9/10/08

Μια φίλη από τα παλιά...


H Μαρία ήταν η πρώτη μου φίλη. Η παιδική μου φίλη. Εκείνη που μαζί της έζησα πολλές όμορφες στιγμές. Όταν μετά από 35 χρόνια την συνάντησα, ένιωσα μεγάλη χαρά. Βλέπεις, όλες οι μνήμες ξαναήρθαν σαν ταινία στο μυαλό μου.

Πίναμε καφέ μια μέρα στο σπίτι της και μου είπε... «θυμάσαι που κεντούσες στην χειροτεχνία και τον δικό μου πίνακα;»«Eγώ;» απάντησα όλο απορία. Πήγε προς το μπουφέ, τον άνοιξε και έβγαλε έναν κεντημένο πίνακα. Ένα κορίτσι με ένα τεράστιο καπέλο γεμάτο λουλούδια. Τον κοίταξα, σαν κάτι να θυμάμαι... «Εσύ μου κέντησες το πρόσωπο», είπε. «Κοίτα πόσο όμορφα το έκανες». Τι να πω... για να το λέει έτσι θα είναι. Μετά έβγαλε ένα κουτί μεγάλο. Το άνοιξε... δεν είναι δυνατόν! Οι χαρτοπετσέτες που μαζεύαμε! Τις είχε κρατήσει. Μαζί και όλα τα γράμματα που της έστελνα τότε.

Τι όμορφα χρόνια ... η Μαρία ήταν ένα υπερβολικά ψηλό και αδύνατο παιδί. Εγώ μάλλον στην πίεση από τα μικράτα μου. «Θυμάσαι μου είπε που ήρθα μια μέρα σπίτι σας και έκλαιγες;».«Γιατί έκλαιγα;», την ρώτησα. «Γιατί σου έκανε δίαιτα η μαμά σου και είχες φάει ένα μήλο μόνο. Πεινούσες μάλλον»... Γκρρρρρρ.... δεν είμαστε με τα καλά μας! Δίαιτα σε ένα παιδί 6 και 7 χρονών; Και για ποιον λόγο; Aς το πάρει το ποτάμι...

Εκείνα που εγώ θυμόμουν, ήταν άλλα. Θυμόμουν τις καθημερινές. Μετά το σχολείο που την πήγαινα μέχρι το σπίτι της. Μετά για να μην πάω μόνη στο δικό μου, με ανέβαζε λίγο πιο πάνω. Ώρες τρώγαμε έτσι πηγαίνοντας η μία την άλλη στο σπίτι της. Θυμάμαι που ο μπαμπάς της Μαρίας, είχε φέρει σπίτι τους μια μαιμού. Κι εμείς τις πετούσαμε πέτρες. Γιατί είχε χτυπήσει την Πελαγία. Την αδερφή της Μαρίας. Το αποτέλεσμα ήταν κάποια μέρα, που έφυγαν να πάνε οικογενειακώς εκδρομή και η μητέρα της έκλεισε τη μαιμού στο μπάνιο, να κάνει κομφετί όλα τα άπλυτα ρούχα, εκτός του πατέρα της. Εκείνα δεν τα είχε αγγίξει. Την βρήκαν μάλιστα με ένα πουλόβερ του, το είχε αγκαλιά μαζί της.

Θυμόμουν τις εκδρομές στην Κερασιά. Δίπλα στο ποτάμι που μαζεύαμε κυκλάμινα. Που τρέχαμε και παίζαμε. Τότε θέλαμε να γίνουμε αρχαιολόγοι. Και σκάβαμε... σκάβαμε... να βρούμε ένα άγαλμα, ένα κομμάτι από κιούπι, κατιτίς τέλος πάντων... Στο τέλος έγινε Αρχαιολόγος η Πέλαγία.Θυμάμαι στο σχολείο ακόμη που τρώγαμε εκείνα τα περίφημα Kiss, με τη ροζ αφράτη κρέμα τους, και τις τυρόπιτες με τη μυζήθρα. Που φοβόμασταν να πάμε στο δάσος πάνω από το σχολείο μας, γιατί σε κείνο το πνευματικό κέντρο που είχαν αφήσει μισό, κάτι κακό υπήρχε μέσα. Που ψωνίζαμε με τις ώρες μολύβια, και τετράδια. Και κάτι μικρά μπλοκάκια που είχαν αόρατες εικόνες. Έπρεπε να τις μαυρίσεις με το μολύβι και μετά φαινόντουσαν.

Θυμήθηκα τη μέρα που από το μεγάλο παράθυρο του σχολείου μας είπε ο δάσκαλος να κοιτάξουμε προς το Σαραντάπορο. Είχε πέσει τα ξημερώματα ένα αεροπλάνο. Και είχαμε παγώσει όλοι, κι ας μην νιώθαμε ακόμη καλά τι σημαίνει θάνατος.

Θυμάμαι ακόμη τους χορούς που μας πήγαιναν και τα γενέθλια. Ωιμέ! Στιγμές απείρου κάλλους! Πάντα ερχόταν πρώτη η Μαρία. Αδερφές είμασταν, όχι μόνο φίλες. Και κάθε φορά που φεύγαμε αλληλογραφία. Γράμματα με καρδούλες, και φακελάκια πολύχρωμα. Γεμάτα με συγκινητικά γράμματα.Στην τελευταία μετάθεση του μπαμπά, λίγο πριν φύγουμε η Μαρία γνώρισε την Νατάσσα. Υπήρχε μια κόντρα ανάμμεσα μας, λέει η Μαρία. Εγώ δεν το θυμόμουν ούτε αυτό. Η Νατάσσα ήταν τύπος διεκδικητικός. Ήθελε μονοπώλειο στην φιλία. Εγώ πάντως έφυγα χωρίς να τα νιώσω όλα αυτά. Το αστείο της ιστορίας είναι ότι μια μέρα η Μαρία με ρώτησε, «θυμάσαι τη Νατάσσα;» «Μα φυσικά», είπαμε έχω ένα μικρό αλτσχάιμερ, αλλά όχι και έτσι! «Τι κάνει αυτή η ψυχή;» τη ρώτησα. «Καλά είναι» απάντησε η Μαρία και κόμπιασε κάπως. Ανησύχησα. Έβαλα κακό με το νου μου. «Τι Μαρία μου γιατί σταμάτησες;»«Ε... δεν σπούδασε τίποτα», συνέχισε. Κακό αυτό σκέφτηκα... «Παντρεύτηκε και έχει και παιδιά, δεν έφυγε ποτέ από την Κοζάνη». Αυτό κι αν ήταν κακό! «Ε καλά, δεν είναι όμως και το τέλος του κόσμου», είπα. Αν είναι καλά με την οικογένεια της, τότε κανένα πρόβλημα. Η Μαρία φάνηκε να ξεθαρεύει από τα λόγια μου. Χαμογέλασε. «Κάνουμε ακόμη παρέα μου είπε, γίναμε και κουμπάρες!» Χάρηκα, είναι όμορφο να κρατάς τέτοιες φιλίες. Και παρόλο που η Μαρία έλλειψε χρόνια λόγω σπουδών κα μετά γάμου, δεν χάθηκαν. Όμως η έκπληξη δεν σταμάτησε εκεί. Κανονίσαμε να συναντηθούμε οι τρεις μας. Θα ήταν όμορφα μετά από τόσα χρόνια. Και όντως το κάναμε.

Υπήρχε μια λογική αμηχανία.Όχι από την πλευρά μου. Δεν ένιωσα ποτέ αμηχανία με άνθρωπο. Ειδικά με κάποιον που ήξερα από τα παλιά. Η Νατάσσα όμως έδειχνε ανήσυχη. Προσπάθησα να ελαφρύνω το κλίμα και της είπα «Λοιπόν πες μου πως είσαι»... εκείνη με κοίταξε στα μάτια, έτοιμη να βάλει τα κλάμματα και ρώτησε «Δεν μου κρατάς κακία;».«Για ποιο πράγμα;» την ρώτησα. «Για εκείνη τη σφαλιάρα που σου είχα δώσει...». Ορίστε; και λέω ότι το αλτσχάιμερ μου είναι ελαφρύ; «Ποια σφαλιάρα Νατάσσα μου;». Και μου εξήγησε... σε ένα διάλλειμα στο σχολείο, που με είδε με τη Μαρία και φούντωσε και ήρθε και μου άστραψε μια! Δε το θυμόμουν, «αλλά και να το θυμόμουν δεν νομίζω ότι θα ήταν λόγος αυτός να σε αντιπαθώ σήμερα. Παιδιά είμασταν τότε... Ηρέμησε». Η υπόλοιπη ώρα πέρασε όμορφα. Ζεστά. Η κάθε μία ξεδίπλωσε τη ζωή της στις άλλες.

Η συνέχεια ήταν κάποιες εκδρομές με τη Μαρία. Ερχόταν, βλεπόμασταν. Αλλά μετά συνέβησαν πολλά σε μένα... και δύσκολα... Δε θα ξεχάσω ότι στην πιο κρίσιμη ώρα της ζωής μου ήταν εκεί μαζί μου. Τα παράτησε όλα και ήρθε κοντά μου. Κι αυτό πάντα θα το θυμάμαι. Όσο κι αν χειροτερέψει το αλτσχάιμερ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Με τη Μαρία είμαστε στην ίδια πόλη. Δεν κρατήσαμε όμως επικοινωνία. Φταίω κι εγώ... Φαίνεται ότι το έχει το ριζικό μου, να μην αποκτήσω ποτέ κολλητή. Την σκέφτηκα σήμερα. Δεν ξέρω γιατί. Από την ώρα που ξύπνησα είναι στο μυαλό μου. Ελπίζω να είναι καλά. Γιατί ακόμη κι αν η ζωή μας έχει χώρια, μερικά πράγματα τα ζήσαμε και αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει κανείς και τίποτα.

Φίλη μου παιδική, στην καρδιά μου θα είσαι πάντα το κοριτσάκι, που μαζί του πέρασα όμορφα χρόνια. Ίσως κάποια στιγμή οι δρόμοι μας ξανανταμώσουν. Ποτέ δεν ξέρεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια: