας λέει o Μ. Σοχ, «είναι o τρόπος με τον οποίο κάθε άνθρωπος διαχειρίζεται τα συναισθήματα και όχι τις σκέψεις του. Την ίδια στιγμή όλα τα ψυχολογικά μας προβλήματα έχουν αιτία τους φόβους μας, ενώ με τη σειρά τους οι ανθρώπινοι φόβοι γεννούν το 80% των σκέψεών μας. Έτσι λοιπόν, επειδή δεν υπάρχει μεγαλύτερος φόβος από το αν μας αγαπάνε και μας αποδέχονται, οι σκέψεις που περνούν καθημερινά από το μυαλό μας κινούνται γύρω από αυτό το φόβο της απόρριψης. Από πού πηγάζουν οι φόβοι μας; Όλοι οι φόβοι μας είναι η προβολή του παρελθόντος -με άλλα λόγια του Εγώ μας- στα μελλούμενα μας. Εφόσον τα συναισθήματά μας είναι αυτά που κεντρίζουν τις σκέψεις μας, δεν μπορούμε να βρούμε το αληθινό νήμα της ζωής με το μυαλό μας, δηλαδή τις επιθυμίες μας, παρά μόνο με τη φωνή της καρδιάς μας".

Τα συναισθήματα, λοιπόν, είναι o δρόμος για να υπερνικήσουμε τους φόβους μας. Τα συναισθήματά μας δεν δημιουργούνται γιατί συνέβη εκείνο ή το άλλο ούτε γιατί τα θρέψαμε με τις σκέψεις μας. Υπάρχουν επειδή υπάρχει ένα τρίτο επίπεδο συναισθημάτων, το Time therapy, το "κλίμα". Καθένας από εμάς έχει το δικό του "κλίμα".
Και αυτό το τρίτο επίπεδο των συναισθημάτων είναι που αποφασίζει σε ποιες δόσεις τα συναισθήματά μας βγαίνουν κάθε φορά στην επιφάνεια. Υπεύθυνο λοιπόν για το πώς αισθανόμαστε και πώς σκεφτόμαστε είναι αυτό το "κλίμα". Δεν υπάρχει χρώμα, φως στη ζωή του ανθρώπου αν δεν έχει επαφή με το "κλίμα" του.

Τι θα συνέβαινε άραγε αν σταματήσουμε να κάνουμε προβολή του Εγώ μας στο μέλλον; Το 80% των πράξεών μας στηρίζονται στο φόβο μας για το μέλλον. Εκεί που σταματάει η προβολή του παρελθόντος στο μέλλον, ερχόμαστε σε επαφή με το "κλίμα" μας. Τότε το Εγώ και οι σκέψεις μας χάνονται μέσα στην ουσία του "κλίματος". O άνθρωπος ολοκληρώνεται και καταφέρνει να ανακαλύψει και να πραγματοποιήσει τα όνειρά του όταν δεν στηρίζεται ούτε στο παρελθόν -στα βιώματά του- ούτε στο μέλλον -στις επιθυμίες-, αλλά στη... φωνή της καρδιάς του».

Ίσως το σημαντικότερο λιθαράκι που μας οδηγεί στην πραγμάτωση, την ολοκλήρωση της ζωής μας, δεν είναι τόσο να γνωρίζουμε πώς να απορρίπτουμε όποιον και ό,τι μπαίνει εμπόδιο στο δρόμο μας ή στενεύει τους ορίζοντές μας, αλλά να αποδεχόμαστε αυτό που αγγίζει την καρδιά μας.
Η άκρατη άρνηση, δυστυχώς, μεταμορφώνεται πολύ συχνά σε χιονοστιβάδα, που στο πέρασμά της συμπαρασύρει τη βαθύτερη αλήθεια του εαυτού μας και μας κάνει να την ξεχνάμε και να βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε άλλα μονοπάτια εξαιτίας των φόβων και των πιστεύω μας.
Δεν είμαστε λίγοι όσοι αντιμετωπίζουμε σε κάποιες φάσεις της ζωής μας δυσκολίες να νιώσουμε ευτυχισμένοι. Μπορεί να έχουμε μια καλή δουλειά, έναν καλό σύζυγο, ισορροπημένες οικογενειακές σχέσεις και παρ' όλα αυτά να νιώθουμε ότι η ζωτικότητά μας είναι πεσμένη ή ότι οι τάσεις «κατάθλιψης» έχουν γίνει η σκιά μας.

Πόσες φορές δεν έχουμε πει τη φράση «δεν νιώθω ότι είμαι o εαυτός μου»; «Μήπως πίσω από αυτό το φαινομενικά "αναίτιο" ανικανοποίητο συναίσθημα για τη ζωή μας», μας διευκρινίζει o Μ. Σοχ, «ξεπροβάλλει απλώς το ότι δεν ζούμε τη ζωή που εμείς επιλέξαμε, αλλά εκείνη που μας χάραξαν κάποιοι άλλοι - κοινωνικά πρότυπα, δάσκαλοι, γονείς, σύζυγος, παιδιά, φίλοι; Όμως, λέμε "ναι" στη ζωή όταν δεχτούμε την αλήθεια που φωλιάζει μέσα μας, όταν τελικά παραδοθούμε άνευ όρων στα πιο ενδόμυχα όνειρά μας. O δρόμος που θα μας χαρίσει την εσωτερική μας αλήθεια προϋποθέτει να προβάλουμε μερικά τολμηρά "όχι": στις κοινωνικές συμβάσεις, στις προσδοκίες και την προβολή που ασκούν οι άλλοι πάνω μας, στα συστήματα γνώσης και αξιών, στις συνήθειές μας και στις δικλίδες ασφαλείας μας».
Τελικά πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι διάφοροι ανθρώπινοι φόβοι μας είναι αυτοί που μας φρενάρουν.
Θα πετύχουμε; Μήπως αγοράσαμε το σπίτι μας πολύ ακριβά; Θα το μετανιώσουμε; Γιατί να μην το τολμήσουμε; Ποιοι είναι οι πραγματικοί κίνδυνοι - και όχι αυτοί που φτιάχνει το μυαλό μας; Για ένα πράγμα όμως μπορούμε να είμαστε σίγουροι: δεν θα μετανιώσουμε ποτέ για τις στιγμές που είπαμε το μεγάλο «ναι» στη ζωή, ακόμη και στις περιπτώσεις που αποτύχαμε.
Όταν εναρμονιστούμε με τη δυναμική που έχουν τα όνειρά μας, νιώθουμε απίστευτα ζωντανοί. Πώς μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων αν o δρόμος που μας ανοίγεται είναι και o σωστός; Σημασία έχει πως όταν λέμε «ναι» στη φωνή της καρδιάς μας, η κούραση εξαφανίζεται, ενώ το πέπλο της χαράς γίνεται το αγαπημένο μας ρούχο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: