12/2/09

Όλα τα πρωϊνά του κόσμου


Λένε πως η απόλυτη απομυθοποίηση ενός προσώπου επέρχεται όταν ξυπνάς μαζί του· γιαυτό και η Ζα Ζα Γκαμπόρ ξυπνούσε δύο ώρες πριν τους εραστές της, για να προλαβαίνει να στρώνει την κολλητή τη βλεφαρίδα. Αν αφαιρέσουμε την κολλητή βλεφαρίδα and all that jazz, ταυτίζομαι απόλυτα με την κεντρική ιδέα της ιστορίας αν και κατά βάθος πιστεύω ότι το απόλυτο ξεγύμνωμα και η απομυθοποίηση επέρχεται την πρώτη φορά που θα φας με κάποιον. Αν αντέξω αυτό, αντέχω μετά και την ιδέα να με δει όπως είμαι όταν ξυπνάω. Φοβερό πράγμα η ωραιοπάθεια, μην το ψάχνετε.

Κάπως έτσι είναι και οι πόλεις. Μπορείς να τις ερωτευθείς αν ξενυχτίσεις μαζί τους και το ξημέρωμα σε βρει σ'ενα παγκάκι στην καρδιά τους να μασουλάς ένα "βρώμικο" και με το μάτι θολό από το ουίσκι να προσπαθείς να μετρήσεις τα χρώματα του ορίζοντα μέσα από τις κεραίες στις ταράτσες των πολυκατοικιών. Κινδυνεύεις όμως να τις απομυθοποιήσεις όταν ξυπνάς την ώρα που ξυπνούν κι εκείνες και με το μυαλό φρέσκο από τον ύπνο αρχίζεις να τις περπατάς, να τις αισθάνεσαι στο δέρμα σου, να τις οσφραίνεσαι, να τις κρίνεις.

Ο λόγος που λατρεύω την Αθήνα είναι επειδή δεν με φοβίζει η εικόνα που έχει όταν είναι αγουροξυπνημένη. Έπειτα, όπως όλες οι μεγαλοκοπέλες, έτσι και η Αθήνα, ξέρει όλα τα καλά τα κόλπα. Ένα διαφορετικό χτένισμα, ένα διαφορετικό κραγιόν, ένα διαφορετικό άρωμα και έχεις την ψευδαίσθηση ότι κοιμάσαι με κάποιον άλλον. Άλλη η αίσθηση όταν περπατάς το ξημέρωμα στην παραλιακή, άλλη στη Βαρβακειο, άλλη στο Σύνταγμα, άλλη στα προάστεια. Και είναι αυτή η μία ώρα του ξημερώματος που μοιάζει με το κούρδισμα της ορχήστρας. Για μια ώρα επικρατεί μια ένταση, μια υποφώσκουσα αναστάτωση και μετά, όλα καλά, λες και ανοίγει η αυλαία και η παράσταση αρχίζει.

Δεν ξέρω αν το ξαναείπα αλλα λατρεύω την Αθήνα γιατί είναι μια πόλη που εμπνέει ιστορίες, γεννάει αφηγήσεις και κυρίως γιατί είναι μια πόλη για μεγάλα παιδιά. Ασχετο...αυτή η επιθυμία για ενήλικες καταστάσεις, κάτι υποδηλώνει, σίγουρα αλλά δεν είμαι ακόμα σε θέση να το ψάξω.

Τα πρωϊνά στην εξοχή είναι άλλη φάση. Δεν επιχειρώ καν να περιγράψω τα αισθήματα που μου προκαλούν, δεν ξέρω όλες τις κατάλληλες λέξεις, έτσι κι αλλιώς. Αδυνατώ να περιγράψω τα αισθήματα που μου προκαλεί η μυρωδιά του χώματος, τα κελαϊδίσματα των πουλιών, η θέα των δέντρων. Κάτι τέτοιες στιγμές, μπορώ στο χαλαρό να παρασυρθώ και να πιστέψω ότι υπάρχει Θεός.

Και μετά, είναι το ξημέρωμα στη Θεσσαλονίκη. Είναι η ώρα που συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι σ'ενα μεγάλο χωριό μόνο που περπατάς το ξημέρωμα μέσα στην ομίχλη και σκοντάφτεις συνεχώς σε αόρατα εμπόδια. Είναι οι ψυχές όσων έζησαν εκεί και δεν υπάρχουν πια. Όλοι αυτοί που δημιούργησαν κάποτε το μωσαϊκό μιας πολυπολιτισμικής πόλης. Μετά ανεβαίνει ο ήλιος και εκεί γύρω στις 7 χτυπάει η καμπάνα για τον όρθρο και είναι η στιγμή που το όνειρο χάνεται, είναι η στιγμή της απομυθοποίησης. "Με την πρώτη νότα της χριστιανικής καμπάνας, σκοτώνεται το όνειρο", για να παραφράσω αγρίως τον ποιητή.

Εδώ και μερικές μέρες βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη. Μου έχει λείψει να ξυπνήσω στις 5 και να πάρω τους δρόμους μέσα στο κρύο. Μου έχουν λείψει οι ψυχές "αυτών που ξέρεις πως δεν θα ξαναγυρίσουν" και θα βγω στους δρόμους με την ελπίδα να τους ανταμώσω.

Ευθυμιοπούλου Βίβιαν

Δεν υπάρχουν σχόλια: