13/11/08

Μπανάνες και λουκουμάδες


Στο μακρύ αγώνα να ξεφύγουμε από το παρελθόν νικήτρια βγαίνει πάντα η νοσταλγία -κι όλο νιώθουμε την ανάγκη να γυρίσουμε πίσω.

Ένα από τα πράγματα που κάνουν τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα είναι η αίσθηση της ισχυρής παρόρμησης, επιθυμίας, λαχτάρας να κατακτήσεις, αποκτήσεις, καταναλώσεις, γευστικώς, διανοητικώς, ή με άλλον δυνατό τρόπο, πράγματα, ιδέες, τροφή ή απολαύσεις παντός είδους. Οι διαφημιστές σήμερα γνωρίζουν κόλπα για την εν μέρει μέθοδο της ισχυροποίησης της επιθυ΅ίας για κατανάλωση, αλλά η πραγματική δύναμη αποδεδειγμένα βρίσκεται στη στέρηση, και κυρίως στην απαγόρευση. Εξανέκαθεν, δόξα τω Θεώ, οι απαγορεύσεις και ο καταναγκασμός ήταν το κύριο πολιτιστικό αγαθό που παρήγαγε η νεότερη Ελλάδα, και με εξαίρεση τις πατάτες του Καποδίστρια ουσιαστικά καμιά άλλη απαγόρευση δεν είχε πρακτικά αποτελέσματα.

Έναν Απρίλη μερικά-αρκετά-πολλά χρόνια πριν, ο Γ.Μ. και ο Α.Μ. βρέθηκαν για ημιεπαγγελματικό ταξίδι στην Ιταλία. Ιταλίδες φίλες ελληνίδας φίλης θα τους φιλοξενούσαν για ένα τριήμερο σ' ένα μικρό ιστορικό και πανέμορφο χωριουδάκι κοντά στην Μπολόνια. Οι ιταλίδες φίλες, δυο έξυπνες και διασκεδαστικές κοπέλες, τους τίμησαν με την παραδοσιακή ιταλική φιλοξενία, τους σεργιάνισαν σε μπαράκια, τους τάισαν του σκασμού με απολαυστικά πιάτα, ανάμεσα στα οποία συμμετείχαν φιλέτα ευνουχισμένου μοσχαριού αλ πέπε βέρντε, ψητά ορτύκια βουτηγμένα σε αρωματικές σάλτσες και διάφορα είδη εύγεστων ζυμαρικών. Ως επιστέγασμα δε της φιλοξενίας υπήρξε και απρογραμμάτιστο, ενθουσιώδες σεξ.

Στο τέλος του αλησμόνητου τριήμερου οι δυο φιλοξενούμενοι βρέθηκαν στην Μπολόνια (όπου ήταν ο τελικός τους προορισμός), καθοδόν προς το επαγγελματικό ραντεβού τους, όταν ξαφνικά και εντελώς απρόσμενα συναπαντήθηκαν με έναν αξιοθαύμαστο πάγκο μπολονέζικου μανάβικου.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Ελλάδα ήταν η χώρα του διωγμού και κατατρεγμού της εισαγόμενης μπανάνας, μια απαγόρευση που κράτησε πολλά χρόνια, χουντικό κατάλοιπο πιο ανθεκτικό από άλλα, που σούρθηκε χρονικά έως ξεφτίλας, με πρόσχημα την προστασία της καλλιέργειας της κρητικής μπανάνας, του πιο χλεμπονιάρικου και αντιπαθούς φρούτου, για το οποίο οι μανάδες έβαζαν μέσο να αγοράσουν -για τη φρουτόκρεμα του μωρού.

Οι δυο φίλοι, εντελώς χορτάτοι μετά το πιο ξέφρενο τριήμερο μεγάλο φαγοπότι της ζωής τους, στάθηκαν εκστατικοί μπροστά στο βωμό της μπανάνας, και η βαθιά ενδόμυχη επιθυμία, η λαχτάρα για τον απαγορευμένο καρπό, πρόβαλε άγρια, επιθετική και ατιθάσευτη.
Για την επόμενη ώρα, ρεζιλοειδώς, εκεί, μπροστά σε κεντρικό δρόμο, αν και ευπρεπώς ενδεδυμένοι, καθιστοί στα σκαλιά κάποιου μνημείου, βρέθηκαν μπουκωμένοι, με ένα τσαμπί άγουρες μπανάνες στο χέρι, να αποτελούν το αντικείμενο απορίας παραξενεμένων ιταλών περαστικών και ανησυχίας για τους αναμένοντές τους στο επαγγελματικό ραντεβού στο οποίο έφτασαν πρησμένοι και καθυστερημένοι.

Παράδοση αργοπορίας

Οι σημερινές μπανάνες μπορώ να σας διαβεβαιώσω προσωπικά δεν έχουν καμιά σχέση με τις μπανάνες εκείνης της σκοτεινής εποχής της μπανανοαπαγόρευσης. Μπορεί να μοιάζουν αλλά δεν έχουν εκείνη την επίγευση της λαχτάρας να τις γευτείς. Αυτό μπορούν να το καταλάβουν καλύτερα όσοι είχαν την τύχη να παραστούν ή να συμμετέχουν στο θέαμα όπου εκατοντάδες ταξιδιώτες, επιστρέφοντες εκ του εξωτερικού μέσα σε παραταγμένα στα σύνορα εκδρομικά πούλμαν, συμμετείχαν σε ένα ομαδικό όργιο μπανανοφαγίας, αφού οι συνοριακοί φρουροί απαγόρευαν στο καταραμένο φρούτο να ακουμπήσει τη φλούδα του σε ελληνικό έδαφος. Έτσι δεν θα 'φτανε ποτέ στο σπίτι «για το παιδί» η σακούλα με τις μπανάνες-σουβενίρ από το εξωτερικό. Μπροστά στο δίλημμα να τις φάνε επιτόπου ή να τις πετάξουν, οι Έλληνες με την ιστορική μνήμη της Κατοχής βαθιά ριζωμένη μέσα τους τις έτρωγαν.
Κοιτάζω τα σημερινά κωλόπαιδα και θυμώνω για την απροθυμία τους να καταλάβουν πόσο σημαντικό είναι που έχουν μπανάνες να κυκλοφορούν ελεύθερες.

Η δεκαετία του '60 ήταν μια παραγωγική δεκαετία για τις χώρες της βαρβαρικής Εσπερίας. Άνθησε η τέχνη, η μόδα κόντυνε τις φούστες, η πολιτική συνείδηση έψαξε ν' αποκτήσει ταυτότητα, συνέβη ένα άγριο ξέσπασμα της επιθυμίας για απελευθέρωση των ποικιλώνυμων δεσμών του μυαλού και του ανθρώπινου σώματος. Η τέχνη, η πολιτική, η επιστήμη, το σεξ διεκδίκησαν νέους ρόλους και τα ντραμς έδωσαν το ρυθμό στη νέα εποχή.

Στην Ελλάδα φυσικά το ρολόι ΅ας πηγαίνει σταθερά μερικά χρόνια πίσω, μια τιμημένη παράδοση αργοπορίας που μας βοηθάει ως Έλληνες να κατανοήσουμε και να εμπεδώσουμε καλύτερα το τι συμβαίνει γύρω μας, να πάρουμε τα μηνύματα των καιρών με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να λάβουμε στη σωστή ώρα τις λάθος αποφάσεις. Και στη θέση του κυρίαρχου μουσικού οργάνου παρέμεινε το μαντολίνο, που ο δάσκαλος μας στο Δημοτικό, ο κύριος Γενιάς, μας έπαιζε αντί για ορθογραφία, δεν ξέρω γιατί.

Ο ορισμός της διασκέδασης

Όσοι είχαν την τύχη ή την ατυχία να γεννηθούν στην ελληνική επαρχία (μερικές δεκαετίες πριν) γνωρίζουν ότι οι απαγορεύσεις ήταν το αγαπημένο σπορ τη εξουσίας: κυβερνητικής, εκκλησιαστικής, σχολικής. Δεν είναι τυχαίο ότι η επαρχία γέννησε τους μαθητές με τις καλύτερες σχολικές επιδόσεις. Ήταν αναπόφευκτο. Ήταν ένας αγώνας επιβίωσης. Διάβαζες για να το σκάσεις όσο μπορούσες νωρίτερα από έναν τόπο-φυλακή που μια άδικη ζωή σού όρισε να εκτίσεις.
Στη δική μας πόλη υπήρχαν κατοχικές συνθήκες. Υπήρχε μια φήμη που έλεγε πως αυτό γίνεται γιατί κρατούσαμε πολύχρονο πένθος για τον αυτόχειρα Καρυωτάκη (ως προς τη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα -κάποιος είχε ξεχάσει να ακυρώσει μια σχετική περί τούτου εγκύκλιο). Οχτώ το βράδυ έπρεπε να έχουμε γυρίσει στο σπίτι. Οι συλληφθέντες εκτελούνταν σχολικά δι' αποβολής και οι κατά συρροή εγκληματίες διά διαγωγής κοσμίας. Εκτός τούτου, οι νέοι έπρεπε να είναι αγρίως κοντοκουρεμένοι και οι νέες σεμνές στη συμπεριφορά και επαρκώς άχαρα ντυμένες.

Η πρέπουσα διασκέδαση ήταν βόλτα στην αγορά ή στην παραλία (αναλόγως της εποχής), πάνω-κάτω, πάνω-κάτω έως εξαντλήσεως, και επιτρεπτά καταστήματα μόνον τα ζαχαροπλαστεία. Δεν θυμάμαι αν υπήρχαν μη επιτρεπόμενα γλυκά, γιατί η δική μου παρέα κατέληγε στον «Σπαγκοραμμένο» για λουκουμάδες, που αναδρομικά τους θυμάμαι σαν τους πιο νόστιμους που έφαγα στη ζωή μου, πράγμα τελικά πολύ παράξενο γιατί σίγουρα δεν μπορεί να ευθύνεται γι' αυτό το νερωμένο τσιγκούνικο μέλι τους. Βεβαίως η εξέλιξη του εμπορίου και της εφηβείας μας μετατόπισε αργότερα στο πολυτελές «Αστόρια» όπου το αγαπημένο μας γλυκό έγινε ο κορμός και το αγαπημένο μας θέαμα τα κορίτσια...
Δεν θα 'θελα να γίνω άδικος όμως. Η λογοτεχνία δεν απαγορευόταν. Απλώς δεν μπορούσες να την αγοράσεις. Οι βιβλιοχαρτοπώλες μας δεν καταλάβαιναν το λόγο να θέλει να αγοράσει κανείς εξωσχολικό βιβλίο, παρόλο που υπήρχαν κάποια ψήγματα νεανικής βιβλιοθήκης, σε Έκτορα Μαλό, κυρίως το «Χωρίς Οικογένεια». Αυτό που τους σύγχυζε πραγματικά ήταν να ζητάς κάτι άλλο εκτός από Εκδόσεις Άγκυρα και Πεχλιβανίδη. Το πρακτορείο εφημερίδων ήταν μια πηγή αγοράς βιβλίων και περιοδικών, αλλά έπρεπε πάντα να περάσεις από την καχυποψία για τις παράξενες συνήθειες που αναπτύσσεις, ενώ ήταν ζωτικής σημασίας να μην τύχει και θεωρηθεί κομμουνιστικό αυτό που θα αγοράσεις.

Η μουσική, από την άλλη, ήταν μια τέχνη που τιμούσαν σε εθνικές επετείους και τις ετήσιες γυμναστικές επιδείξεις, αλλά εκ των υστέρων διαπιστώνω ότι υπήρξε προφανής δόλος απαξίωσής της, γιατί ποτέ οι μουσικοί της φιλαρμονικής μας δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ποιο ακριβώς κομμάτι εκτελούσαν κάθε φορά.
Και βεβαίως οι άλλες τέχνες δεν είχαν γνωστοποιήσει εγκαίρως την ύπαρξή τους, γι' αυτό δεν συμπεριλαμβάνονταν στο μενού. Εκτός από τον κινηματογράφο. Ο οποίος μου δημιούργησε ισχυρές απωθημένες επιθυμίες. Ο κινηματογράφος ήταν απαγορευμένος διά ροπάλου. Περιπολίες καθηγητών επιτηρούσαν κάθε γωνιά της σκοτεινής αίθουσας μην τυχόν και υπάρξουν ριψοκίνδυνοι παραβάτες. Προσωπικώς ριψοκινδύνεψα ανοήτως. Θεώρησα ότι αν φορέσω μια τραγιάσκα του παππού μου, βάλω μια γάζα στο δεξί μου μάτι και κρατάω αθλητική εφημερίδα, κανείς δεν θα με υποψιαστεί σε μια αίθουσα που αν εμφανιζόταν άγνωστο πρόσωπο έκαναν όλοι μεγάλη χαρά για κουτσομπολιό κι ερωτήσεις. Πάντως, ευχαριστώ έστω και καθυστερημένα τον εφημερεύοντα καθηγητή στην αίθουσα, γυμναστή κ. Σαγανά, που με άφησε να δω όλο το έργο και δεν με εξεδίωξε πρόωρα, ως είχε το δικαίωμα. Αλλά το κάρφωμα στο γυμνασιάρχη, κάρφωμα. Μου κόστισε μια τριήμερη αποβολή. «Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες» ήταν το έργο, μια κωμωδία με τον Βιτόριο Γκάσμαν, δεν θυμάμαι πια ούτε καν τι υπόθεση είχε, θυμάμαι μόνο ότι γελούσα με ένα ψεύτικο γέλιο, μέρος της αποτυχημένης μεταμφίεσής μου.
Φυσικά υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Το ισχυρό λόμπι των ιδιοκτητών των δυο αιθουσών της πόλης μας («Γκλόρια» και «Ακταίον») πίεζε ισχυρά και πειστικά για ειδικές σχολικές προβολές. Η επίσημη πολιτεία συνηγορούσε κατά περίπτωση. Ο Τζέιμς Πάρις ήταν ένας έγκριτος παραγωγός και οι ταινίες του με πνεύμα υγιούς εθνικοφροσύνης είχαν την άνωθεν καλή μαρτυρία και υποστήριξη. Ενίοτε η πανουργία τού ενός αιθουσάρχη κατάφερνε να ρίχνει ένα ξεροκόμματο στην περιέργειά μας για τον έξω κόσμο με καμιά ταινία του Έλβις Πρίσλεϋ επειδή ήταν χρωματιστή και αμερικάνικη.

Φυσικά αυτή ήταν μια εποχή που η τηλεόραση ήταν ακόμη στα σπάργανα και η απόκτησή της ειδικό προνόμιο ευκατάστατων νοικοκυριών. Από την άλλη μεριά όλη αυτή η κατάσταση βοηθούσε στη σύσφιγξη των οικογενειακών δεσμών, καθώς τους μακριούς υγρούς χειμώνες η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από την ξυλόσομπα και ξεκαρδιζόμασταν κάθε φορά που έκλανε ο παππούς.

Η ανάγκη του γυρισμού

Έφυγα απ' την πόλη μου πριν από την τελευταία τάξη του Λυκείου, για να προετοιμαστώ στην Αθήνα των φροντιστηρίων για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Ήταν κάτι σαν μετάβαση σε άλλη χώρα. Ήταν μια φυγή που την ονειρευόμουνα, την ευχόμουνα και την προσδοκούσα. Και βίωσα την πρώτη μέρα του ερχομού μου στην πρωτεύουσα με τη ματιά και τη λαχτάρα που κάνει τα πράγματα να φαίνονται πιο σημαντικά, τους ανθρώπους πιο αξιόλογους, τις προσδοκίες να είναι σε απόσταση αναπνοής απ' την επίτευξή τους. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, πολλά πράγματα έχουν απωθηθεί από τη μνήμη μου, άλλα έχουν χαθεί χωρίς να έχουν γράψει καθόλου, και δεν ξέρω για τους άλλους τι γράφει εντός τους ως σημαντικό και τι όχι αλλά τη δική μου πρώτη μέρα στην Αθήνα εκείνο που πραγματικά λαχτάρησα να κάνω ήταν να πάω κινηματογράφο: και πήγα στο «Στούντιο», στην οδό Τρικόρφων τότε, το στενάκι κάθετο στην Γ΄ Σεπτεμβρίου, ένα μυθικό όνομα για μένα που παρακολουθούσα για πολύ καιρό το πρόγραμμά του στην εφημερίδα και γευόμουνα απλώς τους τίτλους από τα έργα που έπαιζε, και είδα μια υπέροχη κωμωδία, το «Όσο έχουμε την υγειά μας» του Πιερ Ετέξ, σπουδαίου κωμικού, στα χνάρια του δασκάλου του Ζακ Τατί, αμίλητου σαν τον Μπάστερ Κήτον, μικρόσωμου κι εκφραστικού στην κίνησή του σαν τον Τσάπλιν, σε ένα έργο που η σιωπή και ο θόρυβος είχαν τη δική τους δημιουργική συμμετοχή, και που...

Είναι ένα έργο που δεν θέλω να ξαναδώ. Φυλάω τη δροσιά της ματιάς του, το εκλεπτυσμένο του χιούμορ σε μια χρονοκάψουλα της μνήμης μου. Οι εποχές μας αλλάζουν: ανακαλύπτω συνέχεια πως πράγματα που με συγκινούσαν έχουν χάσει τη γοητεία τους καθώς βρίσκονται ξέμπαρκα σε νέους καιρούς, σε ένα κόσμο που τρέχει με ηλεκτρονικές ταχύτητες. Η τηλεόραση σκοτώνει αγαπημένες μου παλιές ταινίες. Νιώθω πια πως ανήκουν σ' έναν κόσμο σε αργή κίνηση. Πως πρέπει να ξαναμονταριστούν, να μειωθούν τα πλάνα, να συντομεύσουν οι διάρκειες. Ανακαλύπτω πως κι εγώ γίνομαι και πολύ τεχνολογικός, το ποντίκι του υπολογιστή έγινε προέκταση των δακτύλων μου, με την οθόνη του υπολογιστή μου κοιταζόμαστε ώρες ατελείωτες, κι αυτό κάνει τη δουλειά μου πιο εύκολη, την πληροφόρηση πιο πλήρη και την επικοινωνία πιο άμεση και μειώνει το κόστος ... Και ξαφνικά νοσταλγώ την επιθυμία της απαγορευμένης μπανάνας, των λουκουμάδων, του «Σπαγκοραμμένου», και δεν είναι δίκαιο, τόσα χρονιά αγώνας να ξεφύγω, κι εγώ να νιώθω την ανάγκη να γυρίσω πίσω.

Αϊ σιχτίρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: