8/3/09

Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη...


Ειν' οι γυναίκες μας υπερωκεάνια κι εμείς, οι άνδρες τους, οι καπετάνιοι. Και μη νομίσει κάποιος πως με αυτή τη σκέψη μ' αυτή την παρομοίωση υβρίζω τις γυναίκες και τις υποβιβάζω πως είμαι ρατσιστής ή έχω μικροσυμφέροντα και τέτοια. Όχι! Κάθε άλλο! Είν' οι γυναίκες μας έτσι μεγάλες και τη νύχτα ωραία φωτισμένες όταν πλέουν στ' ανοιχτά των θαλασσών μ' όλα τους τα στολίδια, μ' όλες τις χάντρες αναμμένα φινιστρίνια μαργαριτάρια γύρω απ' τους κάτασπρους λαιμούς. Και αν πλάι σε στεριά περάσουν και τρεις φορές σφυρίξουν κι αν δε σφυρίξουνε καθόλου μονάχα από τον παφλασμό όλοι θα βγούνε στα μπαλκόνια τους για να τις χαιρετίσουν για να τις μακαρίσουν και για να τις θαυμάσουν.

Είν' οι γυναίκες μας φαρδιές και μέσα τους χωρούν τόσους και τόσα κι ανθρώπους όλων των φυλών και φορτηγά και Ι.Χ. και τρίκυκλα και δίκυκλα παλέτες γεμάτες πορτοκάλια κι αισθήματα κι απόγνωση πολλή κι όλα τα είδη εμπορευμάτων κι όλα -όσο πολλά κι αν είναι- όλα χωράνε μέσα τους και μένει ακόμα χώρος και γι' άλλα τόσα ακόμη. Κι όταν πια φτάνουν στο λιμάνι κι ανοίγει τεράστια η μπουκαπόρτα κι από μέσα ξεχύνεται η ζωή με φασαρίες, με χαρές και δάκρυα συγκίνησης από αυτούς που ήταν παλιά χαμένοι κι απ' άλλους που πρώτη φορά βλέπουν τέτοιο λιμάνι κι απ' άλλους που κάποιονα περίμεναν μ' αυτός δεν ήρθε τότε που όλα γίνονται εκεί στην αποβάθρα την ώρα που τα παλαμάρια έχουνε πια δέσει κι η άγκυρα έχει γαντζωθεί και πια κανείς δεν μας κουνά, ε! ... τότε φαίνεται μια μακρινή κουκίδα εκεί ψηλά στη γέφυρα. Είναι ο καπετάνιος είμαστ' εμείς οι άνδρες τους χαρούμενοι που φέραμε το πλοίο στο λιμάνι. Εμείς που καμαρώνουμε για το άξιο ταξίδι που μέσ' απ' τους δρόμους τους υγρούς το πλήθος οδηγήσαμε στον τόπο του και τα εμπορεύματα στον προορισμό τους. Είμαστ' εμείς με τα αστραφτερά κουμπιά μας με το λευκό πηλίκιο ατσαλάκωτοι κι ωραίοι πολύ ωραίοι κάτω απ' τον ήλιο του απογέματος.

Κι ας μη γνωρίζουμε -ή ας ξεχνούμε, οι αγνώμονες- πόσοι και πόσοι δούλεψαν στ' αμπάρια της γυναίκας κι άλλοι πιο κάτω ακόμα στα ύφαλα στις μηχανές, στα λάδια απ' τη μουντζούρα μαύροι και άλλοι μαύροι γεννητάτοι και οι πιλότοι και οι λοστρόμοι και τα ναυτάκια που ίδρωσαν μέχρι να δέσουνε το σώμα να τ' ασφαλίσουν και να ασφαλιστούν. Χαμογελαστοί κι ανεπιγνώμονες τώρα που το ταξίδι τέλειωσε για το τι θα μπορούσε να είχε γίνει για το τι μπορεί να γίνει στο επόμενο όταν η θάλασσα μας πάρει απ' τα χέρια ξαφνικά το έρμο το τιμόνι κι αρχίζει να μας πηαίνει όπου το θέλει αυτή.

Τότε που αν εμείς δεμένοι στο κατάρτι να μη μας πάρ' το κύμα δεν ξερνοβολάμε, θα ικετεύουμε τους άγιους της θάλασσας για να μας σπλαχνιστούν για να μας οδηγήσουν μέσα από τα θαλάσσια βουνά σ' ένα λιμάνι οποιοδήποτε την ώρα που η γυναίκα μας απλώς θα μας πααίνει εκεί που την προστάζει απλά η φύση.


Γραμμένο από έναν ναυτικό...

Δεν υπάρχουν σχόλια: