10/3/09

Λευκά πρωινά


Έχει μια ψύχρα ακόμη τα πρωινά. Η μέρα όμως μυρίζει άνοιξη. Γεμάτη αρώματα κι ευωδιές από μενεξέδες και βιολέτες. Κάθομαι με τα πόδια σταυρωμένα. Κρατώ ένα ξύλινο μολύβι στα χέρια με ένα κουδουνάκι στην άκρη του κρεμασμένο από μια κλωστή σαν ουράνιο τόξο. Έχω στα γόνατα μια λευκή σελίδα από χαρτί. Έχω ένα πάθος με τα ξύλινα μολύβια. Θέλω οι μύτες τους να είναι καλοξυσμένες. Να γράφουν γράμματα ολοστρόγυλλα, λεπτά. Η μύτη του μολυβιού μου σήμερα μοιάζει μαγική. Έχει πολλά χρώματα. Ένα για το κάθε τι που σκαλίζει πάνω στο λευκό χαρτί.

Πορτοκαλί για τα όνειρα μου. Σταχτί για τις καταιγίδες που πέρασαν και τους αγριεμένους ανέμους που με βρήκαν. Γαλανό για τις ήρεμες μέρες. Μπλε σκούρο για τις μεγάλες μάχες. Κόκκινο σκούρο για τις μικρές μου νίκες. Σμαραγδί για τη ζωή που προχωράει μπροστά. Γλυκό ροδί, για όσους αγαπώ.

Αν έχεις περάσει δυσκολίες στη ζωή σου και δεν βαρυγκόμησες ποτέ γι αυτό, αν σε έχουν τυλίξει άγρια κύματα σε άγνωστους ωκεανούς, αν έχεις περπατήσει ξυπόλητος σε αγκάθια, αν έχει δροσίσει τα φλογισμένα σου πόδια στο νερό μιας ήρεμης θάλασσας, αν έχεις σκαρφαλώσει σε καταιγίδες και σε έχει βρέξει το άγριο χάδι τους, αν σε έχει στεγνώσει και σε έχει ζεστάνει ένας λαμπερός ήλιος, αν κολύμπησες στα αλμυρά νερά που έχουν δάκρυα, και στέγνωσες την υγρασία και την αλμύρα τους με ένα χαμόγελο, αν έφτασε η ψυχή και ξεπέρασε το όριο ταχύτητος και ταξίδεψε σε τόπους άλλων ψυχών και τις κουβάλησες μαζί σου στο δρόμο της επιστροφής, αν σύρθηκες σε έρωτα δυνατό και έκλαψες για αγάπη δυνατή χωρίς σκέψη και χωρίς ντροπή, αν ταξίδεψες σε κόσμους άγνωστους χωρίς, καν εισητήριο στην τσέπη, αν βούτηξες σε σιωπές μεγάλες, αν ούρλιαξες για να ακούσεις τη φωνή σου μέσα σε άλλες σιωπές, αν σε βρήκε το ξημέρωμα με κουρασμένη, απούσα μνήμη, αν έχασες το δρόμο και μαζί και σένα και λύγισες, έσκυψες, γονάτισες, μα σε ξαναβρήκες και σηκώθηκες πάνω σε πόδια δυνατά, αν κοίταξες μέσα σου και τρόμαξες από τις πληγές, μα κατάφερες και έγειανες, αν ένιωσες ότι το πολύ που είχες να δώσεις τρόμαζε και σε έτρεπε σε φυγή μα δεν πέταξες κομμάτια σου να γίνεις ελαφρύς... τότε δεν μπορεί να λείπει από τα χέρια σου ένα ξύλινο μολύβι με ένα χρυσό κουδουνάκι κρεμασμένο από πολύχρωμη κλωστή και μια λευκή κόλλα χαρτί από τα γόνατα σου.

Γιατί το ξύλινο μολύβι με τις μαγικές χρωματιστές μύτες είσαι εσύ... είναι τα κομμάτια σου. Κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια, πορτοκαλί, βαθύ μπλε της θάλασσας και σταχτί του ουρανού, του φορτωμένου με βροχή... και εκτυφλωτικού λευκού του καθαρού πρωινού. Και το λευκό χαρτί η κάθε μέρα σου. Που θα τη ζωγραφίζεις εσύ, απ τα δικά σου χρώματα.

ΥΓ. Πάλι ξημέρωμα κι εγώ, με τη μνήμη απούσα, προσπαθώ να βρω ποιος σκάλισε πάνω στο λευκό χαρτί όλα τούτα τα χρώματα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: