1/11/08
Νοέμβρης... ήρθε ή ήταν όνειρο;
Τακ... τακ.... τακ...
Μέσα στην ησυχία της νυχτιάς κάποιος χτυπούσε την πόρτα μου. Στην αρχή φοβήθηκα. Μετά ξεθάρεψα και πήγα προς τα κει. Ανοίγοντας την αντίκρυσα έναν γεράκο. Φορούσε μια μακρυά μπέρτα. Το κεφάλι του το κάλυπτε μια κουκούλα. Από τις άκρες της πεταγόταν μπερδεμένα τα μακρυά άσπρα του μαλλιά. Και το πρόσωπο του, που κάτι το φώτιζε μέσα στο σκοτάδι, είχε μια μακρυά ολόασπρη γενιάδα. Έμεινα παγωμένη να τον κοιτάζω...
-Μπορώ να περάσω; ρώτησε.
-Ναι φυσικά... απάντησα μουδιασμένα, μα εντελώς αυθόρμητα.
Μπήκε κι αφού μου χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο κατευθύνθηκε προς το τζάκι. Εκεί άφησε το σακούλι του και έτριψε τα χέρια του για να ζεσταθούν. Περίμενα σαστισμένη να δω τι συνέχεια. Ποιος ήταν ο γέροντας; Tι γύρευε τόσο αργά στο σπίτι μου; Από που ερχόταν; Σαν να μάντεψε τις σκέψεις μου γύρισε προς το μέρος μου και είπε με τη ζεστή του φωνή...
-Είμαι ο Νοέμβριος. Έφτασα σήμερα από τη χώρα των Εποχών.
Με γελούσαν τα αυτιά μου. Μάλλον κοιμόμουν και έβλεπα όνειρο. Ποιος Νοέμβριος; Αυτά μόνο στα παραμύθια συμβαίνουν...
- Όχι, μου είπε. Δεν είναι παραμύθι και σου λέω αλήθεια. Απόψε ήταν η σειρά σου να με φιλοξενήσεις. Αλλά έχουμε ώρα να τα πούμε αυτά. Μόνο σταμάτα να φοβάσαι και άφησε την καρδιά σου ελεύθερη. Τότε μόνο θα μπορέσεις να κατάλαβεις...
Παρά την τρομάρα μου προσπάθησα να ακούσω τη συμβουλή του και να αφεθώ κι επιτέλους να ρωτήσω τον παππούλη αν ήθελε ένα ζεστό. Δέχτηκε με χαρά να πιει ένα τσάι. Εγώ με τίποτε πάλι. Μάλλον κάτι με αλκοόλ χρειαζόμουν εκείνη την ώρα.
Αφού βολευτήκαμε δίπλα στο τζάκι εκείνος με το ζεστό τσάι του κι εγώ με ένα λικέρ άρχισε να μου μιλά...
-Κάθε χρόνο την πρώτη μέρα του ερχομού μου διαλέγω κάποιο σπίτι για να με φιλοξενήσει. Βλέπεις, η πρώτη μέρα σε έναν άλλον τόπο μακρυά από την πατρίδα σου, είναι πάντα δύσκολη.
-Και μετά που θα πας παππούλη; τον ρώτησα.
-Μετά κορίτσι μου θα γυρνώ στα δάση, στα βουνά, πάνω απ' τις θάλασσες και πάνω απ' τις λίμνες. Πάνω από ποτάμια και πολιτείες, μεγάλες και μικρές. Εκεί θα είναι το σπίτι μου για 30 μέρες. Μέχρι να φτάσει η ώρα να γυρίσω πάλι στη χώρα των Εποχών.
-Και τι θα κάνεις παππούλη στα δάση, στα βουνά, τις θάλασσες και τα ποτάμια;
-Θα τα προετοιμάζω για το χειμώνα παιδί μου, απάντησε. Θα υπάρχουν μέρες που θα ξυπνάς και θα βλέπεις τον ορίζοντα γκρίζο και θλιμμένο. Άλλοτε με χιόνι και παγωνιά. Και άλλες φορές πάλι με έναν αγέρα να λυσσομανά. Προετοιμάζω την εισόδο της επόμενης εποχής, μου είπε και με κοίταξε στα μάτια.
Μάλλον το λικέρ με είχε ζαλίσει... δεν είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό... ας ξυπνήσω επιτέλους!
-Ξύπνια είσαι παιδί μου. Και με μια κίνηση έπιασε το σακούλι του. Το άνοιξε και έβγαλε πολλές μικρές φωτεινές μπάλες. Με ολοζώντανα χρώματα που έκαναν το δωμάτιο να λάμψει. Ήταν τόσο όμορφες οι μπάλες αυτές! Με υπέροχα χρώματα που ιρίδιζαν και τις έκαναν να μοιάζουν μαγικές.
-Άνοιξε τα χέρια σου, μου είπε. Κι εγώ τα άνοιξα. Πήρε μια άσπρη μπάλα και την άφησε στο χέρι μου. Ένιωσα μια παράξενη ζεστασιά. Ξαφνικά σαν να έγινε έκρηξη η μπάλα χάθηκε και ένιωσα ένα σκίρτημα στην καρδιά μου.
-Η μπάλα αυτή παιδί μου είπε είναι για να έχεις τη δύναμη να αντέχεις το κρύο και το βοριά της Ζωής σου. Για να μπορείς να πορεύεσαι δίχως να σε παρασύρουν.
Στη συνέχεια άφησε μια κατακκόκινη μπάλα στο χέρι μου. Η ίδια έκρηξη, το ίδιο ρίγος στην καρδιά μου.
-Η μπάλα αυτή, είναι για να αντέχεις την βροχή της Ζωής σου. Τα δάκρυα που θα κυλάνε στα μάτια σου να είναι δάκρυα λυτρωτικά, που θα ελαφρώνουν την ψυχή σου και θα την καθαρίζουν. Κι όπως η βροχή ξεπλένει την σκόνη, έτσι και τα δάκρυα σου θα καθαρίζουν την ψυχή σου από ότι την βαραίνει.
Με κοίταξε μου χαμογέλασε κι αμέσως άφησε μια πράσινη μπάλα στο χέρι μου.
-Είναι για τα δέντρα της Ζωής σου. Αυτά που θα σου διδάξουν πως να κάνεις τις δικές σου ρίζες. Πως να τις κρατάς δυνατές και υγιείς. Χωρίς σάπια κομμάτια που θα καταστρέφουν ότι θελήσει να βλαστήσει και να βγάλει λουλούδια και καρπούς. Και μην ξεγελαστείς ποτέ και πεις ότι είναι αργά. Ποτέ δεν είναι αργά παιδί μου, για να φυτέψεις όνειρα κι ελπίδες.
Συνέχισε με μια γαλάζια μπάλα.
-Είναι για τους ανθρώπους της Ζωής σου. Θα περάσουν πολλοί. Λίγοι όμως θα κρατήσουν μια θέση στη καρδιά σου. Κι αυτοί οι άνθρωποι θα μείνουν για πάντα μέσα της. Δεν θα φύγουν ποτέ. Θα είναι σαν μια θάλασσα που δεν έχει αρχή και τελός. Μια θάλασσα ανθρώπινη που θα σου χαρίσει τα λιμάνια που αναζητάς.
Τέλος άφησε στα χέρια μου μια πορτοκαλί μπάλα. Κι αυτή έκανε και τα χέρια μου και την καρδιά μου να καούν. Με ένα κάψιμο που δεν φέρνει πόνο αλλά μόνο χαρά.
-Αυτή η τελευταία μπάλα παιδί μου είναι για τον έρωτα. Αυτόν που ήρθε στη ζωή σου και την άλλαξε. Που την έκανε φωτεινή και λαμπερή. Που σε σταυρώνει αλλά και σε ανασταίνει. Που σε κάνει να καρδιοχτυπάς. Μην τον φοβάσαι παιδί μου. Μπες ολόκληρη μέσα του και θα δεις τι θα πει Ζωή, τι θα πει Άνθρωπος, τι θα πει Ευτυχία. Ζήσε τον με όλο σου το είναι και δώστου τα πάντα. Μη ζητήσεις τίποτα. Μόνο δώσε. Εμπιστέψου τον, και άσε να κρατά το χέρι σου και να προχωρείτε μαζί στα μονοπάτια της Ζωής.
-Ο μήνας που μπήκε παιδί μου θα είναι η αρχή μιας νέας ζωής. Της δικής σου Ζωής... είπε με ένα ήρεμο χαμόγελο και μετά έσβησε μέσα σε μια έκρηξη όπως οι πολύχρωμες μπάλες που μου είχε δώσει...
Έψαξα να τον βρω... δεν μπορεί να εξαφανίστηκε έτσι. Το μόνο που βρήκα ήταν ένα ποτήρι με λικέρ και λίγα απομεινάρια από στάχτη στο τζάκι. Είχα αποκοιμηθεί... καλό μήνα!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου