18/11/08
Εγώ να δεις!..», «Κι εγώ το ίδιο...
Πόσοι άνθρωποι απ΄ αυτούς που συναντάς στον δρόμο, λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς, και άλλοι που μιλάς μαζί τους στο τηλέφωνο έχουν πραγματικά- και όχι συμβατικά- τη διάθεση να σε ακούσουν κιόλας; Ελάχιστοι, θαρρώ. Να βγουν για λίγο απ΄ τις δικές τους έγνοιες εννοώ και να βυθιστούν στις δικές σου. Οι περισσότεροι πιάνονται από την πρώτη κουβέντα σου, μια νύξη ή πληροφορία που πας να ξεστομίσεις και προτού ολοκληρώσεις σε διακόπτουν- «εγώ να δεις!..», «αμ, εμένα;», «κι εγώ το ίδιο...» πετάγονται για να σου πουν την αντίστοιχη δική τους εμπειρία. Το λίγο το δικό σου, το μισοτελειωμένο, το προσπερνούν ώσπου στο τέλος το ΄χουν ξεχάσει εντελώς.
Κι εσύ που νόμιζες ότι εκείνο το αόριστο «τι κάνεις;» και το «πώς περνάς;» το εννοούσαν κιόλας, διαπιστώνεις ότι δεν ήταν παρά μόνο ένα έναυσμα, μια εισαγωγική ερώτηση για να σου πουν τα δικά τους. Διεκτραγωδούν τις συμφορές τους, περιγράφουν τις αντιδικίες τους, τις εμμονές τους και τις ίντριγκες που εξυφαίνονται συνέχεια εις βάρος τους. (Με την ίδια ακριβώς προπέτεια θα σε υπερκεράσουν και στα ευχάριστα: «αυτοί, να δεις!..»).
Τόση είναι άραγε η ανάγκη των ανθρώπων να μιλήσουν σε κάποιον ή μήπως δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο παρά μόνο ο εαυτός τους; Κι αν δεν πρόκειται για ανασφάλεια ή εγωκεντρισμό, η συμπεριφορά αυτή είναι τουλάχιστον προσβλητική. Και άξεστη εντελώς.
Βέβαια, το χειρότερο είναι να βρεθείς με κάποιον απ΄ αυτούς δίπλα δίπλα σε τραπέζι ή σε καμιά μάζωξη. Δεινοπαθείς. Γιατί το ενάμισι αυτί σου είναι τεντωμένο αλλού και το άλλο μισό, αναγκαστικά, στον παρελκυστικό μονόλογο του διπλανού σου. Πας να ξεφύγεις, του γυρίζεις ελαφρά τον ώμο, αλλά εκείνος επιμένει στα δικά του με τρόπο αυτιστικό.
Πού και πού πετάς κάνα παραπλανητικό «τι λες;», τάχα με απορία· ή «ώστε έτσι, ε;» δήθεν με θαυμασμό, χωρίς ναξέρεις όμως ούτε τι έχει γίνει, ούτε ποιος έκανε σε ποιον και τι. Τα υποκείμενα έχουν μπερδευτεί με τα αντικείμενα, τα ρήματα της ενεργητικής έγιναν μαλλιά κουβάρια με της παθητικής και πια δεν ξεχωρίζεις τους εχθρούς του απ΄ τους φίλους του.
Αλλά δεν έχει και καμία σημασία. Λεπτομέρειες ανούσιες, που έτσι κι αλλιώς η μνήμη σου δεν επρόκειτο ποτέ να συγκρατήσει. Έχει χαλάσει όμως η βραδιά σου κι αν είσαι άνθρωπος που σου αρέσει η παρέα και η καλή κουβέντα, υποφέρεις.
Αντιθέτως, εκείνοι οι άλλοι που σας έλεγα, οι λιγοστοί, σε ακούν προσεκτικά και με ενδιαφέρον. Το βλέμμα τους πέφτει επάνω σου ζεστό με μία περιέργεια ανθρώπινη, σχεδόν λησμονημένη. Τους μιλάς και πιάνεσαι απ΄ τα μάτια τους. Αυτά σου λένε πιο πολλά κι απ΄ τη φωνή τους. Κάποτε κάποτε, σε ρωτούν διακριτικά να καταλάβουν ακόμα περσότερο, να μπουν στο θέμα σου από όλες τις ρωγμές που τα λόγια σου αφήνουν ανοιχτές.
Δεν έχουν, άραγε, προβλήματα αυτοί; Επιτυχίες και χαρές δεν έχουν να σου πουν; Έχουν, και δικό τους πόνο και έγνοιες προσωπικές, σωρό. Αλλά κρατάνε πάντα μέσα τους έναν χώρο αδειανό και για τους άλλους. Κι έρχονται κοντά σου, όποτε τους χρειαστείς και τους φωνάξεις. Δοτικοί, λιτοί και καίριοι. Η σιωπή τους σε στηρίζει πιο πολύ κι από τα λόγια τους.
Αυτούς τους εμπιστεύεσαι και ακουμπάς επάνω τους. Γιατί φαίνεται ότι περισσότερο κι από τη γλώσσα, η ουσιαστική προσέγγιση και η επικοινωνία των ανθρώπων συντελείται μάλλον μέσα από μάτια ανοιχτά και αυτιά στραμμένα προς τον άλλον.
Κι αν καταγράφω αυτά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, είναι γιατί ο βερμπαλισμός- ο τηλεοπτικός, προπάντων- και η χάβρα του τα έχει εξοστρακίσει.
Ας τα μνημονεύουμε λοιπόν καμιά φορά, για να μη λησμονηθούν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου