26/11/08

Μπάμιες ζουμερές και κολυμπητές


Δηλαδή τι θέμα τάχα μπορεί να είναι οι μπάμιες; Κι όμως. Μπορεί να είναι θέμα ευχαρίστησης, δυσφορίας, πειραματισμού, διένεξης, επιθυμίας, παρέας, συμφωνίας, διαφωνίας. Οι δικές μου είναι ομιλητικές. Μπουρ... μπουρ... μπουρ... Είναι άνοιξη, καλοκαίρι και λίγο φθινόπωρο. Το χειμώνα είναι αλλιώς, είναι εις μνήμην. Τις τρως, αλλά το θέμα είναι κάτω από τη γη ως να ξανανθίσει, ως να ξανακελαηδήσει. Ξέρεις τους χρόνους, δε στήνεις αυτί. Αυτό που λείπει, ετοιμάζεται. Μετά είναι ο Μάιος. Κάποτε είναι Μάιος. Είναι ο πρώτος βόμβος στις προσθήκες με τα ζαρζαβατικά. Είναι το ραντεβού. Αυτό που λέμε timing. Αν έχει προηγηθεί κανένας αιφνίδιος παγετός, έχεις επιφυλάξεις. Υποπτεύεσαι θερμοκήπια, εκβιασμένα πράγματα, νοθευμένα μηνύματα. Αν δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, είναι όλα εντάξει.

Εισάγεται δειλά. Μια γλύκα, μια προσδοκία, μια επιφύλαξη. Κάτι αγγίζεις, κάτι μυρίζεις, κάτι τρως, κάτι ακούς. Με τυρί, με ψωμί, με ντοματάκια, όχι πολύ βαριές, να μην κολυμπάνε στο λάδι... Θέλω να κολυμπάνε στο λάδι. Μπάμιες κολυμπημένες, κολυμπητές, ζουμερές, γλιστερές, χυμώδεις, τσιγαρισμένες, μαγειρεμένες, αλατισμένες, πιπεράτες, με κρεμμύδια, με σκορδάκι, με λίγο μαιντανό. Με κοτόπουλο. Αυτό είναι το σωστό. Αυτό είναι το απόγειο.

Αλλά προς στιγμήν αφήνεσαι στη δειλή εισαγωγή γεμάτος εμπιστοσύνη. Το απόγειο θα είναι Ιούλιος, Αύγουστος. Τότε θα είναι, μην τα θέλουμε όλα μονομιάς.

Πιάνεις τις πρώτες λεξούλες. Τις πιάνεις και τις αφήνεις. Είναι η μισοσκισμένη σακούλα στο τραπέζι της κουζίνας, το χέρι, το μαχαίρι, ο μικρός σωρός, πράσινα φιτιλάκια δίπλα στο βράστηρα. Αυτός βράζει. Μες στη φούρια αυτός για τον καφέ, ησυχία! Τον κλείνεις. Τον κλείνεις για να ακούς τις λεξούλες που πληθαίνουν, μπερδεύονται, ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, ζουζουνίζουν, σκάνε, φυσάνε, σφυρίζουν, ετοιμάζουν τη φράση, την πάνε στο σουρωτήρι. Ένα λοφάκι μπάμιες μέσα στο σουρωτήρι, αλάτι και ξύδι για τα σάλια τους. Εγώ ξέρω, στη θέση αυτή ετοιμάζουν το μεγάλο μονόλογο. Εκεί μέσα στο ζεμάτισμα, στο τεχνητό και επιβεβλημένο στράγγισμα, εκεί μέσα που δεν τις πιάνει το μάτι σου, σε μια κορυφαία στιγμή της επεμβάσης σου, εκεί μέσα στο νεροχύτη περιστοιχισμένες από τα άπλυτα, με την απειλή της βρύσης για την τελική ψυχρολουσία. Εγώ ξέρω, που τις έφερα καταχαρουμένος ως εδώ μαζί με το κρασί και το πορτοκάλια. Ο χρόνος σας, ο χρόνος μου, ο κοινός μας χρόνος, το αλάτι μας, το ξύδι μας, ο Ιούλιος μας.

Είναι ομιλητικές. Είναι πράσινες. Με ένα ελαφρύ χνούδι. Ξυπνήσανε χαράματα σε άλλη γη, σε άλλα μέρη και ήρθαν με το αεροπλάνο ως εδώ, με την ψυχή στο στόμα, να κατα-αναλωθούν αυθημερόν, φρέσκιες, ζωντανές απ' το χωράφι στο νεροχύτη, απ' τα χέρια της χανούμισας στα δικά μας χέρια. Στο τσιγάρισμα, στο άναυδο κοτόπουλο, στο ενθουσιασμένο πιάτο. «Δος ημίν σήμερον», αυτό είπα εγώ, αυτό εννοούσα. Μπουρ... μπουρ... μπουρ... Θέλουμε και λίγο φθινόπωρο και λίγο εις μνήμην μετά. Ομιλητικές και άπληστες. Πέρασε και η φακή και τις βάζει φυλακή. Αδύνατον. Θα βγουν από τους φεγγίτες, από τις ραγισματιές, θα πάρουν αεροπλανά, θα κάνουν σκευωρίες, θα φτιάξουν μύθο σαν τους Παλαιοκωσταίους, κι αν ακόμη συλληφθούν ποτέ... ε και τι έγινε; Αυτές είναι το θέμα, το θέμα που ήθελα, που θέλω. Το θέμα που προσπαθώ να φυλακίσω έναν παρατεταμένο Νοέμβριο. Όχι στεγνές Βάσω μου. Κολυμπητές τις θέλω κι όχι ανάλατες. Και τις θέλω τσιγαρισμένες και ζουμερές και τσιμπημένες στο πιπέρι. Στο πιπέρι Ινδίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: