16/2/09
Λουκουμάδες με μέλι... και καρύδια
Χτες με φάγανε τα κορίτσια να κάνω λουκουμάδες. Από την Παρασκευή το συζητούσαν. Χίλιες φορές με ρώτησε η Έρη. Ε, δε γινόταν να μην δεν της κάνω τη χάρη. Καμιά φορά με πιάνει το παράπονο... σκέφτομαι ότι ποτέ στη ζωή μου μέχρι τώρα δε βρέθηκε κανείς να κάνει κάτι με την καρδιά του για να με ευχαριστήσει. Ή σχεδόν κανείς. Πάντα εγώ πρέπει να νοιάζομαι, να ετοιμάζω, να δίνω από τις δικές μου στιγμές για να ευχαριστώ τους άλλους.
Δεν με πειράζει αυτό. Μου αρέσει να δίνω. Κι ας χάνω κομμάτια δικά μου. Κομμάτια που θα μπορούσα να αφιερώσω στον εαυτό μου. Εκείνο που με προβληματίζει είναι γιατί κάποιοι άνθρωποι, να μην πω οι περισσότεροι είναι τόσο απαθείς και αδιαφόροι με τους άλλους. Γιατί ποτέ δεν μπαίνουν στον κόπο να δώσουν κι αυτοί κάτι. Έστω και πολύ μικρό. Άλλωστε δεν βάζουμε στο ζύγι αυτά που δίνουμε. Σκέφτομαι βέβαια, ότι υπάρχουν και κενοί άνθρωποι. Που δεν έχουν τίποτα μέσα τους. Που δεν υπάρχει κάτι για να δώσουν. Αλλά δεν μιλώ γι αυτούς.
Μιλώ για όσους έχουν μέσα τους αποθέματα. Ο καθένας βέβαια δίνει εκεί που θέλει. Εκεί που νιώθει ότι πρέπει να δώσει. Αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Που θέλει μεγάλη ανάλυση. Το που ο καθένας μας δίνει και γιατί. Κάθε φορά που βρίσκομαι θεσσαλονίκη έχω αυτούς τους προβληματισμούς. Ίσως γιατί βρίσκομαι μακρυά από το σπίτι μου. Και σαν στο σπίτι σου, δεν είναι πουθενά. Εκεί νιώθεις ασφάλεια, κανείς δεν μπορεί να σε ταράξει. Σε λίγες μέρες θα γυρίσω πίσω. Μου έλλειψε. Και το σπίτι και η μητέρα μου. Παράξενη που είναι η ζωή...
Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μου έλλειπε η μητέρα μου. Όχι γιατί δεν την αγαπώ, αλλά γιατί πάντα ήμουν το κορίτσι του μπαμπά. Με κείνον μιλούσα, σε κείνον άνοιγα την καρδιά μου, εκείνος με συμβούλευε. Από τότε που έφυγε, τα πράγματα άλλαξαν. Ένιωσα καινούργια συναισθήματα για τη μητέρα μου. Την είδα να πονάει τόσο πολύ που αυτόματα, δίχως καν να το σκεφτώ θέλησα να έρθω πιο κοντά της. Θαρρώ πως κάθε μέρα που περνάει μας δένει και πιο πολύ.
Τρεις βδομάδες είμαι θεσσαλονίκη και για πρώτη φορά το μυαλό, η σκέψη μου είναι σε κείνη. Τι κάνει, πως είναι, αν έχει παρέα. Να περάσει κι αυτή η βδομάδα, να τελειώσω με τις εκρεμότητες μου εδώ και να γυρίσω πίσω. Για ένα σεμινάριο που ίσως χρειαστεί να παρακολουθήσω, δεν ξέρω ακόμη τι θα κάνω. Το σκέφτομαι. Δε θέλω να την αφήσω τρεις μήνες μόνη της. Εκτός αν έρθει κι εκείνη εδώ, να είναι μαζί μας. Τότε θα είμαι και γω ήσυχη.
Τελικά οι λουκουμάδες σε παρασύρουν. Κάνουν τις σκέψεις να τρέχουν, να μπλέκονται, να παίζουν μέσα στο μυαλό. Κι αν ρίξεις και κανέλλα και καρύδια τότε η κατάσταση είναι επικίνδυνη. Ξεφεύγει. Βρίσκεσαι σε δρόμους που ούτε καν είχες φανταστεί...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου